ΓΙΑ ΤΟΝ ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΑΠΑΔΟΝΤΑ
Αλησμόνητε, φίλε Βαγγέλη,
τρέμουν τα χέρια μου από συγκίνηση και λύπη συγχρόνως γράφοντας αυτές τις λέξεις για σένα, που αποφάσισες πολύ βιαστικά να εγκαταλείψεις αυτό το μάταιο κόσμο και μάλιστα τη μέρα των γενεθλίων σου. Η κοινή μας πορεία για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα δείχνει μια αληθινή συνεργασία και φιλία, που πολλοί άνθρωποι θα ζήλευαν. Μου δίνεις λοιπόν το δικαίωμα να γράψω λίγες γραμμές για τη ζωή σου.
Η μνήμη μου τρέχει στα παιδικά και εφηβικά μας χρόνια που τα ζήσαμε μαζί. Γεννημένος στην Καλλιπεύκη στις 23 Μαρτίου του έτους 1952, από εξαίρετους γονείς το μπάρμπα – Γιώργο και την κυρα – Μαρία, μεγάλωσες εκεί πλάι στα πέντε αδέλφια σου, τον Αποστόλη, τον Τάκη, την Κατίνα, τον Κώστα και το Χρήστο. Σ’ ένα περιβάλλον αγροτικό και κτηνοτροφικό, σε μια εποχή δύσκολη για ένα μικρό παιδί, όπως βέβαια και για τα υπόλοιπα παιδιά του χωριού.
Στο Δημοτικό σχολείο του χωριού, όπου έμαθες και τα πρώτα σου γράμματα, έγινε και η γνωριμία μας. Όμως, έπλαθες όνειρα και αυτό το περιβάλλον δεν σε ικανοποιούσε. Έτσι, αφού τελείωσες το Δημοτικό Σχολείο (1964), μετά από εισιτήριες εξετάσεις πέρασες στο Γυμνάσιο Γόννων, παράρτημα του Β Γυμνασίου Λάρισας. Η απόφαση σου αυτή αλλά και των γονιών σου ήταν πολύ σημαντική, πρώτα γιατί οι περισσότεροι γονείς συνήθιζαν να κατευθύνουν τα παιδιά τους στις γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες και δεύτερο γιατί εκτός από τα άλλα έξοδα πληρώναμε και δίδακτρα για τη φοίτηση στο γυμνάσιο που λειτουργούσε σαν ιδιωτικό. Ήταν μια απόφαση ζωής.
Στη Δευτέρα Γυμνασίου η μοίρα το έφερε πάλι όχι μόνο να συναντηθούμε αλλά και να συγκατοικήσουμε στο σπίτι του παππού Κουρτάρα. Τέσσερα χρόνια αλησμόνητα μα και δύσκολα συγχρόνως. Μικρά παιδιά ακόμα προσπαθούσαμε να επιβιώσουμε μόνοι μας, αλλά και να μελετάμε συγχρόνως. Η συγκοινωνία με το χωριό σχεδόν ανύπαρκτη και ο εφοδιασμός με τρόφιμα και άλλα πράγματα πολύ δύσκολος. Η ταλαιπωρία και οι στερήσεις πολλές, όμως, δεν είχαμε παράπονο. Και άλλα παιδιά της ηλικίας μας βρίσκονταν στην ίδια θέση.
Το σπίτι μας ήταν χώρος μάθησης, στοχασμού, πνευματικής καλλιέργειας και συνάντησης παιδιών με όνειρα και στόχους. Η συκιά στην αυλή χώρος παιχνιδιού και περισυλλογής (σου άρεσαν εξάλλου και οι συκο-μαΐδες). Τα Πετράλωνα, η αλάνα που βρίσκονταν κοντά στο σπίτι μας, ήταν ο χώρος ψυχαγωγίας και συνάντησης.
Στο γυμνάσιο, πρώτος μαθητής στην τάξη. Είμαστε το «αχτύπητο δίδυμο», όπως έλεγαν πολλοί. Όλοι ζήλευαν. Γιατί δύο παιδιά από χωριό τα κατάφερναν να είναι οι καλύτεροι μαθητές. Σημαιοφόρος εγώ στην τρίτη τάξη (1968-1969) και δίπλα μου παραστάτης εσύ από τη δευτέρα τάξη. Μόλις έφυγα εγώ ανέλαβες εσύ τη σημαία στην τρίτη τάξη (1969-1970).
Ύστερα χωρίσαμε, πέρασα εγώ στο Πανεπιστήμιο (1969), ακολουθούσες εσύ με διαφορά ενός χρόνου (1970). Στη Γεωπονική Σχολή εγώ, στη Φιλοσοφική εσύ. Συναντιόμαστε πάλι στη Θεσσαλονίκη σαν φοιτητές. Μέναμε σε διαφορετικά σπίτια. Όμως, η μοίρα έπαιξε και πάλι το παιχνίδι της. Στο τρίτο έτος συγκατοικήσαμε πρώτα στην οδό Μπιζανίου και μετά στην οδό Αθηνάς. Νέοι φίλοι, καινούργιες παρέες, ο Στέλιος ο μαθηματικός, ο Στελάκης ο δασολόγος, που με φώναζε και παππού, ήμουν βλέπεις ο μεγαλύτερος και όλοι με σεβόσασταν, ο Τάσος ο τραπεζίτης, ο Τάκης ο μαθηματικός, ο Κώστας ο δασολόγος, ο Τάκης ο δικηγόρος και πολλοί άλλοι. Αξέχαστες στιγμές, αλησμόνητες εμπειρίες και πάνω απ’ όλα ο στόχος. Να γίνουμε επιστήμονες, να ξεφύγουμε από τη μιζέρια.
Ο Βαγγέλης την ημέρα του γάμου με τους κουμπάρους του
Ασταμάτητο το χιούμορ και τα πειράγματα σου. Θυμάσαι τι μου έκανες όταν ήμουν στο στρατό; Μου έστειλες 15 επιστολές, όλες με αποστολέα κάποιο γυναικείο όνομα, για να φάω καψόνι από το θαλαμάρχη μου.
Οι δρόμοι μας ξανά χωρίζουν (1975). Τελειώσαμε τις σχολές μας, πήγαμε στρατιώτες, βγήκαμε στο στίβο της ζωής. Όμως, η μοίρα πάλι μας ενώνει. Γνωρίζεις μια υπέροχη κοπέλα, την Όλγα και αποφασίζεις να την παντρευτείς. Τότε θυμάσαι την υπόσχεση που είχαμε δώσει, όταν ήμαστε φοιτητές, ότι θα σε στεφανώσω και πράγματι γίναμε και κουμπάροι, ώστε να παραμείνουμε δεμένοι και η φιλία μας να διατηρηθεί. Γεννιέται η Μαρίνη, η λατρευτή σου κόρη και γίνομαι νονός. Εσύ, όμως, είχες πολλά όνειρα ακόμα να πραγματοποιήσεις. Δεν σου αρκούσε η θέση του καθηγητή που είχες. Τα όνειρα σου έτρεχαν και έφθασαν μέχρι το μακρινό Ζαΐρ, όπου για αρκετά χρόνια μετέδιδες τη γνώση και την Ελληνική Παιδεία στα Ελληνόπουλα της Αφρικής.
Το πάθος για μάθηση φλογερό, η σχολαστικότητα σου απαράμιλλη. Ακούραστος εργάτης του πνεύματος, ήθελες να μεταδώσεις το πείσμα και την αγωνιστικότητα, σου στους νεότερους. Το είδαμε όλοι στα μάτια των μαθητών σου αλλά και των συναδέλφων σου που σε συνόδευσαν στην τελευταία κατοικία εκείνη την αποφράδα ημέρα. Δεν μπορούσε εξάλλου να γίνει διαφορετικά γιατί ήσουν αγωνιστής.
Όμως, έφυγες πολύ νωρίς και δεν πρόλαβες να καμαρώσεις τη Μαρίνη γιατρό, καθώς τελειώνει τις σπουδές της στην Ιταλία, ούτε τη Στέλλα, που τελειώνει το Λύκειο, είναι αριστούχος και σημαιοφόρος στο σχολείο της.
Έφυγες πολύ νωρίς και άφησες τη λατρευτή σου γυναίκα, την Όλγα, που σου συμπαραστάθηκε μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής σου, μόνη με πολλές φροντίδες και προπαντός χωρίς τη δική σου παρουσία.
Έφυγες πολύ νωρίς και άφησες πίσω σου ένα πολύ όμορφο σπίτι, που ήταν το όνειρο σου, καθώς και τα όμορφα λουλούδια που είχες φυτέψει στον κήπο σου.
Έφυγες νωρίς και άφησες φτωχότερη την εκπαιδευτική κοινότητα, τα αδέρφια, τους συγγενείς και τους φίλους σου. Άφησες ένα μεγάλο κενό στις καρδιές μας που δύσκολα αναπληρώνεται.
Θα σε θυμόμαστε, δε θα σε ξεχάσουμε ποτέ. Ας είσαι καλά εκεί που είσαι. Είθε ο Θεός να σε κατατάξει σε χώρο ανάπαυσης.
Ας είναι ελαφρό το χώμα που σε σκεπάζει.
Κατερίνη 20-4-2005 ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΝΕΛΛΙΑΣ