ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ

Οι ελπίδες και τα όνειρα πεθαίνουν στην ξενιτιά

Στις δεκαετίες του 50 και του 60 πολλοί συ­μπατριώτες μας ήταν αυτοί που πήραν τα μά­τια τους και έφυγαν με ελπίδες και όνειρα για την ξενιτιά, προκειμένου να καζαντίσουν και να επιστρέψουν μια μέρα στην πατρίδα. Όμως, οι περισσότεροι γελάστηκαν. Έκαναν εκεί οικογένειες, τα παιδιά τους μεγά­λωσαν και ξαφνικά, διαπίστω­σαν πως δεν μπορούν να επιστρέψουν. Και έτσι οι ελπίδες και τα όνειρα τους άρχισαν να πεθαίνουν στην ξένη γη, μαζί με τα πρόσωπα.

Έτσι σήμερα, αρκετοί είναι οι συγχωριανοί μας που έμειναν για πάντα εκεί, χωρίς γυρισμό πλέον. Οι περισσότεροι από αυ­τούς, είχαν κοντά τους την οικογένεια τους, συγγενείς και συγ­χωριανούς.

Το ίδιο, όμως, δε συνέβη και με τον αγαπημένο μας συμπατριώτη Δημήτριο Μητσιόπουλο (Τάκη Μητσέλα), που πέ­θανε στην εσχατιά της γης, στη μακρινή Αυστραλία, με μόνη συντροφιά τη Γερμανίδα γυναίκα του και τα δύο παιδιά του. Ακόμη και οι ελάχιστοι συγγενείς και πατριώτες που ζουν στο Σίδνεϊ δεν μπόρεσαν να παραβρεθούν στις τελευταίες στιγμές της ζω­ής του. Και το χειρότερο, μάνα, αδέρφια και συγγενείς, τον έ­κλαιγαν στο χωριό, μια και ήταν αδύνατο να πάνε στη μακρινή αυτή χώρα.

Ο Δημήτρης ξενιτεύτηκε στη Γερμανία το 1965 περίπου, όπου παντρεύτηκε Γερμανίδα με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, ένα γιο και μια κόρη. Αλλά η Γερμανία δεν τους «χώρεσε» και έφυγαν για τη μακρινή Αυστραλία. Τα τελευταία χρόνια τα εγκεφα­λικά που έπαθε, τον άφησαν ανάπηρο και άλαλο. Πήγαν στην Αυστραλία η μάνα του στα βαθιά γεράματα και ο αδερφός του και τον είδαν. Και πέρυσι, που, είχε συνέλθει λίγο, πήρε την απόφαση να έρθει, για τε­λευταία φορά. Είδε την 89χρονη μάνα του, τ’ αδέρφια του και τους συγγενείς του. Επέστρεψε και μετά από ένα χρόνο, κοντά στη γιορτή του Προφήτη Ηλία του περασμένου Ιουλίου, έφυγε για πάντα σε ηλικία 58 ετών, χωρίς η μάνα να μπορέσει να τον κλάψει από κοντά, Γι’ αυτό και ο πόνος της είναι αβάσταχτος. Γι’ αυτό κι εμείς ως Μορφωτικός Σύλλογος, επειδή πονούμε και συμμετέχουμε στο πένθος, όχι μόνο του Δημήτρη και του Τριαντάφυλλου Μαντά, που πέθανε και αυτός στο Τορόντο σε μία εβδομάδα με το Δημήτρη αλλά και όλων των ξενιτεμένων παιδιών μας, που πέθαναν και έ­μειναν για πάντα εκεί, κάνουμε πνευματικό μνημόσυνο χαρίζο­ντας τους τα παρακάτω δημοτι­κά τραγούδια (ξενιτιάς – μοιρολόγια), που ταιριάζουν για την περίπτωση.

mitsiopoylos

Κλείνοντας, θέλουμε να συλλυπηθούμε τις οικογένειες του Δημήτρη Μητσιόπουλου κα του Τριαντάφυλλου Μαντά. Ελαφρύ να είναι το ξένο χώμα που τους σκεπάζει και τους φιλοξένησε τόσα χρόνια και ο καλός θεός να αναπαύσει τις ψυχές τους, που με καημό έφυγαν από αυτό το μάταιο κόσμο. Αιωνία να είναι η μνήμη σας αγαπημένα μας αδέρφια.

 

ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ 

-Η Ελευθερία Κων/νου Δούκα σύζυγος Δημ. Κολώνα, γέννησε το 1ο παιδί αγόρι (Γόννοι).

-Η Δέσποινα Δημ. Καραδούκα, σύζυγος Γιάννη Παπαϊωάννου, γέννησε το 2ο παιδί κορίτσι.

-Η Φάνη Ντάσιου σύζυγος του Φώτα Θωμά, γέννησε το Ιο παι­δί κορίτσι.

 

ΘΑΝΑΤΟΙ 

-Ο Τριαντάφυλλος Μαντάς (Ντάπος) του Κων/νου και της Σταματίας, ετών 73 (Καναδάς).

T_Mantas

-Ο Δημήτρης Μητσιόπουλος (Μητσέλας) του Ιωάννη και της Ε­λισάβετ, ετών 58 (Αυστραλία).

-Η Μαρία Παντέλα το γένος !ωάν. Παπαδημητρίου, ετών 80 (Α­μπελώνας).

-Ο Καρατόλιος Ελευθέριος του Μιχαήλ, ετών 59.

-Η Στέλλα Ιακωβίδου, κόρη του Χρήστου Γιαννάκη, ετών 59 (Γιάννουλη).

 

ΓΑΜΟΙ 

-Η Γκέτσιου Παναγιώτα του Χρήστου και της Μαρίας με το Μα-νώλη Καρρά από τη Νομή Τρικάλων.

-Η Φάνη Ντάσιου του Γεωργίου και της Ντίνος με το Φώτα Θωμά από την Καρδίτσα.

-Η Σταυρούλα του Ιωάννη Μαντά και της Μαρίας Παπαϊωάννου με τον Τζίμο Παναγιώτη του Γεωργίου από την Κοζάνη (Σίδνεϊ—Αυ­στραλίας).

-Η Αγγελική Καστανιώτη, κόρη της Σταματίας Μούργκα, με τον Κωνσταντίνο Μαλακό από τη Λάρισα.

dasios

Η Φάνη Ντάσιου με το σύζυγο της Θωμά την ημέρα του γάμου τους

S_Manta

Στις 21 Φεβρουαρίου 2004 τέλεσαν τους γάμους τους η δική μας Σταυρούλα Μαντά και ο Τζίμος Παναγιώτης. Ο γάμος έγινε στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας.

 

Τραγούδια της ξενιτιάς – μοιρολόγια

Βάλε μάνα μ’ και ζύμωσε 

Βάλε μάνα μ’ και ζύμωσε αφράτο παξιμάδι

κι ετοίμασε τα ρούχα μου στην ξενιτιά να πάω.

Με πόνο βάνει το νερό, με δάκρυα κοσκινίζει,

παρακαλούσε κι έλεγε, παρακαλάει και λέγει:

-Κύργιε μ’, ν’ αργήσει το ψωμί, να μην καεί ο φούρνος,
για να κινήσουν τα παιδιά, να παραμείνει ο γιος μου.
Η ξενιτιά είναι κακή, δε θέλω εγώ να φύγει
γιατί μπορεί στην ξενιτιά παντοτινά να μείνει.

 

Βoλιούμαι μια βολιούμαι δυο 

Βολιούμαι μια, βουιούμαι δυο, βολιούμαι τρεις και πέντε
βολιούμαι να ξενιτευτώ πολύ μακριά στα ξένα.
Όσα βουνά κι αν διάβηκα όλα τα παραγγέλλω,
βουνά να μη χιονίσετε, κάμποι μη παχνιστείτε,
ώσπου να πάω και να ‘ρθω και πίσω να γυρίσω.
Κι αυτά βρέξαν και χιόνισαν, κάμαν βαρύ χειμώνα
κι έπιασαν ξένες αδερφές και ξένες παραμάνες,
ξένες με πλέν’ τα ρούχα μου, ξένες και τα μπαλώνουν.
Τα πλένουν μια, τα πλένουν δυο, τα πλένουν τρεις και πέντε
κι από τις πέντε κι ύστερα τα ρίχνουν στο σοκάκι.
-Πάρε, ξένε, τα ρούχα σου, πάρε και τα σκουτιά σου
να πας ξένε στον τόπο σου, να πας στην αδερφή σου.
Εδώ τον ξένο δεν τον κλαιν’, ουδέ τον παραχώνουν.
Εδώ το χώμα είν’ ακριβό κι η πέτρα αγορασμένη.

 

Εψές προψές επέρασα

Εψές προψές επέρασα από τη γειτονιά σου
κι άκουσα τη μανούλα σου μαύρα δάκρυα που ρίχνει
για τον υγιό της τον καλό που ήταν πλαϊασμένος.
Ο χάρος τον ακάλεσε πολύ μακριά στα ξένα.
Μέρα και νύχτα έκλαιγε, μέρα και νύχτα κλαίει
μα τον υγιό της δεν μπορεί πίσω για να τον φέρει.

 

Βαλαντωμένη μου καρδιά

Βαλαντωμένη μου καρδιά και πικραμένα χείλια
φορές με κάνεις και γελώ, φορές με βαλαντώνεις,
φορές αρρώστιες δίνεις με και κίνδυνο μεγάλο,
κάναν δεν έχω να το πω και να το μολογήσω.
Για να το πω τη μάνα μου εγώ μάνα δεν έχω,
για να το πω τ’ αδέρφια μου, εγώ αδέρφια δεν έχω,
για να το πω σε μια ερημιά χορτάρι δε φυτρώνει.
Κι αν θα φυτρώσει σε μεριές κι αυτό μαραγκιασμένο
το τρών’ τα λάφια και ψοφούν, τ’ αρκούδια και ημερεύουν.
Να το ‘τρωγε κι η μάνα μου εμένα να μην κάνει
να με τραβάει τα ντέρτια μου και τα παράπονα μου.

Πέφτει ο νιος κι αρρώστησε

Πέφτει ο νιος κι αρρώστησε βαριά για να πεθάνει
Γυρεύει νερό απ’ τον τόπο του και μήλα απ’ τη μηλιά του,
γυρεύει και μοσχοστάφυλο από την κληματαριά του.
Τον άκουσαν τρεις αρχόντισσες και τρεις αρχοντοπούλες
η μια τον πάει το νερό κι η άλλ’ τον πάει το μήλο
κι η τρίτη η μικρότερη του πάει το μοσχοστάφυλο.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ