ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΖΗΣΗ ΚΑΤΣΙΟΥΛΑ
Το τελευταίο γράμμα – Καλλιπεύκη 1-9-2000
Στον θείο μου, Τριαντάφυλλο Μαντά (Ντάπο), Τοτόντο
Πολυαγαπημένε και μακαριστέ, θείε μου Τριαντάφυλλε, γεια σου. Σου στέλνω το τελευταίο γράμμα μου και πιστεύω από εκεί ψηλά που βρίσκεσαι να «βλέπεις και να διαβάζεις». Και αν πάλι αυτό δεν είναι δυνατόν, σου γράφω γιατί το έχω ανάγκη, για να διαβάσουν οι συγγενείς και οι φίλοι σου, για να σε κάνω ένα πνευματικό μνημόσυνο προς ανάπαυση της ψυχής σου. Αγαπημένε μου θείε, πάνε πολλά χρόνια από τότε που σου έχω γράψει το προτελευταίο μου γράμμα. Ήμουν μαθητής του γυμνασίου ακόμα. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια και ο χρόνος κύλησε σαν νερό. Και τώρα έφτασε η ώρα για το τελευταίο γράμμα.
Αγαπημένε μου θείε, το 1963, όταν ήμουν εφτά χρονών παιδί, αποφάσισες κι εσύ να αφήσεις το χωριό και να ξενιτευτείς στο μακρινό Τορόντο του Καναδά. Έφυγες αρραβωνιασμένος με την θεία την Παγώνα και πήγατε εκεί για καλύτερη ζωή. Κάνατε οικογένεια και τα χρόνια άρχισαν να κυλούν, φύγατε και κάνατε προκοπή και οικονομία για να ξαναγυρίσετε κάποια ώρα στην πατρίδα. Όμως το όνειρο της επιστροφής για τους περισσότερους από εσάς δυστυχώς θα μείνει για πάντα όνειρο. Κι εσύ θείε, έφυγες από τον μάταιο ετούτο κόσμο, και όχι μόνο δεν είδες το όνειρό σου μα γίνεται πραγματικότητα, αλλά έφυγες και με διπλό καημό. Εσύ θείε είσαι ο μοναδικός ίσως Καλλιπευκιώτης που ποτέ δεν ήρθες με άδεια στην πατρίδα. Πάντα το ανέβαλλες και πάντα περίμενες αυτή την ώρα, όμως η αρρώστια σε καθήλωσε τα τελευταία χρόνια και δεν πρόλαβες να δεις την «Ιθάκη» έστω και από μακριά. Τον ίδιο καημό είχαμε και εμείς θείε, που μείναμε εδώ και δεν μπορέσαμε να ανταμώσουμε. Πέρασαν 41 ολόκληρα χρόνια με άφησες παιδί και τώρα δεν μπορέσαμε να ανταμώσουμε. Όλα θολά στο μυαλό μου; Όμως η αλήθεια είναι ότι στα τέλη του περασμένου Ιουλίου, έφυγες για πάντα από τούτη τη ζωή, στα 73 σου. Θα θυμάμαι την βροντερή σου φωνή που γνώρισα μόνο από το τηλέφωνο. Θα θυμάμαι τα χάδια και τα πειράγματά σου όταν μικρό με κρατούσες στην αγκαλιά σου, με καμάρωνες και με χόρευες και όλοι θείε θα σε θυμούνται για τα ατέλειωτα αστεία σου και την καλή καρδιά σου.
Αυτό το διαπίστωσαν όλοι οι Καλλιπευκιώτες που πέρασαν από το σπίτι σου εκεί στον Καναδά. Και δόξα τον θεών, το σπιτικό σου ήταν πάντα γεμάτο και ανοιχτό για όλους. Γι αυτό την ώρα που έφευγες για το στερνό σου ταξίδι εκατοντάδες ή και χιλιάδες ήταν αυτοί που σε ξεπροβόδισαν συγγενείς γνωστοί και φίλοι και όλα έγιναν όπως έπρεπε.
Η άξια σύντροφός σου και τα καλά παιδιά σου στάθηκαν στο ύψος του.
Θείε το ξέρω. Έφυγες με καημό που δεν είδες καθόλου την πατρίδα. Όμως, ο πόνος μετριάζεται γιατί είχες κοντά σου την οικογένειά σου τα περισσότερα από τα πέντε αδέλφια σου τους πολλούς συγγενείς και φίλους σου. Θείε έστω και τώρα με την πρώτη ευκαιρία θα σου στείλω λίγο κρύο νερό από την Βρυσοπούλα και λίγο χώμα από την αυλή του πατρικού σου για να το ρίξουν στο μνήμα σου. Το μεν νερό να σε δροσίζει, το δε χώμα αυτό που πρωτοπάτησες και αγάπησες αυτό που ήθελες να ξαναπατήσεις και να φιλήσεις να σε σκεπάζει ελαφρά στον αιώνιο ύπνο σου.
Πολυαγαπημένε μου Θείε ο καλός θεός να αναπαύσει την ψυχή σου και δώσε τα χαιρετίσματα» σε όλους τους συγγενείς και τους χωριανούς μας, Η σκέψη μας θα είναι πάντα κοντά σου. Αιώνια να είναι ή μνήμη σου.
Σε χαιρετώ ο ανιψιός σου Ζήσης Κατσιούλας.
Υστερόγραφο: Θείε όλους τους ηλικιωμένους στο χωριό που σε θυμούνταν τους κέρασα έναν καφέ για να σε συγχωρέσουν.