Ο Γιώργος Καλούσης θυμάται…

Το ταξίδι μου το 1998 από τη Λεπτοκαρυά στην Καλλιπεύκη, στο γραφικό μου χωριό, ύστερα από πολλά – πολλά χρόνια…

Είχα έρθει μ’ ένα γκρουπ από τη Γερμανία καταλήγοντας σε ένα ξενοδοχείο της Λεπτοκαρυάς «Ο Μέγας Αλέξανδρος». Αφού ξεκουράστηκα και συνήλθα από το πολύωρο ταξίδι, κατόπιν δεν με χωρούσε ο τόπος. Νοίκιασα ένα αυτοκίνητο, πήρα τα απαραίτητα και μερικά δωράκια που είχα για τους συγγενείς μου και πέρασα από τον ξάδερφο μου το Γιάννη Πατούλια, στη γνωστή τανκστέλα. Εκεί καλαμπουρίσαμε και του είπα να μου κάνει παρέα για να πάμε μαζί στο χωριό, αλλά δεν μπορούσε και μου εί­πε από πού θα πάω. Στην αρχή ήμουν ανήσυχος, γιατί δε γνώριζα το δρόμο, αλλά μόλις μπήκα στο δαντελωτό, πολύστροφο δρόμο, το σώμα μου χαλάρωσε, ο νους μου και το πνεύμα. Ήξερα ότι θα με βγάλει στην Καλλιπεύκη, στο αγαπημένο μου χωριό, που είχα εγκαταλείψει στις 27 του Γενάρη το 1961, δυο μέρες πριν από το μεγάλο πανηγύρι.

Σαν έφτασα στις αιωνόβιες καστανιές και τις φουντωτές οξιές, άρχισε να αναστατώνεται ο εσωτερικός μου κόσμος. Ω θεέ μου, τι θαύμα, τι γραφικότητα και μαγεία! Μεγάλη τύχη είχα που ο θεός μου χάρισε μια ηλιόλουστη και θαυμάσια μέρα. Θα ήθελα να έχω κοντά μου ένα δικό μου άνθρωπο για να του εκφράζω αυτά που αισθάνομαι αλλά δυστυχώς, δεν είχα. Ήταν τέλος του Μαγιού και ήταν ο καιρός που τα ξεφύλλια έπαιρναν το όμορφο, το βαθύ τους χρώμα. Μοσχοβολούσε όλη η φύση. Ομορφιές ατέλειωτες που σε μεθούν, που σ’ αφήνουν με ανοιχτό το στόμα.

Προχωρούσε σιγά – σιγά, σεμνά και με σεβασμό. Σε λίγο άρχισε να φαίνεται από μακριά η Δουριανή, τα παλιά μου λημέρια. Προχωρούσα αλλά και κάθε τόσο σταματούσα για να απολαύσω και να συλλάβω με τις αισθήσείς μου τα πάντα και να μη μου ξεφύγει τίποτε. Σε λίγο αντίκρισα όλη τη Δουριανή και την Αγία Τριάδα.

 kalousis2
Πατωμένη 1960 (με μεγάλη παρέα)

Εδώ, άρχισε να εργάζεται ο νους μου και το πνεύμα και η καρδιά μου άρχισε το δυνατό της παράξενο χτύπο. Τα συναισθήματα ήταν ανακατωμένα. Χαρά, λύπη, θλίψη, πόνος. Θυμήθηκα ότι τελείωνε το φθινόπωρο κι ερχόταν ο χειμώνας κι εγώ μόλις θα είχα πάρει το δέκα μου τα χρόνια. Δίπλα από κάτι δέντρα εκεί απέναντι, που τώρα θωρώ και αντικρίζω, σε μια καλύβα φτιαγμένη από κάτι φούρκες και κάμποσα κλωνάρια. Κάτω λίγα τσάκνα και φτέρες για στρωσίδια, εκεί ήμουν με τον παιδικό μου φίλο, τον Οικονόμου το Θωμά. Ήμασταν ολομόναχοι, κατάφοβισμένοι, με ένα ξεροκόμματο, έναν τρύπιο τορβά και ένα παλιομάλλιωτο. Βοσκούσαμε ένα κοπάδι γουρούνια και δεν είχαμε ούτε ένα σκυλί για να μας κρατάει συντροφιά και να γαβγίζει ώστε να μη φοβόμαστε όταν σουρούπωνε! Τώρα, σ’ αυτή την ηλικία κατάλαβα ότι αυτά ήταν οι σύντροφοι μας και μας προστάτευαν από κανένα ζλάπι ή αγρίμι γιατί όταν καταλάβαιναν κίνδυνο, έβγαζαν αφρούς από το ζουρνά τους, μαζεύονταν γρήγορα – γρήγορα, βάζανε τα μικρά στη μέση και τα μεγάλα έκαναν ένα κύκλο πραγματικό αμυντικό και επιθετικό σχηματισμό.

Δεν ξέρω γιατί, όλες τις στιγμές αυτές που γύριζαν αυτά στο μυαλό μου, ζεστά δάκρυα κυλούσαν από τα μαγουλά μου! Θεέ μου, είπα και μονολόγησα! Όλα αυτά που αντικρίζω τώρα απέναντι στην Δουριανή είναι τόσο πολύ μακριά κι εγώ τα ξαναζώ για δεύτερη φορά! Σκέφτηκα ότι τα μονοπάτια που περπάτησα εγώ, τα πέ­ρασαν και οι στρατιές των Ναζί που έφεραν καταστροφή σε όλο τον κόσμο. Ήταν τα καταραμένα, τα δυστυχισμένα χρόνια που έχασα τη μάνα μου και τον μπαμπά μου. Ήταν χρόνια που ορφάνεψε το μισό μας χωριό.Αναστέναξα βαθιά και χωρίς να καθησυχάσω, συνέχισα για την Καραβίδα, εκεί που συναντιούνται τα τρία ολογάργαρα ρυάκια. Του Παπανικόλα, του Πευκωτού και της Καραβίδας και όλα μαζί διασχίζουν τη βαθιά ρεματιά.

Εκεί ήταν σαν να έφτασα στο πατρικό μου. Κατέβηκα από το αμάξι, γονάτισα, χαιρέτησα την όμορφη φύση, έ­κανα το σταυρό μου ευλαβικά και ευχαρίστησα τον Παντοδύναμο που με αξίωσε να ξανάρθω στο αγαπημένο μου χωριό. Τώρα, όχι μόνο τα πνευμόνια αλλά και η καρδιά και η κάπως λυπημένη μου ψυχή πήραν αέρα, τον α­έρα που νοσταλγούσα τόσα χρόνια…

Μετά άρχισα να χαίρομαι σαν παιδί. Μάζεψα λουλούδια του Μαγιού που μοσχομύριζαν και μου φαινόταν να τα δαγκώσω, να τα καταπιώ, να τα βάλω μέσα στα σωθικά μου. Και όλα αυ­τά γιατί τα στερήθηκα τόσα χρόνια και έκοψα δύο άνθη. Τα έβαλα προσεκτικά μέσα σ’ ένα βιβλίο να στεγνώσουν και σκέφτηκα – μόλις επιστρέψω στη Γερμανία θα τα βάλω στο χαϊμαλί:

Το χαϊμαλί που μου ’δωσε η πολυαγαπημένη μου γιαγιά όταν ξεκίνησα απ’ το χωριό μας για την ξενιτιά. Με συνοδεύει ακόμα αυτό το χαϊμαλί, όπως και το στοργικό της, το γλυκό φιλί, το χαϊμαλί που μου ‘δωσε εκεί, να με φυλάγει και να με οδηγεί.

kalousis1
Με την ξαδέρφη Κατίνα Γκουρμπαλή

Πως γράφει ο ποιητής μας Γεώργιος Δροσίνης;
«Τώρα που θα φύγω και θα πάνω στα ξένα και θα ζούμε μήνες, χρόνους χωρισμένοι,
άφησε να πάρω κάτι κι από σένα γαλανή πατρίδα, πολυαγαπημένη, άφησε μαζί μου φυλαχτό να πάρω για την κάθε λύπη, κάθε τι κακό, φυλαχτό απ’ αρρώστια, φυλαχτό από χάρο, μόνο λίγο χώμα, χώμα ελληνικό…».

Εκεί που περπατούσα και θαύμαζα, αγκάλιασα ένα δέντρο και το βούισμά του μου φάνηκε πως κάτι ήθελε να μου πει. Να, κάπως έτσι: «Έλα, καλέ μου άνθρωπε, καλωσόρισες στις ρίζες σου. Όλα κι όλοι γυρίζουν στις ρίζες τους». Τότε συλλογίστηκα πως, άσχετα πού βρίσκεται κανείς, πού ζει και πού βγάζει το ψωμί του, οι ρίζες του βρίσκονται και είναι βαθιά θεμελιωμένες εκεί που γεννήθηκε εκεί που πρωτοάνοιξε τα μάτια του κι α­ντίκρισε το φως του κόσμου. Εκεί που έκλαψε και γέλα­σε, εκεί που πρωτοπερπάτησε και πρωτοέπαιξε.

Αφήνοντας τους συλλογισμούς μου να τρέχουν, μπαί­νω ξανά στο αυτοκίνητο και φτάνω στο ξέφωτο της Καραβίδας, στο μέρος που βοσκούσα πιτσιρίκος τα ζωντανά. Το μέρος που ακούγαμε τα κελαηδήματα των πουλιών και τη φωνή του κούκου, εκεί που κυνηγούσαμε τη σβέλτη τσιπουρτσίδα (σκίουρος).Εκεί που τρέχαμε, γελούσαμε και παίζαμε και με λουλούδια όμορφα στεφάνια πλέκαμε, εκεί που στην τρανή την μπάρα κολυμπούσαμε και χωρίς τα ρούχα μας εδώ κι εκεί πλαλούσαμε.Αχ, Θεέ μου, πως έρχονται όλα αυτά αράδα – αράδα  κι έτσι ξαφνικά θυμήθηκα και τη βαθιά την μπάρα.Ατέλειωτες  αμέτρητες αναμνήσεις του μικρού παιδιού, αναμνήσεις που έρχονται απ’ το πίσω μέρος του μυαλού.Τέλος πάντων, προχωρώντας σιγά – σιγά και κάπως μελαγχολικά, έφτασα στο σταυροδρόμι για την «Πατωμένη».
Δεν ξέρω, κάποια δύναμη με τραβούσε προς τα εκεί κάποια αόρατη ανεξήγητη, κάποια ενέργεια μυστική. Περνώντας μέσα από την τρανή τη χλόη και τις φτέρες πού ήταν ένα μπόι, πήγα τώρα να τη χαιρετήσω, πήγα την πηγή της να φιλήσω.Πήγα να της σιγοτραγουδήσω, να της πω και κάμποσα ακόμα, αν κι αυτή αναρωτήθηκε, πού χάθηκα, πού ήμουν τόσα χρόνια;
Έφτασα στο ξάστερο της «Πατωμένης» και δε χόρταινα, έκανα σαν τρελός. Πήγα στη βρύση, τη φιλούσα, την ξαναφιλούσα. Δεν μου ’δωσε καμιά απάντηση. Ήπια νερό, δρόσισα τα μπράτσα και το πρόσωπο μου και κατάλαβα πως και αυτή με τον τρόπο της με αγκάλιασε, με γνώρισε και με καλωσόρισε.

Όλα αυτά που βλέπω και θαυμάζω εδώ κι εκεί τα γνώριζα και τα περνούσα από μικρό παιδί.Όλα τα περπατούσα σπιθαμή προς σπιθαμή. Μα τώρα, τώρα τα αισθάνομαι κάπως διαφορετικά, τώρα μου παίρνουν το νου και την καρδιά. Και εκεί που χαιρόμουν και τα συναισθήματα πλημ­μύριζαν την καρδιά μου, θυμήθηκα το ποίημα και το νόη­μα του Κώστα Κρυστάλη:
«Παρακαλώ σε σταυραετέ για χαμηλώσου λίγο και δώσ’ μου τις φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου. Πάρε με πάνω στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος…».

Ομολογώ πως την «Πατωμένη» δεν τη χόρτασα, αλλά έφυγα και πέρασα για να χαιρετήσω και τη Νταμίλη. Σε λίγο έφτασα στο αγαπημένο μου χωριό όπου χαιρέ­τησα όλους τους αγαπημένους μου συγγενείς, χωρια­νούς και φίλους, φιληθήκαμε, κλάψαμε και αλληλο – κεραστήκαμε. Περισσότερο χάρηκε η αδερφή μου η Παρασκευούλα, η μόνη από τα πολλά αδέρφια μας που μένει στο χωριό. Με γιόμωσε φιλιά και αγκαλιάσματα με το δικό της χωριάτικο τρόπο. Μου πρόσφερε όλα τα καλού­δια και έλεγε και ξανάλεγε: «Αχ πιδούλι μ’, μανάρι μ’, χρυσό μ’, χαίρουμι που σι ίφιρι η δρόμους άπου δω. Σι πιθύμσα, αγόρι μ’ καλό, κι ήθιλα να σι ξαναδώ!».

Δεν τα ξέχασε όλα αυτά η καλή μου η αδερφή και φέρνεται σαν να ‘μαι εγώ μικρό παιδί.Δε χρειάζεται συζήτηση καμιά και για μένα ήταν μεγάλη η χαρά, που τώρα βρισκόμουνα κοντά της και απολάμβανα τη συντροφιά της.
Θυμάμαι που με φρόντιζε η αδερφή μου με τον άν­δρα της, τον Αποστόλη, σαν τα δικά της τα παιδιά. Είχαν και μια χαριτωμένη σκύλα που την είχα αφήσει κουτάβι και τώρα που με έβλεπε τρελαινόταν από χαρά και δεν μπορούσα να την αζαπώσω. Βρήκα τα ξαδέρφια μου και χάρηκα πολύ που ήρθαν και τα αδέρφια μου από την Α­θήνα, η Νίκη, ο Χρήστος και η Κατίνα.

Στην πλατεία συνάντησα πολλούς παλιόφιλους και χωριανούς. Και στη διπλανή καρέκλα καθόταν ο μακαρί­της ο παπα – Στέργιος, ο παιδικός μου φίλος που μου έ­λεγε: «Θυμάσαι που με τις γαλότσες πηγαίναμε στον Μπατζιά κι ανοίγαμε το δρόμο;», θυμηθήκαμε τον αγαπητό επιστάτη τον Αποστόλη τον Πανάρα και θυμηθήκαμε τα πάντα από την εποχή εκείνη. Τα μάτια μας βούρ­κωσαν πολλές φορές και η συζήτηση δεν είχε τέλος. Ο παπα – Στέργιος ήταν ευχάριστος και τον θαύμαζα που τα θυμόταν όλα, ακόμα και στη λεπτομέρεια. Με το Γιάννη τον αδελφό μου, τον παλαίμαχο, πήγαμε και γκιζερίσαμε παντού.

Το Γκουντρουσιώτικο επισκεφτήκαμε και τα παλιά λημέρια θυμηθήκαμε.Εκεί που φάγαμε ψωμί κι αλάτι, εκεί που γνωρίζαμε το κάθε μονοπάτι εκεί που για πέρδικες τις πλακατούρες στήναμε και στην σταχτοχόβολη μπουμπότα ψήναμε.Εκεί που ακούγαμε τη νύχτα τον ασβό να φυσάει και βλέπαμε την αλεπού κοντά μας να περνάει. Εκεί που τις λυκοπάιδες στήναμε και το νερό μέσα απ’ το λάκκο πίναμε.
Το Γκουντρουσιώτικο ή ποδαρκό, όπως το έλεγε η γιαγιά μου, ήταν το ξεχειμαδιό μας. Εγώ είχα τα γουρούνια και βοηθούσα τον αδερφό μου τον Τάκη στα λίγα γιδοπρόβατά μας. Βράζαμε το γάλα στην ξύλινη γκαρλάπα που την είχε κάνει ο αδελφός μου, που ήταν μερακλής και τεχνίτης στο σκάλισμα.Έφτιαχνε ωραίες κλούτσες από πυξάρι και ξύλινα κουτάλια από γκριουσιάδι. Χρυσόχειρος ήταν ο αδερφός μου ο μακαρίτης από φράψο έκανε στεφάνια για τις γίδες.Αλησμόνητο μου έμεινε και το θυμάμαι ακόμα που έφτιαξε μια κλούτσα με της Παναγίας την εικόνα.

Μια και ήρθε και ο λόγος για το Γκουντρουσιώτικο, θέλω, αγαπητοί μου συμπατριώτες και φίλοι του Συλλόγου, να μου επιτρέψετε να ευχαριστήσω, έστω και μετά από μισό αιώνα, τα δύο αδέρφια του Τσακάλη, τον Κώστα και το Γιάννη και τα αδέρφια των Καραμπαταίων, το Μήτρο, το Μιχάλη και το Γιώργο. Ήταν χειμώνας και εί­χαμε αποκλειστεί, δε θυμάμαι από ποια αιτία, και τα τρόφιμα είχαν σωθεί. Η πείνα μας χτυπούσε στο κόκαλο. Μιλήσαμε με τον αδερφό μου τον Τάκη κι εγώ, 11 χρονών παιδί, έβαλα στο νερό να μαλακώσουν τα γουρουνοτσάρουχά μου που ήταν γεμάτα από παθριά (μπαλώματα) και πεινασμένος πήρα τον ανήφορο για την καλύβα των Τσακαλέων. Προσεχτικά για να μη με φάνε τα σκυλιά, σαν ζέντλιαρος (ζητιάνος) έφτασα στην καλύβα του Κω­στή. Καλημέρισα κάπως ντροπαλά και ταπεινά, με τα μάτια χαμηλωμένα και τους ρώτησα αν έχουν κάτι για φαΐ. Οι «άρχοντες» μου γέμισαν μισό τορβά καλαμπόκι κι εγώ σαν «πρίγκιπας» ξεκίνησα προς τα κάτω.

Πραγματικά, μας έσωσε του Κωστή το καλαμπόκι. Τ’ αδέρφια των Καραμπαταίων, ο Μιχάλης, ο Μήτρος και ο Γιώργος, είχαν αγελάδες λίγο πιο κάτω από εμάς και μας έδιναν κάπου – κάπου λίγο γάλα και κάνα ταψάκι με γιαούρτι γιατί τα δικά μας τα γιδοπρόβατά δεν είχαν γεννήσει ακόμα. Η γιαγιά μας η καημένη ανησυχούσε για τα δυο της τα κλωνάρια 11 και 13 ετών και ρωτούσε από γειτονιά σε γειτονιά αν φεύγει κανείς για το Γκουνταμάνι. Την τελευταία στιγμή πρόλαβε τον Ανδρέα τον Μασούρα. Αυτός μας τα έφερε και τα άφησε πάνω στην τρανή την πέτρα, αφού μας φώναξε. Ο Τάκης ανέβηκε τον ανήφορο σιγά – σιγά κι έτσι σωθήκαμε για δεύτερη φορά Η ζωή ήταν δύσκολη και τραγική, ήταν τα χρόνια που ζήσαμε στην Κατοχή.

Ανοίγοντας τον τορβά και βλέποντας όλα αυτά, που μας έ­στειλε η γιαγιά, νομίσαμε πως είχαμε Χριστούγεννα και Πα­σχαλιά. Τρόφιμα και πλεχτά τσιρέπια. Θεέ μου! Τι να μολογήσω, τι να πω και τι να πρωτοθυμηθώ; Η παραμονή μετά από τόσα χρόνια στο αγαπημένο μου χωριό, ήταν όνειρο, όνειρο φανταστικό. Όνειρο μεταξύ άνοιξης και καλοκαίρι όνειρο που κι εδώ στην ξενιτιά με συνοδεύει, όνειρο που μου δίνει ενέργεια, ζωή, χαρά, όνειρο που διάπλατα ανοίγει την καρδιά. Γεια σου αγαπημένο μου, αξέχαστο χωριό, γεια σας ραχούλες, λαγκάδια, ρεματιές, γεια σας και πάλι, καλή αντάμωση προσεχώς, καλή μας αντάμωση, αν θέλει πρώτα ο Θεός.

ΚΑΛΟΥΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Μηχανολόγος – Εργοδηγός
Γερμανία

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Αγαπητέ μας Γιώργο, πολύ χαρήκαμε για όσα μας έστειλες. Οι σελίδες ήταν πολλές γι’ αυτό και κάναμε αρ­κετές περικοπές, γιατί δε γινόταν διαφορετικά. Γι’ αυτό θα παρακαλούσαμε, για να μην κουράζουμε τους αναγνώστες, τα κείμενα θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν συντομότερα.
Αγαπητέ μας Γιώργο, με τις περιγραφές που έκανες γίναμε κι εμείς κοινωνοί των δικών σου συναισθημάτων. Σ’ ευχαριστούμε και θα θέλαμε να σε βλέπουμε πιο τακτικά για να σε γνωρίσουμε κι εμείς οι νεότεροι. Καλά να είστε εκεί που βρίσκεστε και ο θεός να σας προστατεύει.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ