Οι πρώτοι Καλλιπευκιώτες μετανάστες στη Γερμανία
Οι πρώτοι Καλλιπευκιώτες μετανάστες στη Γερμανία ήταν ο Δημήτριος Παπαδημητρίου του Ζαφείρη και ο Μττουρονίκος Χρήστος του Αστερίου, το έτος 1959. Ο Χρήστος σήμερα βρίσκεται στον Καναδά, όπου ζει με την οικογένεια του. Ο Δημήτριος ζει και αυτός οικογενειακά στη Λεπτοκαρυά, όπου πριν μερικά χρόνια είχε εστιατόριο με το γαμπρό του Γιάννη Πατουλιά.
Το μαγαζί του έγραψε ιστορία όσο το λειτουργούσαν αυτοί και όλοι οι Καλλιπευκιώτες περνούσαμε από εκεί για έναν καφέ και για την ωραία ατμόσφαιρα. Τα χρόνια όμως πέρασαν. Οι καιροί άλλαξαν, ο καλαμπουρτζής μπάρμπα – Γιάννης μας άφησε και ο Μήτσος της Ηράκλειας, όπως τον ξέρουμε οι περισσότεροι, είναι συνταξιούχος. Το μαγαζί το έδωσαν σε κάποιον άλλον να το δουλεύει, ενώ ο ίδιος ασχολείται με ενοικιαζόμενα δωμάτια. Κάπου – κάπου περνούμε από εκεί και τα λέμε. Τις περασμένες Αποκριές πάλι ανταμώσαμε και αυτή τη φορά τα είπαμε για τα καλά. Μας άνοιξε την καρδιά του και μας μίλησε με νοσταλγία και περηφάνια για τα περασμένα, αλλά κυρίως για τα χρόνια που ήταν μετανάστης. Μας τα εξιστόρησε όλα από την αρχή και ας παρακολουθήσουμε τα όσα μας είπε. Πραγματικά έχουν μεγάλο ενδιαφέρον.
«Προτού να μεταναστεύσω, γύρισα όλα τα βουνά και άφησα τα ρούχα μου στα έλατα μαζεύοντας οξό από τα έλατα. Φτώχεια μεγάλη, αλλά και όρεξη για ζωή. Το χωριό δε με κρατούσε και αποφάσισα να ξενιτευτώ. Ήμουν ο πρώτος μετανάστης στη Δυτική Γερμανία. Πήγα σαν τουρίστας με παπούτσια αλβανικά, παντελόνι Μάλτας και για βαλίτσα χρησιμοποίησα ένα τσουβάλι από λινάτσα που έβγαζε κάργα τρίχες. Και όλα αυτά λόγω έλλειψης χρημάτων.
Αγαπητοί πατριώτες Καλλιπευκιώτες, μετανάστες σε όλα τα μέρη της γης, ο καθένας σας έχετε τη δική σας περιπέτεια όπως κι εγώ. Και σήμερα αποφάσισα να σας γράψω την περιπέτεια μου σαν τουρίστας με τον τροβά για τη Γερμανία στις 13 Δεκεμβρίου 1959. Ξεκινήσαμε με μια σύσταση που είχαμε από δύο αδέρφια του Δημ. Γερομιχαλού από την Άνω Σκοτίνα. Ήταν Οκτώβριος μήνας και είχε μια μέρα όλο ομίχλη, δεν έβλεπες το δάκτυλο σου.
Ξεκινήσαμε με το Χρήστο το Μπουρονίκο, τον ξάδερφο μου και πήγαμε στο Νεράκι στα σύνορα Καλλιπεύκης – Σκοτίνας, μέσα στο δάσος για να βρούμε το Γερομιχαλό. Φωνάζαμε μέσα στο αχανές δάσος να μας ακούσει. Και θυμάμαι τι λέγαμε τότε με το Χρήστο: «Αυτή η αντάρα θα φέρει μια μέρα με ήλιο και ξαστεριά», και όπως έφερε, καλές μέρες στη ζωή μας και στο μέλλον μας.
Τέλος πάντων, βρήκαμε το Γερομιχαλό, πήραμε τη σύσταση και ετοιμαζόμαστε τέσσερα παιδιά για να φύγουμε. Εγώ, ο Χρήστος, ο Ζήσης Καστόρης του Κανάκη και ο μακαρίτης ξάδερφος μου Κώστας Παπαδημητρίου η Γιαννούλας.
Ξεκινήσαμε να πάμε στη Ραψάνη να βγάλουμε φωτογραφίες για τα διαβατήρια. Φωτογράφος ήταν ο γνωστός Γιαννούλας, αλλά αυτός είχε πάει στην Αιγάνη όπου γινόταν πανηγύρι. Πήγαμε τότε ποδαρόδρομο ως την Αιγάνη. Εκεί βγάλαμε φωτογραφίες και γυρίσαμε στο χωριό. Εκεί όμως, μετάνιωσαν ο Ζήσης και ο Κώστας και μείναμε ο Χρήστος και εγώ. Ειλικρινά, αγανακτισμένος, απελπισμένος, άφραγκος και ψύχραιμος, είπα η φτώχεια δεν υποφέρεται άλλο. Και τότε λέγω στο Χρήστο: Ή με ακολουθείς ή φεύγω μόνος μου. Τελικά, με ακολούθησε και κατεβήκαμε στη Λάρισα να βγάλουμε διαβατήρια. Εκεί παρουσιάστηκαν άλλα εμπόδια. Η Νομαρχία δεν ήθελε να μας βγάλει χαρτιά, διότι έδιναν μόνο για σπουδές, αλλά τελικά τα καταφέραμε και μας έδωσαν τα διαβατήρια μετά από δύο εβδομάδες.
Χρήματα δεν υπήρχαν και όσο να ετοιμαστούν τα χαρτιά καθόμασταν στη Λάρισα και τρώγαμε μια φορά την ημέρα, μόνο μεσημέρι, σε ένα εστιατόριο που το έλεγαν «Μοράνο», αν θυμάμαι καλά. Τα βράδια κοιμόμασταν στο Αλκαζάρ και επειδή ο Χρήστος κάπνιζε πάρα πολύ, τον μάζευα γόπες για να καπνίσει. Ευτυχώς εγώ δεν κάπνιζα.
Πήγαμε πάλι στο χωριό για να ετοιμαστούμε, αλλά χρήματα δεν υπήρχαν. Τότε ο μακαρίτης ο πατέρας μου, πήρε προκαταβολή από το γαλατά το Ζαρογιάννη 3.000 δρχ. που ήταν ακριβώς 100 δολάρια Αμερικής. Αυτά έπρεπε να τα φυλάξουμε σαν κόρη οφθαλμού προκειμένου να περάσουμε από τα σύνορα Αυστρίας – Γερμανίας. Είχαμε και κάτι ψιλά να κινηθούμε κατά το ταξίδι.
Ξεκινήσαμε από την Καλλιπεύκη για Λεπτοκαρυά με τα πόδια, αλλά εδώ αρχίζουν και τα δύσκολα. Ο Χρήστος που ήταν ράφτης στο επάγγελμα και μεγαλύτερος μου, επειδή ντρεπόταν, δε θέλει να πάρει καθόλου το τσουβάλι – λινάτσα, τη βαλίτσα μας όπου είχαμε τα μάλλινα ρούχα. Τότε εγώ σαν μικρότερος, αναγκάστηκα να το κουβαλήσω από την Καλλιπεύκη ως τη Σκοτίνα και τη Λεπτοκαρυά. Από εκεί θα παίρναμε το τρένο για τη Θεσσαλονίκη.
Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη και πήγαμε να βγάλουμε εισιτήριο. Εκεί μας είπαν ότι πρέπει να βγάλουμε και βίζα από το προξενείο της Γιουγκοσλαβίας. Ήταν, θυμάμαι, ημέρα Παρασκευή και οι Γιουγκοσλάβοι είχαν εθνική γιορτή. Δεν δούλευαν, και τη βίζα θα την παίρναμε τη Δευτέρα. Πάλι δυσκολίες, στενοχώρια. Και σαν να μην έφταναν αυτά, ο Χρήστος θέλει τσιγάρα πάλι και δε θέλει να φάμε μια μακαρονάδα να σταθεί λίγο η ψυχή μας. Τον παίρνω, λοιπόν, να ψάξουμε για γόπες περπατώντας όλη νύχτα μέσα στους δρόμους. Εκεί που δεν ξέραμε κατά πού πέφτει η Θεσσαλονίκη, τη μάθαμε απέξω. Εκεί στη Θεσσαλονίκη πρωτο – φορέσαμε γραβάτα κάτω από μια λάμπα πεζοδρομίου. Έπρεπε να φοράμε γραβάτα γιατί στα διαβατήρια μας είχαμε δηλώσει τουρίστες και όχι εργάτες.