Οι τελευταίοι των παραδοσιακών κτηνοτρόφων
Τα χρόνια περνούν και οι εποχές αλλάζουν σε όλα τα πράγματα. Το ίδιο και στην κτηνοτροφία. Οι παλαιοί παραδοσιακοί τσοπάνοι που έμεναν στο ύπαιθρο σε πρόχειρες καλύβες από σάλομα, σχεδόν εξαφανίστηκαν. Τα γαϊδουράκια με τους κρεμασμένους ματαράδες, τα τροβάδια, τα καρδάρια και τα πανωσάμαρα μαλλιότα, έχουν γίνει και αυτά εικόνα του παρελθόντος. Όμως, παρόλο που όλα έχουν αλλάξει και οι κτηνοτρόφοι μας έχουν πλέον καινούργιες συνήθειες και συστήματα, εντούτοις, μερικοί επιμένουν να ζουν όπως τον παλιό καλό καιρό, «αγνοώντας την πρόοδο» του σημερινού κόσμου και πηγαίνοντας κόντρα στον «πολιτισμό». Τέτοιοι είναι και δυο Καλλιπευκιώτες, τα αδέρφια Ιωάννης και Κων/νος Μπουρονίκος του Αστερίου, που ακόμη αντέχουν στο χρόνο και θέλουν να πηγαίνουν κόντρα στις αλλαγές. Ο Γιάννης γεννήθηκε το 1928 και σήμερα, 2006, είναι 78 χρόνων. Ο Κώστας, ο Κουτσιαρής, όπως τον ξέρουν οι μεγάλοι, είναι γεννημένος το 1930 και μπήκε φέτος στα 76 του. Αν και γέρασαν στην «πατλιά», εντούτοις τα κότσια τους το λένε ακόμη και δεν ξέρουν ως σήμερα τι θα πει φάρμακο και γιατρός. Σαν τα αγρίμια ακολουθούν τα γίδια τους και δεν καταλαβαίνουν από κούραση. Αυτούς, λοιπόν, τους τελευταίους από τους παραδοσιακούς κτηνοτρόφους της Καλλιπεύκης, τους επισκεφτήκαμε το περασμένο καλοκαίρι στη Δουριανή όπου έβοσκαν τα γίδια τους (20-8-2005). Μπήκαμε στην πρόχειρη καλύβα τους που ήταν φτιαγμένη από νάυλον και κλαδιά. Για στρώμα τους είχαν δυο χάρτινες σακούλες και ένα παλιό κλεφτοφάναρο κρεμόταν από μια φούρκα που τους έφεγγε το βράδυ. Όλα ταπεινά και μαζί «πολύ πλούσια» γι’ αυτούς. Μαλλιότα δεν είδαμε γιατί τα τελευταία που είχαν, έλιωσαν και ξεσχίστηκαν από τις ζίγρες και καινούρια δεν «βγάζει το εργοστάσιο».
Σε λίγο το κοπάδι της γδούρας φάνηκε πάνω στο Πετρωτό και ακούστηκαν «χουϊάγματα». Ο ήλιος είχε βασιλέψει πίσω από τις κορυφές της Αγίας Τριάδας και οι σκιές από τα πιξάρια και τις καστανιές είχαν χαθεί και αυτές. Οι δυο μας φίλοι σε λίγο θα οδηγούσαν τα ζωντανά στο γρέκι για άρμεγμα. Θα τους βοηθούσαν τα παιδιά τους, ο Στέργιος και ο Γιάννης. Σ’ αυτό το μεσοδιάστημα συναντηθήκαμε σ’ ένα μικρό ξέφωτο και μπορέσαμε να πούμε πολλά πράγματα, τόσο για το παρελθόν, όσο και για το σήμερα. Μας άνοιξαν την καρδιά τους και άρχισαν την κουβέντα. Λαλίστατος ο μπαρμπα-Γιάννης, καλός και ο μπαρμπα-Κώστας ο οποίος άφησε στον μεγαλύτερο αδερφό (από σεβασμό) να κάνει την αρχή.
«Γεννήθηκα το 1928, παντρεύτηκα το 1959 με τη Νίτσα Δουλαπτσή, αποκτήσαμε δυο παιδιά αλλά πριν λίγα χρόνια την έχασα τη μακαρίτισσα. Από 16 χρονώ είμαι στα γίδια αλλά μεγάλο κοπάδι κάναμε από το 1950. Το μαντρί το είχαμε και το έχουμε ακόμη στη Γκανή. Εδώ στη Δουριανή βγαίνουμε τα καλοκαίρια. Θυμάμαι ότι μεγάλοι τσελιγκάδες ήταν τότε ο Στέργιος ο Μιχαήλ (ο παππούς ο Γιργουλής), όπως τον ξέρουν όλοι, ο Νάσιος ο Μαντάς, τα αδέρφια Γεώργιος και Κανάκης Καστόρης, ο Αγοραστός Καραμπατής και άλλοι. Πήγα στο σχολείο μόνο τρεις τάξεις και δάσκαλο είχαμε τον Λαφαζάνη. Θυμάμαι ότι πήγαινα μαζί με τον Βαγγέλη Γκαμπούρα και τον Ζαφείρη Αντωνίου που χάθηκε στο Γράμμο με την παλιοκατάσταση. Πιστεύω πολύ στο Θεό και την Παναγία. Μεγάλο τ’ Όνομά τ’.
Τα παλιά τα χρόνια έβγαιναν και φαντάγματα. Μία χρονιά, εκεί στη Λάκα του Πασχάλη είχαμε τα γίδια. Στο κοπάδι μας είχε δυο γίδες και ο πατέρας του Γιώργου του Γιαννούλα. Μία μέρα είχε γεννήσει η μία και πήγαμε να την βρούμε με τον πατέρα του Γιώργου. Εκεί χτυπούσε ένας θόρυβος σαν δερμάτι. Φοβηθήκαμε και φύγαμε. Ήταν δαιμονικά. Σ’ αυτό ακριβώς το μέρος, δίπλα σε ένα ελάτι, ο Γιάννης ο Τσιάτσιος είχε βρει έναν σκοτωμένο και φαίνεται έβγαινε το φάνταγμά του. Άλλη μια φορά πήγαινα στις Βρύσες για τα γίδια. Όταν έφτασα κοντά στα Γεφυρούλια, αριστερά πάνω στη βρύση του Ντούλη, σηκώθηκε ένα φως. Ήταν φλόγα που σηκώνονταν επάνω. Τι να ήταν άραγε; Κι άλλη φορά πήγαινα στα γίδια και περνούσα μέσα από το Βάλτο. Βγήκε τότε κάτι σαν φωτιά, χώθηκε μέσα στο Βάλτο και κατέβηκε ως το Λαγούμι. Αλλά και εκεί στη Βρύση Τρανή, πίσω από το σπίτι μας στο χωριό, στην αστρέχα του Γιαννούλα έβγαινε ένα φάνταγμα, ένας άνδρας στα άσπρα ντυμένος. Εκεί λένε είχε σκοτωθεί κάποιος στο δεύτερο αντάρτικο. Αυτό το φάνταγμα το είδε και ο μακαρίτης ο Τσέλιος ο Δούκας όταν αρραβωνιαζόταν ο Γιάννης ο Πατούλιας με τη Μαρία του Ζαφείρη του Παπαδημητρίου που είχαν το σπίτι ακριβώς πάνω από τη βρύση. Ο μπαρμπα-Τσέλιος πήγαινε να ταΐσει τα πράματα γιατί αυτοί ήταν στον αρραβώνα και μόλις το είδε το χτύπησε και αυτό πέταξε φωτιές. Τότε φοβήθηκε, γύρισε πίσω και πήγε πάνω από τους Γκαβουτσκάδες. Το ίδιο φάνταγμα το είδε και ο Μήτσιος ο Μαυροντήμος. Ακόμα έβγαινε φάνταγμα και δω απέναντι στου Ρακούπ σαν φωτιά».
Έβγαινε κάθε Σάββατο, μολογούσε ο Γιάννης ο Τσιάτσιος, συμπλήρωσε και ο μπαρμπα-Κώστας ο οποίος πήρε στη συνέχεια το λόγο και είπε. «Εγώ γεννήθηκα το 1930, παντρεύτηκα με τη Μαρία Μιχαντά και έχουμε τρία παιδιά. Από την κόρη μου την Αγγέλα που πήρε το Στέργιο το Μιχαήλ, έχω και τρία εγγόνια (σήμερα τέσσερα). Στα γίδια είμαι από το 1953 περίπου και μια ζωή είμαστε μαζί με τον αδερφό μου. Εδώ στη Δουριανή, λίγο παραπέρα και κάτω όπως βλέπουμε τη θάλασσα, είναι το Γκουντρουσιώτικο. Όπως μολογούσε ο Γιάννης ο Μητσέλας (Μητσόπουλος Ιωάννης), σ’ αυτό το μέρος ήταν χωριό. Αλλά έπεσε η κακιά αρρώστια της πανούκλας και οι άνθρωποι έφυγαν και ζήτησαν να καθίσουν στη Σκοτίνα και στη Λεπτοκαρυά αλλά εκεί δεν τους δέχτηκαν και ήρθαν στο δικό μας το χωριό. Οι δικοί μας τους δέχτηκαν και γι’ αυτό δικαιούμασταν το μέρος ως τη θάλασσα. Μετά, όμως, το 1950 μας το πήραν ως τη Ζλιάνα εκεί που σμίγουν τα ρέματα. Η Σκοτίνα ήθελε να μας φέρει τα σύνορα ως εδώ πάνω τη Δουριανή αλλά οι Ζιριώτες (Καλλιπευκιώτες) έβαλαν μάρτυρες έναν από τη Λεπτοκαρυά και έναν Πατσιαβούρα από τους Γόννους νομίζω. Ο δικαστής ήρθε να δικάσει εδώ επί τόπου και οι μάρτυρες είπαν ότι τα μέρη αυτά τα νοίκιαζαν από την Καλλιπεύκη με συμβόλαια φτιαγμένα στη Ραψάνη για να βοσκούν τα κοπάδια τους. Την ημέρα που γινόταν το δικαστήριο χτυπούσαν οι καμπάνες και όλο το χωριό κατέβηκε εδώ κάτω.
Αν και τα χρόνια πέρασαν και γεράσαμε, δεν μας κάνει η καρδιά να πουλήσουμε το κοπάδι. Είμαστε ευχαριστημένοι από τη ζωή που κάναμε. Είναι αλήθεια ότι κουραστήκαμε μια ζωή και πρέπει να τα δώσουμε, αλλά η ψυχή δεν θέλει, πονάει η καρδιά μας. Θα συνεχίσουμε και όσο αντέξουμε…».
Αυτά και άλλα πολλά μας είπαν οι δυο καλοί φίλοι και συγχωριανοί, οι τελευταίοι των παραδοσιακών κτηνοτρόφων. Μαζί τους η κουβέντα ήταν απολαυστική. Εντύπωση μας έκανε το δυνατό μνημονικό τους. Θυμούνταν πολλά γεγονότα και πρόσωπα. Μαζί τους ούτε ραδιόφωνα έχουν, ούτε ρολόγια. Και όμως, πολλά γνωρίζουν και για τα σημερινά πράγματα. Το μυαλό τους είναι πεντακάθαρο παρά το περασμένο της ηλικίας τους. Το σώμα τους υγιέστατο, αδύνατοι και ασκητικοί. Δεν ξέρουν από μπάνια και περιποιήσεις. Η απλή και ασκητική ζωή τούς ικανοποιεί. Κι έτσι, μακριά από τον κόσμο, δεν γνωρίζουν από μίσος και έχθρες. Έχουν αγαθή ψυχή και από το στόμα τους, αν και είναι αγράμματοι, πολλές σοφές κουβέντες θ’ ακούσεις, αλλά και ιστορικά γεγονότα θα μάθεις. Πολλά μας είπαν αλλά σε ένα θα σταθούμε. Και ο κάθε αναγνώστης ας το πάρει και ας το εξηγήσει όπως θέλει. Ρωτήσαμε τον μπαρμπα-Γιάννη να μας πει πώς φαντάζεται το Θεό. Τι είναι ο Θεός. Και αυτός, αφού πρώτα κοίταξε τον ουρανό, μας απάντησε. «Τι να είνι η Θι-ός; Πέτρις κι χώματα πρέπ’ να είνι! Αφού, λέν’, πήγαν ικεί σιαπάν’ κι τα είδαν». Και εννοούσε φυσικά το φεγγάρι.
Ο Θεός να σας χαρίζει χρόνια και υγεία αγαπητοί συμπατριώτες και ευχαριστούμε για όσα μας είπατε. Μείνετε εκεί μαζί στο μετερίζι όσο ο Θεός σας το επιτρέψει και αφήστε εμάς τους «πολιτισμένους» να πορευόμαστε όπως πορευόμαστε. Πάντως εσείς, είστε σίγουρα, πολύ πιο ευτυχισμένοι από εμάς…
Υ. Γ. Στους τελευταίους παραδοσιακούς ανήκει και ο Λιόβας Αστέριος 76 ετών σήμερα και κατοικεί μόνιμα στη Σβάρνα όπου και βρίσκεται το μαντρί των ανιψιών του Τριαντάφυλλου και Αθανασίου Μιχαντά. Είναι άνθρωπος με ειδικές ανάγκες (πάσχει στα πάνω και κάτω άκρα) αλλά «καταφέρνει» ακόμη να ακολουθεί το κοπάδι με τα αγελάδια. Ζει και αυτός την ίδια ασκητική ζωή με τους προηγούμενους, αλλά γι’ αυτόν ίσως γράψουμε άλλη φορά. Ζ. Κ.