ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΠΟΥ ΛΑΒΑΜΕ

Υποστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας, τέκνο της Καλλιπεύκης

 Ένας εργατικός, σεμνός και αθόρυβα ανερχόμενος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ είναι Καλλιπευκιώτης.  Πρόκειται για τον Μπούτσικα Ιωάννη του Γεωργίου, ο οποίος σταδιοδρόμησε στις τάξεις της ΕΛ.ΑΣ, προσέφερε άκρως θετικό έργο σε όποια θέση και αν τοποθετήθηκε και τώρα (01-03-2006) η Πολιτεία, σε αναγνώριση του έργου του τον προήγαγε ανάμεσα από πλήθος άξιων Αξιωματικών, ως πιο άξιο, στον βαθμό του Υποστράτηγου της ΕΛ.ΑΣ.

Η οικογένειά μου και εγώ προσωπικά, αλλά πιστεύω και οι Απανταχού Καλλιπευκιώτες, του ευχόμαστε καλή σταδιοδρομία ως Ανώτατος Διοικητής της ΕΛ.ΑΣ στην Κεντρική Μακεδονία και αναμένουμε να τον δούμε και σε ανώτερα αξιώματα.

Mpoutsikas

Αθήνα, 03-03-2006

Φιλικότατα

Σπύρος Καστόρης

Συν/χος Εκπαιδευτικός

 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΛΟΥΣΗΣ

Αγαπητοί συγχωριανοί, συγγενείς και μη, απανταχού της Ελλάδος και του εξωτερικού. Σας χαιρετώ νοερός έναν προς ένα και ιδιαιτέρως τα νιάτα που είναι το μέλλον της ανθρωπότητας.

Κατ’ αρχήν να σας συστηθώ για όσους δεν με γνωρίζουν. Είμαι ο Χρήστος ο Καλούσης του Αθανασίου του αδικοχαμένου κατά τον εμφύλιο πόλεμο και της συχωρεμένης της Αικατερίνης. Είμαι ένα από τα 9 αδέλφια με τη σειρά γεννήσεως όπως τ’ αναφέρω, Παρασκευούλα (απεβίωσε),Ιωάννης, Δημήτριος (απεβίωσε), Γιώργος (Γερμανία), Μεταξούλα (απεβίωσε) ,Χρήστος, Κώστας, και Κατερίνα.

Εμένα πολλοί όταν με συναντούν με λένε και καπετάνιο, επειδή όταν σπούδαζα στη Βαλάνειο Σχολή καθώς και όταν υπηρέτησα στο Ναυτικό και όταν εργάσθηκα στα καράβια για τρία (3) χρόνια φορούσα ναυτική ενδυμασία του μηχανικού.

Αυτά τα λίγα χρόνια έμενα στην θάλασσα. Εάν δεν γεννηθείς κοντά στη θάλασσα και δεν την έχεις αγαπήσει από μικρός, δυστυχώς δεν την αγαπάς μεγάλος. Εμένα τα γονίδια ήταν βουνίσια .Έφυγα από το χωριό σε ηλικία δέκα χρονών  και στην συνέχεια δεν είχα αποκοπεί από το χωριό όπου ζούσε η γιαγιά μου η Γκουρμπαλού, που ήταν δεύτερη μάνα μας, αλλά και τα αδέλφια μου τα μεγαλύτερα ,καθώς και η Κατίνα η μικρότερή μας αδελφή.

kalousis

Πατρίδα του καθενός είναι εκεί που μεγαλώνει, εκεί που έζησε τα μικρά του χρόνια.

Ένιωσα από μικρός την φαγούρα της Λίμνης (βάλτος), απέκτησα ήδη την τοπολαλιά του βουνίσιου που την διατηρώ και μέχρι σήμερα και δεν το καυχώμαι.

Γνώρισα τις μικρές φράουλες ,τις λέω χαμοκέρασα, αλλά διαβάζω και στα βιβλία ότι την λένε χαμαικέρασα από τη λέξη «χαμαί» που θα πει «κάτω» στην αρχαία Ελληνική .

Οι πέντε από τις αισθήσεις μου όσφρηση, όραση, ακοή, γεύση και αφή, είχαν πάρει ότι το καλύτερο από το περιβάλλον και την όμορφη άγρια φύση του χωριού μας. Πήρα το άρωμα των αρωματικών φυτών του τσαγιού της Βαρδακάρης, οσφρήσθηκα την μέντα, την ρίγανη, τις γεύθηκα στο στόμα μου και τις αισθάνομαι. Ακόμα τις κουβαλώ μαζί μου.

Είδα με δέος τα ψηλά και ογκώδη δέντρα, όπως τις αιωνόβιες οξιές, τις βαλανιδιές,  που κάποτε τα βελανίδια (καρπός) τον ξεπικραίναμε με ζεστό νερό και αποτελούσε την βασική τροφή του ανθρώπου. Μην ξεχνάμε ότι το Μαντείο της Δωδώνης στην Ήπειρο είχε σαν ιερό δέντρο την βελανιδιά, αυτό δεν ήταν τυχαίο. Λένε ότι με το θρόισμα των φύλλων οι Ιερείς λέγανε τα μελλούμενα σ’ αυτούς που ζητούσανε την γνώμη τους ασφαλώς με τις ανάλογες προσφορές.

Είδα τα ισιόκορμα πεύκα και έλατα τον χειμώνα να γέρνουν τα κλαδιά τους από το βάρος του χιονιού και πολλά να είναι γεμάτα από οξό να τα στολίζουν. Άκουσα την βουή σε ώρες ησυχίας που κάνουν τα δέντρα όταν φυσάει ο αέρας και περνάει άναμεσά τους. Έπαιξα και έψαξα μέσα στις φτέρες που θεωρούνται από τα πιο παλαιά είδη που επέζησαν δια μέσου των αιώνων και έφαγα με τις χούφτες τις φράουλες ή χαμοκέρασα και μούτους τσάπουρνα ,κάτσιδες,μαρτάρες.. Άφηναν  τα σημάδια τους τα βατόμουρα στα χείλη μας και αγκάθια στα χέρια μας και στα πόδια μας. Ευτυχώς τρώγαμε και τα μούρα από τα δέντρα που τα λέγαμε και σκάμνα. Θυμάμαι ήταν κάνα δυό δέντρα στο κάτω μέρος του μπαχτσέ (κήπος) του συχωρεμένου του Μπάρμπα Γιάννη του Γκούμα ,εμένα εκεί θα μ’ έβρισκες όταν ωρίμαζαν διότι είχαμε  ένα κήπο στο κάτω μέρος του Γκούμα δίπλα στην βρύση Μπίμπω. Τρώγαμε επίσης τα άγρια Γκόρτσα, τα άγρια μήλα αλλιώς, και τα κορόμηλα όταν ωριμάζανε. Αυτά τα δέντρα έλεγε ο Κοσμάς ο Αιτωλός να τα μπολιάζουμε. Μέχρι τώρα σας μίλησα για το χόμπι μου, μόνο που άλλη ήταν η δουλειά μου.

Είχαμε υπό την επίβλεψη μας καμιά εικοσαριά γουρούνια. Εγώ σαν μικρότερος ήμουν βοηθός, ο κύριος υπεύθυνος ήταν ο αδελφός μου ο Γιώργος. Ο Γιώργος όταν τύχαινε να ξεχάσει τον ντροβά στο χώμα τα γουρούνια τον έκαναν κομμάτια, σαν πατσαβούρα άχρηστο πλέον ή όταν τύχαινε να χάσουμε κανένα γουρούνι, και αυτό συνέβαινε τακτικά, γιατί ξεχνιόμασταν στο παιχνίδι (τσιλίγκα, μακριά γαιδούρα, κλπ)εκείνος που αναλάμβανε να φέρει τα κακά μαντάτα στο χωριό στον πατέρα μου ήμουν εγώ. Ο Γιώργος  κρύβονταν την βραδιά σε καμιά αχυρώνα από τον φόβο να μην φάει ξύλο και ζεσταινότανε από τα χνώτα των ζώων.

Στο επόμενο φύλλο της εφημερίδας θα σας διηγηθώ ένα άλλο περιστατικό στο βάλτο με τα γουρούνια με πρωταγωνιστή μόνο εμένα και της μεγάλες φωτιές με τα ψημένα καλαμπούκια.

Μ’ όλες αυτές τις αναμνήσεις και πολλές άλλες αποφάσισα να παρατήσω την θάλασσα και με τα γράμματα που ήξερα άνοιξα ένα μαγαζάκι με βιβλία και γραφική ύλη και αργότερα πήρα άδεια για ΠΡΟΠΟ. Πέρασαν τα χρόνια σαν το νερό και βγήκα στην σύνταξη. Συνταξιούχος τώρα σκέπτομαι για τα περασμένα και χρούτσου- χρούτσου με τα δόντια που με έχουν απομείνει μασάω την συνταξούλα μου με την γυναικούλα μου και τα εγγονάκια μου. Τι και αν είναι μικρή  τι και αν δεν φθάνει. Πάντα κάτι περισσεύει για τους βόμπιρες. Έτσι δεν λέγαμε τα παιδιά τότε.

Συνταξιούχος στην πόλη σημαίνει  και ελεύθερος χρόνος  τον οποίο τον διαθέτω να παίζω κανένα χαρτί αν και δεν τα ξέρω καλά για να περνάει η ώρα, αν και το καφενείο δεν με τραβάει.

Τι ωραία φράση «δεν με τραβάει». Όπως ακριβώς όταν δέναμε τα ζώα από το καπίστρι και μπορούσαμε και πηγαίναμε όπου θέλαμε, έτσι και οι συνήθειες μας τραβούν και μας πάνε εκεί που θέλουν. Αυτόν τον χρόνο του καφενείου θα τον αφιερώσω να επικοινωνώ μαζί σας μέσω της εφημερίδας. Έχω και εγώ την πείρα της ζωής, συμπλήρωσα τα 68  μου χρόνια στις 8-2-2006 ( δεν τα λέω για να με στείλετε τούρτα!!) αλλά για να μοιραστώ μαζί σας ορισμένα γεγονότα και κάποιες σκέψεις, που σαν την μέλισσα γυρίζει από δέντρο σε δέντρο και από λουλούδι σε λουλούδι και αφού πάρει το νέκταρ μας  προσφέρει το μέλι εύγεστο και θρεπτικό και έτσι και εγώ θα φέρω στο πιάτο σας μέσω της εφημερίδας, ότι πιο χρήσιμο έχω στο μυαλό μου που σκοπό έχει  να μας θυμίσει, να μας συγκινήσει, να μας προβληματίσει ,να μας κάνει να γελάσουμε  αλλά και να μας ευαισθητοποιήσει όπου χρειαστεί.

Αρκετά σας κούρασα να μιλάω για τον εαυτό μου και για να σας αποζημιώσω για την προσοχή σας μέχρι εδώ σας μεταφέρω το παρακάτω ανέκδοτο. Αναφέρεται σε Ινδιάνους άρα πρέπει να μας έχει έρθει από την Αμερική.

«Σε κάποιο χωριό των Ινδιάνων πριν από χρόνια οι χωρικοί ήθελαν να μάθουν εάν ο Χειμώνας που θα έρθει θα είναι βαρύς και με πολλά χιόνια. Ξεκίνησαν και πήγαν στο μάγο της φυλής τους και τον ρώτησαν. Τι καιρό θα κάνει? Θα είναι ελαφρύς ή βαρύς. Αυτός ζαλισμένος όπως ήτανε από βότανα που πήρε, όπως οι πυθίες στα Μαντεία αντί απάντησης τους είπε:

Κόψτε ξύλα πολλά, κόψτε καυσόξυλα όσα περισσότερα μπορείτε. Ο καιρός όμως περνούσε, οι Ινδιάνοι κόβανε ξύλα και ο καιρός δεν χαλούσε. Πήγαν και πάλι στον Μάγο οι χωρικοί για να πάρουν νεώτερες πληροφορίες. Ο Μάγος όπως και ο Παπαγάλος ,όπως θυμάστε εσείς οι μεγαλύτεροι σε κάποιο ποίημα στο αναγνωστικό του Δημοτικού, βήχει και ξεροβήχει και τι να πει τους είπε καλησπέρα. Τους είπε ότι ακριβώς και την πρώτη φορά. Κόψτε ξύλα, πολλά ξύλα. Όταν έφυγαν οι χωρικοί τον μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά και σκέφθηκε δεν πάω να ρωτήσω και κανένα επιστήμονα μετεωρολόγο να σιγουρευτώ. Μια και δυο πηγαίνει στους ειδικούς και τους ρωτάει για τον καιρό. Τότε αυτοί μου λένε. Τι λες βρε άνθρωπε; Αμφιβάλεις ότι θα έχουμε άσχημο καιρό; Δεν βλέπεις ότι οι Ινδιάνοι κοντεύουν να ξεγυμνώσουν το βουνό από τα δέντρα; Τότε ο Μάγος κούνησε το κεφάλι ότι κατάλαβε……»

Πριν κλείσω την πρώτη μας γνωριμία θα πρέπει να ευχαριστήσω αυτούς που φροντίζουν τα γράμματά μας, τα οποία πολλές φορές είναι και κακογραμμένα και δυσκολεύονται να τα καλλωπίζουν και να τα παρουσιάζουν τόσο ωραία και ευκολοδιάβαστα  στην εφημερίδα, η οποία αποτελεί τον καθρέπτη του χωριού μας. Αποτελεί τον συνδετικό κρίκο όλων των πατριωτών ειδικότερα σε μας που μένουμε μακριά και ενημερωνόμαστε για τις δραστηριότητες του Συλλόγου αλλά και για τα νέα του χωριού μας που άλλες φορές είναι ευχάριστα και άλλες δυσάρεστα.

Για όλους αυτούς τους παραπάνω λόγους όλοι μας πρέπει να συμπαραστεκόμαστε στις προσπάθειες αυτών που φροντίζουν αυτοί την εφημερίδα και φθάνει στα χέρια μας που με τόση χαρά περιμένουμε και φαντάζουμε όλοι μας. Γι’ αυτό ο καθένας από εμάς μπορεί να προτείνει να γράψει τις σκέψεις του, γεγονότα τα οποία έζησε, αναμνήσεις από το χωριό.

Στο επόμενο φύλλο της εφημερίδας έχω κι εγώ κάτι να προτείνω, κάποιες ιδέες τις οποίες το Δ/Σ του Συλλόγου μπορεί να τις βρει ενδιαφέρουσες .

Ευχαριστώ το Δ/Σ του Συλλόγου για την φιλοξενία.

 

Ευχαριστήρια επιστολή

Θέλω να ευχαριστήσω το Σύλλογο, τον πρόεδρο του Συλλόγου, το δάσκαλο Κατσιούλα Ζήση που επιμελήθηκε την παρουσίαση και όσους βοήθησαν και διαθέσανε τόσο χρόνο και τόσο χώρο στο προηγούμενο φύλλο της εφημερίδας και γράψανε την ιστορία μου σαν πρώτου μετανάστη στη Δυτική Γερμανία. Ειλικρινά, συγκινήθηκα πάρα πολύ διαβάζοντας τόσο εγώ όσο και άλλοι πολλοί που ξενιτεύτηκαν. Δεν βρίσκω λόγια να σας ευχαριστήσω όλους σας. Θέλω να σας συγχαρώ για την αγάπη που δείχνετε και τη δύναμη που έχετε και στηρίζετε αυτή την εφημερίδα και μαθαίνουμε όλα τα καλά και κακά γεγονότα της Καλλιπεύκης εμείς οι ξενιτεμένοι Καλλιπευκιώτες. Και εδώ θα ήθελα να χαιρετίσω από τα βάθη της καρδιάς μου όλους τους μετανάστες Καλλιπευκιώτες. Να είναι καλά, να είναι περήφανοι που είναι Καλλιπευκιώτες και να βοηθάνε και να στηρίζουν αυτή την εφημερίδα και τους ανθρώπους του Συλλόγου. Μέσω της εφημερίδας θέλω να χαιρετίσω τον Καστόρη Ζήση του Κανάκη στον Καναδά, τον οποίο έχω πάνω από πενήντα (50) χρόνια να τον δω. Και τον παρακαλώ, όταν πάρει το μήνυμά μου, ας με πάρει ένα τηλέφωνο γιατί ήταν πολύ καλός φίλος μου. Σας στέλνω 50 ευρώ για οικονομική ενίσχυση και σας ευχαριστώ όλους σας.

Παπαδημητρίου Δημήτριος

Λεπτοκαρυά

 

Από τον Διονύσιο Τηγανή

Χίλια τριακόσια υψόμετρο

στου Ολύμπου τα ριζά

είναι ένα γραφικό χωριό

γεμάτο ομορφιά

 

Φημίζεται για τη λεβεντιά

που έχει ιστορία

και για την εργατικότητα

χωρίς αμφιβολία

 

Κόσμος φιλόξενος καλός

είναι οι κάτοικοι του

τους διακρίνει ο χορός

για την παράδοσή του

 

Έχει και  τα νεαρά παιδιά

που ο έρωτας τα δένει

υπάρχει το κρυσφυγητό

δεν είναι άλλο από την Πατωμένη

 

Δίνω συγχαρητήρια

στον πρόεδρο του Συλλόγου

όπου εργάζεται σκληρά

με χέρια και με λόγο

 

είναι παντού πασίγνωστος

και τούτο τον τιμά

το λέω εγώ ο ποιητής

γειάσου ΤΣΙΑΠΛΕ Θωμά.

 

 

ΣΤΙΣ 18 ΦΛΕΒΑΡΗ 2006

Στη Λάρισα πέθανε ο αγαπητός μας Γκαραφλής Απόστολος του Κων/νου και της Μαρίας.

Ο Απόστόλης γεννήθηκε το 1918 στο χωριό Καλλιπεύκη Κάτω Ολύμπου.  Ήταν το τέταρτο παιδί κατά σειρά στην οικογένεια Γκαραφλή από τα πέντε παιδιά που είχανε.  Σε εκείνο το χωριό πέρασε τα παιδικά του και εφηβικά του χρόνια.  Σε εκείνη τη μικρή κοινωνία μεγάλωσε.  Σε εκείνον τον τόπο με το θαυμάσιο φυσικό περιβάλλον και από εκείνο το χωριό ο Αποστόλης είχε τις πιο πολλές αναμνήσεις.

Το 1939 πήγε και υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία.  Το 1940 στο κάλεσμα του έθνους με το ιστορικό ΟΧΙ για την υπεράσπιση της πατρίδας του από τους κατακτητές, ο Αποστόλης μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του Δημήτρη βρεθήκανε στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου πολεμώντας ηρωικά τον κατακτητή.  Στις 23-12-1940, ο αδερφός του Δημήτρης έπεσε ηρωικά νεκρός στη ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ Β.ΗΠΕΙΡΟΥ.  Βάσει τη στρατιωτική νομοθεσία ο Αποστόλης αποστρατεύθηκε(απολύθηκε) και στάλθηκε στο σπίτι του και έτσι ο Αποστόλης έγινε ο προστ΄στης εκείνης της αγροτικής οικογένειας.  Μιας οικογένειας πολύ εργατικής, νοικοκυρεμένης, τίμιας, σεμνής, απλής, σεβαστής, φιλήσυχης, φιλειρηνικής, ενωμένης και πολύ αγαπημένης.  Σε τέτοιου είδους οικογένεια μεγάλωσε ο Αποστόλης.

Από τις αρχές του 1944 και μέχρι τα τέλη του Οκτώβρη 1944. ο Αποστόλης υπηρέτησε για δεύτερη φορά την πατρίδα του.  Στο κάλεσμα της εθνικής αντίστασης κατατάχθηκε στο ΤΑΓΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥ του ΕΛΑΣ του Ολύμπου και πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά των κατακτητών Γερμανών.

garaflis

Το 1946 ο Αποστόλης παντρεύτηκε με τη Σταματή Παπαστεργίου και εκείνη από το χωριό Καλλιπεύκη από μια πολυμελή οικογένεια και πολύ καλή.  Αποκτήσανε τέσσερα παιδιά τα οποία τα μεγαλώσανε και τα σπουδάσανε με μεγάλη φροντίδα και εκείνα με τη σειρά τους παντρεύτηκαν και έκαναν οικογένειες πολύ καλές.  Από το χωριό Καλλιπεύκη ο Αποστόλης κατέβηκε στη Λάρισα και δούλεψε σαν εργάτης σε διάφορες επιχειρήσεις από όπου και συνταξιοδοτήθηκε.  Ο Αποστόλης ήταν εξοπλισμένος και με ένα σημαντικό προσόν, αυτό της εργατοκότητας(ήταν πολύ εργατικός).  Είχε καλό νοικοκυριό στο χωριό Καλλλιπεύκη και έκανε και στη Λάρισα καλό νοικοκυριό.

Αυτό αποδεικνύει πως ο Απόστόλης δεν ήταν μόνο καλός ΑΓΡΟΤΗΣ στην Καλλιπεύκη αλλά και καλός εργάτης στη Λάρισα.

Ήταν καλός σύζυγος, καλός πατέρας, καλός πεθερός και καλός παππούς.  Ήταν ειλικρινής και πολύ μπεσαλής.

Νομίζω πως όλη του η ζωή κυλούσε κοινωνικά, πολύ ομαλά και φυσιολογικά έχοντας ένα τέλος στη ζωή του, στα 88 χρόνια του, όπως του άξιζε!

Μια απόδειξη αγάπης, εκτίμησης, σεβασμού και λατρείας.  Για να συνοδέψουν τον Αποστόλη στο τελευταίο του μεγάλο ταξίδι χωρίς επιστροφή ήταν: τα παιδιά του με τις οικογένειες τους, όλοι οι συγγενείς του, φίλοι, γνωστοί, χωριανοί και πολλοί άλλοι.

Έτσι είναι κοινωνικά, ανθρώπινα και με τους νόμους και κανόνες της φύσης.  Άλλωστε και ο θάνατος είναι ένα μέρος της ζωής..

Με περηφάνια μπορούμε να πούμε πως ο Αποστόλης εκπλήρωσε στο ακέραιο την κοινωνική του αποστολή σε αυτή τη γη.

Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σκεπάζει τον Αποστόλη, αυτής της γης εδώ στην Θεσσαλία, που τόσο πολύ αγάπησε, λάτρεψε και αγωνίστηκε….

Αιωνία μνήμη στον Αποστόλη

ΑΜΗΝ

Λάρισα 23-02-2006

Κούσιος Απόστολος

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ