Αναζητώντας τους Απανταχού Καλλιπευκιώτες

Όπως είναι γνωστό μετά την απελευθέρωση του 1881, πολλοί Καλλιπευκιώτες εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη και ιδιαίτερα στους Γόννους. Μερικές οικογένειες εγκαταστάθηκαν στη Φαλάνη, όπως οι: Ντόβας, Αγοραστός και Νεζεργιώτης.
Την ύπαρξη αυτών των πατριωτών μας τη γνωρίσαμε από μια έκδοση της κοινότητας Φαλάνης. Αυτή τη γραπτή πληροφορία δεν τη δώσαμε σημασία μέχρι που πριν μερικά χρόνια επισκέφτηκε το χωριό μας κάποιος Ντόβας Δημήτριος.
Ο Ντόβας Δημήτριος είναι εγγονός του Μήτρου Ντόβα και ήρθε στην Καλλιπεύκη για να γνωρίσει τη γενέτειρα του παππού του. Στο χωριό γνωρίστηκε με τους – μακαρίτες τώρα – παπα – Στέργιο Τσικρικά και Γιώργο Γιαννούλα.
Το περασμένο καλοκαίρι έστειλε ένα βιβλίο του με τίτλο «Οι θαυματουργές μέλισσες της Ιταλίας». Το προόριζε για τον παπα – Στέργιο. Μαθαίνοντας για το θάνατό του το προσέφερε στο Σύλλογό μας.
Ο Δημήτριος Ντόβας ζει με την οικογένειά του στην Ιταλία και είναι γιατρός. Υπηρλέτησε στην περιοχή Πιετραλούνγκα, από όπου και οι ιστορίες που παρουσιάζει στο βιβλίο του.
Στο τέλος του βιβλίου του γράφει για τη ζωή του παππού του. Αντιγράφουμε λοιπόν τη βιογραφία του Μήτρου Ντόβα, γιατί νομίζουμε πως έχει ενδιαφέρον και γιατί καλό είναι να γνωρίζουμε τους πατριώτες μας.

   egonos  papus
Ένας από τους απόγονους του Μήτρου (με το ίδιο όνομα) και ο Μήτρος (Δημήτρος) Ντόβας

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ ΜΟΥ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (ΜΗΤΡΟΥ) ΝΤΟΒΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΛΛΙΠΕΥΚΗ

Ο Δημήτριος Ντόβας γεννήθηκε το 1857 στο μικρό χωριό του Ολύμπου Καλλιπεύκη. Βοηθός βοσκού και στη συνέχεια άνεργος. Ντυμένος με κουρέλια, φορούσε σκληρά παπούτσια, φτιαγμένα από τον ίδιο, από δέρμα γουρουνιού που δεν ήταν επεξεργασμένο, (γουρουνοτσάρουχα). Ορφανός από πατέρα, έφυγε νεότατος από την Καλλιπεύκη μ’ ένα γαϊδούρι πάνω στο οποίο έβαλε τον μοναδικό, μικρότερο αδερφό του Γιώργο, μισοπεθαμένος από τη βαριά αρρώστια, και από την πείνα, χωρίς γιατρό και φάρμακα, γιατί ήταν πάμπτωχος. Έφτασε στον οικισμό Δασοχώρι της Φαλάννης. Πέθανε ο αδερφός του, γιατί εκείνα τα χρόνια η καταπολέμηση της αρρώστις ήταν προνόμιο των ολίγων και ισχυρών. Έγινε χουσμικιάρης (αγροεργάτης – δούλος) και κατοικούσε στο στάβλο μαζί με τα ζώα. Κοιμόταν 4 ώρες περίπου και δούλευε 18. το κρεβάτι του (φάτνη) ήταν γεμάτο από σκόρδα και κρεμμύδια, τα οποία αποτελούσαν το φαγητό του. Όταν τελείωνε την καθημερινή σκληρή δουλειά του, αντί να ξεκουραστεί, πήγαινε με τη γαϊδούρα του στο ποτάμι του χωριού μας (Πηνειό) και αφού έριχνε τα δίχτυα για ψάρεμα, έκοβε λυγαριές, τις έκανε δεμάτια, τις φόρτωνε στο ζώο μαζί με τα ψάρια και γύριζε στο στάβλο, όπου είχε κατασκευάσει ένα καρβουνοποιείο. Πράγματι, τον ελεύθερο χρόνο του, ζύμωνε τις κοπριές των αγελάδων με άχυρο και τις κολλούσε στον τοίχο του στάβλου, για να ξεραθούν. Έτσι έκανε μια θαυμάσια καύσιμη ύλη σαν το κάρβουνο. Μαζί με τις λυγαριές και τα ψάρια, στο γαϊδούρι έβαζε και τα κάρβουνά του και πήγαινε με τα πόδια στην πόλη (Λάρισα), που απείχε 9 χιλιόμετρα από την Φαλάννη και λιγότερο από το Δασοχώρι. Πουλούσε τα ψάρια και τις λυγαριές στα εστιατόρια και τα κάρβουνα στα καροποιεία. Με τα χρήματα που του έδινε το αφεντικό και με εκείνα που οικονομούσε από τη «μαύρη δουλειά», αγόρασε ένα χωράφι, που το δούλευε και το πρόσεχε σαν να ήταν παιδί του. Βέβαια, συνέχισε τη «μαύρη δουλειά» και μάλιστα με περισσότερο ενθουσιασμό. Έτσι, έφτασε στα γεράματά του ευκατάστατος και τον θεωρούσαν σαν ιερό τέρας, για την τιμιότητά του, τη χριστιανική σεμνότητά του και ειδικά για τον ευγενή τρόπο με τον οποίο φερνόταν στους εργάτες, που τους αποκαλούσε συνεργάτες.
Μου διηγήθηκε η μάνα μου ότι μέσα στην οικογένεια συμπεριφερόταν με σεμνότητα Αγίου, χωρίς να έχει καμία απαίτηση. Μόνο μία φορά, κάθε τόσο καλούσε τις δυο νύφες του και έλεγε: «Αύριο έρχονται τα παιδιά». Μόλις ακούγαμε αυτές τις 4 λέξεις γινόμαστε αετοί, αφήνοντας κατά μέρος οτιδήποτε, για να υποδεχτούμε με πλούσιο τρόπο… τους πρίγκιπες. Όχι, τίποτε τέτοιο: Ήταν απλώς οι φτωχοί που αυτός άφησε στην Καλλιπεύκη, με τους οποίους ήταν αισθηματικά δεμένος. Αυτό το αίσθημα της αγάπης που καλλιεργούσε στην καρδιά του προς αυτούς τους φτωχούς, είχε γίνει και δικό μας, γι’ αυτό τους συμπεριφερόμασταν με σεβασμό και εκτίμηση, όπως συμπεριφερόμασταν στον πεθερό μας, προσέχοντας να μη θίξουμε την αξιοπρέπεια και την υπερηφάνεια που χαρακτηρίζουν αυτούς τους ορεινούς ανθρώπους (όπως ορεινοί είναι και οι Πιετραλουνγκέζοι, γι’ αυτό ουκ ολίγοι έκλεψαν διαβάζοντας αυτό, όπως και άλλοι μη Πιετραλουνγκέζοι).
Δυστυχώς η κατοχή των νεοφασιστών πρώτα και ο εμφύλιος πόλεμος μετά, μας κατέστρεψαν μέχρι να έχουμε ως κατοικία μία παράγκα από καλάμια και λάσπη, που όταν έβρεχε η λάσπη έλιωνε και η ζωή γινόταν μαρτυρική.
Ο παππούς πέθανε το 1933 ευκατάστατος αλλά δυστυχισμένος, διότι εξ αιτίας την σκληρής φτώχειας έχασε τον μοναδικό αδελφό του Γιώργο, που τον θεωρούσε παιδί του.
Η ιστορία της μαρτυρικής ζωής του μεταδόθηκε μέχρι τη γενιά των παιδιών μου, με την υπόσχεση ότι θα την μεταδώσουμε και στις μελλοντικές γενιές, αρχίζοντας από τον νεογέννητο που θα φέρει το όνομα και το επώνυμό του, που μου δώρισε ο παππούς μου: Δημήτριος Ντόβας από την λατρεμένη Καλλιπεύκη μας.
Η υπόσχεση είναι να μεταδώσουμε ένα μήνυμα, κάνοντας και έννοια της όλης ζωής του παππού μου Δημήτρη και της δικής μου: Βοήθεια με όλες τις δυνάμεις μας, προς τους αδυνάτους, που είναι τα άνθη της ανθρωπότητας, οι προσφιλέστεροι του Ιησού Χριστού μας!

Επιμέλεια: Ζ.Α.Κ.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ