ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΠΕΥΚΙΩΤΙΚΗΣ ΚΟΜΠΑΝΙΑΣ.
ΤΑ ΧΝΕΡΙΑ
Αφηγείται ο Γιάννης Κάγκουρας
Καλλιπεύκη μετά τον πόλεμο. Πολλοί καλλιπευκιώτες δεν επέστρεψαν στο χωριό, οι περισσότεροι όμως επέστρεψαν. Όταν βγήκαν στο χωριό βρήκαν τα σπίτια τους καμμένα, φτώχια με το τβιουβάλι. Οι κύρια ασχολία των καλλιπευκιωτών ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία. Μικρός γεωργικός κλήρος, το πολύ δέκα στρέμματα κατά οικογένεια και αυτός διάσπαρτος σε πολλά μέρη. Η κτηνοτροφία λιγοστή πενήντα ζώα το κοπάδι και δέκα σκυλιά. Σκυλιά να δει το μάτι σου, για να περάσεις από κάπου έπρεπε να δώσεις μάχη. Αν καταλάβαιναν ότι φοβάσαι γυρνούσες σπίτι χωρίς παντελόνι. Το χειμώνα χειρότερα. Δεν μπορούσες να ξεμυτίσεις μπασιούρ’ς και η μπέλα σε περίμεναν στη γωνία. Έτσι ήταν η ζωή στο χωριό. Λίγο σιτάρι, λίγες πατάτες, φασόλια , γάλα τυρί αν υπήρχε, μαλλιά για ρούχα, κρέας κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα. Την ίδια εποχή άρχισαν να λειτουργούν και διάφορα επαγγέλματα για τις ανάγκες του χωριού, καφενεία μπακάλικα, μαστόροι, εμπειροτέχνες μαραγκοί, μυλωνάδες, χαλκιάδες, ραπτάδες για κάπες και μαλλιότα, μοδίστρες, σαμαράδες , αλλά και οργανοπαίχτες που διασκέδαζαν τον κόσμο σε γάμους και πανηγύρια.
Όπως θυμάμαι τα χρόνια του 50-60 υπήρχαν πολλοί που έπαιζαν μουσικά όργανα στο χωριό. Οι οργανοπαίχτες αποτελούσαν μια ξεχωριστή κατηγορία συγχωριανών, γιατί η μουσική χρειάζεται ιδιαίτερο ταλέντο και συνεχή ενασχόληση. Πολλοί ασχολήθηκαν αλλά λίγοι συνέχισαν. Πρέπει να πούμε ότι και αυτοί σαν πρώτο επάγγελμα, όπως και όλοι είχαν την γεωργία και την κτηνοτροφία μουσική ήταν το δεύτερο επάγγελμα, συμπληρώνοντας το οικογενειακό εισόδημα.
Οι μουσικοί κάλυπταν την μέρος της τοπικής διασκέδασης δηλαδή αρραβώνες, γάμους, γιορτές, πανηγύρια,, χορούς τα Σαββατοκύριακα φυσικά με το αζημίωτο. Έτσι δημιουργηθήκαν κομπανίες (ορχήστρες).Αυτοί που συνέχισαν ήταν οι αδελφοί Καστόρη και ο μπάρμπα Μήτσιος ο Τσολάκης βιολί με το γιό τον Γιάννη κλαρίνο. Από τους Καστοράδες ο Νίκος έπαιζε κλαρίνο, ο Γιώργος βιολί και ο Αντώνης που ήταν και κουρέας λαούτο. Έτσι δημιουργήθηκε η πρώτη κομπανία. Αργότερα βγήκαν και άλλα φυντάνια. Ο Κώστας ο Σιώκος κλαρίνο, βιολί, ο Γιάννης ο Γκουντουβάς (Μαλιάρας), Μήτσιος ο Γκάρας λαούτο (ο Μήτσιος έπαιζε πολλές φορές το τραγούδι, δεν θέλω προίκα , θέλω σένα βρε Μαρίκα.) Ποιος ξέρει θα αγαπούσε καμιά Μαρίκα), ο Απόστολος Κάγγουρας ακορντεόν, τα παιδιά του Γιώργου του Καστόρη Αριστείδης και Κώστας και ο γνωστός σε όλους μας Παύλος Τσιούγκος βιολί.
Σαν ερασιτέχνες οργανοπαίχτες θυμάμαι τους: Κλεάνθη Μανωλούλη που έπαιζε έγχορδα και τραγουδούσε, τον Μήτσιο τον Σιώκο, τον Μήτσιο τον Τσιλιμένη (Σφράτ), τον Κώστα τον Καραγιάννη που έπαιζε κλαρίνο , τον χωροφύλακα τον Βασίλη Κομνηνό και τον Γιάννη Καλούση του Αλέξη ακορντεόν.
Επίσης να τραγουδάνε στο καφενείο του Αντρέα τον Κλεάνθη του Μανώλη Γκαβούτσικο, τον συγχωρεμένο τον Τάκη του Καλούση. Όταν τραγουδούσε ο Τάκης Καλούσης όλοι στεκόταν να τον ακούσουν. Τραγουδούσε πολύ ωραία είχε σπάνια φωνή σαν τον αδελφό του τον μεγάλο τον μπάρμπα Γιάννη. Όλοι η οικογένεια Καλούση τραγουδούσε ωραία αδέλφια και αδελφές.
Μόνιμος σχεδόν τόπος της κομπανίας ήταν το καφενείο. Τα όργανα ήταν κρεμασμένα στον τοίχο και το πατάρι έτοιμο για παν ενδεχόμενο. Το βραδάκι ήταν όλοι σε ετοιμότητα μπας και τύχει κάτι, συνήθως έπαιζαν μόνοι τους μήπως παρακινηθεί κάποιος και χορέψει. Τα κούρδιζαν και άρχιζαν κάποιο τραγούδι. Ο μπάρμπα Μήτσιος ο Τσολάκης έπαιζε μόνος του με το βιολί κάτι παράξενα τραγούδια που δεν τα καταλάβαινες ήταν έλεγε ευρωπαϊκά. Όταν κάποιος έλειπε από την κομπανία τον αναπλήρωνε κάποιος άλλος.
Σιγά – σιγά οι οργανοπαίχτες ανοίχτηκαν στην γύρω περιοχή. Άρχισαν να πάνε και στα διπλανά χωριά, όχι πολύ μακριά για να μπορούν να φτάνουν αφού πήγαιναν με τα πόδια ή με τα γουμάρια.
Δύσκολο επάγγελμα όπως λέει ένας που έπαιζε λαούτο. Είχες να κάνεις με άγριο κόσμο, μιτζμένοι, χαταλάδες, νταήδες και ξεκλίκια.
Όλο περιπέτεια, όλο χνέρια δεν ήξερες τι θα βρείς, αφού και στο χωριό ακόμα όταν έπαιζες κανένα τσιμπιτό κοιτούσες στην πόρτα να μην μπει ο αστυνόμος. Άμα έμπαινε στο καφενείο με την κλούτσα έλεγε. Άντε σπίτια σας τώρα μην γεμίσουν οι φράχτες όργανα και οργανοπαίχτες φόβος και τρόμος. Να μπεις στο καφενείο έπρεπε να είχες γυρίσει από φαντάρος, χάλια αδιόρθωτα.
Δυο τέτοιες ιστορίες θα πούμε παρακάτω, όπως τις έζησαν τα μέλη της κομπανίας και μας της διηγήθηκε ο λαουτιέρης, οι άλλοι μούσα τσιμουδιά κάνουν πως δεν θυμούνται.
Χνέρι πρώτο.
Πανηγύρι στην Σκοτίνα. Λίγο πριν φέξει όλα πήγαιναν μια χαρά, ήταν τελευταία βραδιά. Η κομπανία μαζεύει τα συμπράγκαλα για να γυρίσει στο χωριό τα όργανα ανά χείρας και περιμένουν το καφετζή να τον χαιρετήσουν. Ξαφνικά ακούγονται φωνές απ’ έξω, ανοίγει η πόρτα μπαίνουν μέσα τρεις μαντραχαλάδες τύφλα στο μεθύσει. Που πάτε λέει ο ένας. Να φύγουμε μόλις τελειώσαμε και πάμε να γυρίσουμε στο χωριό. Να φύγετε φωνάζει ο δεύτερος μας ρώτσατε εμάς;
Άκου θέλουν να φύγουν. Δεν θα πάτε πουθενά, θα κάτσετε εδώ και θα παίξετε για το καλό που σας θέλω. Βρε παιδιά τι πράγματα είναι αυτά, απαντά ο λαουτιέρης, για όνομα του θεού σε λίγο ξημερώνει. Δεν ακούω τίποτα ξαναλέει ο πρώτος. Άστον Μανώλη άμα δεν παίξουν θα πεθά’ν. Αμάν τι κάνουμε τώρα; Ανεβαίνουμε στο πατάρι παίρνουμε τα όργανα φτου απ’ την αρχή. Παίζουμε ένα δύο τρία τραγούδια, αυτοί χόρευαν και να φωνάζουν θα πεθάνει ο χάρος, παίζουμε τέταρτο πέμπτο σταματάμε. Γιατί σταματήσατε λέει ο τρίτος που τον λέγανε Αντώνη; Φτάνει τώρα θέλουμε να φύγουμε έχουμε και κανά διό ώρες δρόμο. Α φεύγετε θέλ’τει παράδες για να παίξτει. Δεν θέλουμε τίποτα να φύγουμε θέλουμε. Θέλ’τει να φύγετε λέει ο δεύτερος τώρα θα σας δείξω εγώ, ποιος είναι ο Μανώλης ο Μαριμέλας και βγάζει ένα μαχαίρι και το βάζει στο στόμα. Εμείς παγώσαμε, να μας έσφαζες αίμα δεν βγάζαμε. Αμάν φωνάζει ο καφετζής θα γίνει κακό, από δω παιδιά και μας ανοίγει την πόρτα που έβγαζε στο μπαχτσέ. Τροχάδην με τα όργανα στα χέρια βγήκαμε έξω. Οι τρεις σκόρπισαν δεξιά αριστερά έμεινα μοναχός. Που να πάω; Τρέχω τον ανήφορο βλέπω μια πόρτα ανοιχτή μπαίνω μέσα κατάλαβα πως ήταν αποχωρητήριο. Κατεβάζω το λαούτο και άχνα. Δεν πρόλαβα να ξελαχανιάσω και ακούω σφυρίγματα, ακούω που συζητούσαν. Τι διάολο άνοιξε η γη και τους κατάπιε; Που θα παν θα τους βρούμε και να δεις τι θα πάθουν. Εσύ θα πας προς τα δω, εσύ κατήφορα και εγώ προς τα παν. Άντε τράβα προς τα παν, άντε τράβα και σε περιμένω εδώ. Κατάλαβα πως κάποιος πλησιάζει και κρατούσα την ανάσα. Ζύγωνε και προς το μέρος μου φοβήθηκα πουλί μην με μαγκώσει εδώ στο χαλέ (τουαλέτα) δεν μπορώ και να φύγω. Άντε ρε κατέβα τον φωνάζει ο άλλος θα περιμένω ώρα! Έρχομαι – έρχομαι να κατουρήσω και κατεβαίνω,
Μπαίνει στην πόρτα σκοτάδι δεν είχε φέξει ακόμα, εγώ στυλωμένος στον τοίχο δεν με βλέπει. Αρχίζει το κατούρημα, που να τελειώσει αφού είχε ντερλικώσει ένα σκασμό μπύρες και έλεγε οχ κι σας βρω, μόνο να σας μαγκώσω πουθενά να δείτε τι θα πάθετε. Άκουγα ένα θόρυβο λες και γέμιζε γκιούμι με νερό. Κατάλαβα πως κατουρούσε μέσα στο λαούτο. Μόλις έφυγε βγήκα και έξω γύρισα το λαούτο ανάποδα να αδειάσει και να στραγγίσει και ξεκίνησα για την πλατεία όπου βρήκα και τους άλλους τρεις και φύγαμε. Δύσκολη βραδιά.
Χνέρι δεύτερο
Πανηγύρι σ’ ένα χωριό της Ελασσόνας. Παραμονή του πανηγυριού καταφθάνει η καλλιπευκιώτικη κομπανία. Τη δουλειά την είχε κλείσει ο κλαριντζής. Μπαίνουν στο καφενείο βρίσκουν τον καφετζή. Άντε μην σας πάρει ο διάολος! Δεν είπαμε ν’ έρθετε νωρίς να σας ακούσει ο κόσμος φωνάζει ο καφετζής. Άντε ανεβείτε να παίξετε και αρχίστε. Ο καφετζής λέει ο λαουτιέρης ήταν μοβόρος, νευρικός ήταν και μπρατσαράς. Είχε ένα μουστάκι σαν φουκάλι. Να σας φκιάσω ένα καφέ λέει η γυναίκα του. Άντε στα τσακίδια και εσύ από δω λέει ο άντρα της. Αργήσαμε αστους να παίξουν και μην τους χασομεράς και κοίτα το αρνί να μην καεί γιατί αλίμονό σου.
Πω πω που μπλέξαμε τι είναι τούτος! Ανέβηκαν στο πατάρι και άρχισαν να κουρδίζουν το όργανα.
Λίγο πριν συντονιστούν ο κόσμος άρχισε να έρχεται στο καφενείο. Ένας από αυτούς ρωτάει το Χρήστο τον καφετζή.
Τι βλέπω καινούργια όργανα φέτος; Δεν πιστεύω να είναι σαν τα περσινά;
Α δεν την ξαναπατάω λέει ο καφετζής.
Φέτος έκλεισα κλαριτζή ανώτερο από το Βάιο το Μαλλιάρα .
Ποιόν έφερες ρωτάει ο χωρικός; Ένα από την Καλλιπεύκη, αλλά παίζει καλύτερα από τον Βάιο το Μαλλιάρα.
Τον έχεις τον έχεις ακούσει ρωτάει ο χωρικός. Όχι.
Ανεβαίνουν οι οργανοπαίχτες στο πατάρι αρχίζουν και παίζουν. Τι να παίξουν! Άλλος χτυπούσε στο ΛΑ άλλος στο ΦΑ ασύγχρονοι εντελώς.
Ένας από το μαγαζί φωνάζει τον καφετζή. Χρήστο μην παραξηγηθείς, φέτος την άνοιξη δεν πρόκειται να κελαηδήσουν, ούτε αηδόνια, ούτε καρδερίνες, παίζουν τόσο γλυκά αυτοί που θα φύγν ούλα τα πλιά (πουλιά) και θα μας λακίσν κι ούλα τα σκλιά.
Πάλι φέτος δεν θα πατήσει κανένας στο μαγαζί απαντάει ο χωρικός και σηκώνεται και φεύγει. Άναψε ο καφετζής το μουστάκι σηκώθηκε όρθιο. Πλησιάζει τον κλαριτζή και τον ρωτάει.
Δεν μου λες ξέρεις να παίζεις; Πως δεν ξέρω!
Εσύ έσκιαξες όλα τα τσιόνια απ’ το χωριό! Τι παίζεις ούλο τούρου- τούρου!
Τώρα θα δεις! Μπαίνει στην ψησταριά και βγαίνει με το δίκαννο. Ρίχνει και μια στο νταβάνι. Για πότε βρεθήκαμε έξω από το χωριό δεν καταλάβαμε. Όλη τη νύχτα τη βγάλαμε στα αλώνια μέσα στις φασουλιές. Δεν προλάβαμε να πάρουμε ούτε τα όργανα;. Πολύ πρωί πλησιάσαμε στο καφενείο σιγά – σιγά και μας είδε η γυναίκα του. Η γυναίκα του ήταν καλή. Ελάτε γρήγορα πάρτε τα πράγματά σας τώρα μόλις πήγε για ύπνο και εξαφανιστείτε μην σας ακούσει και αλίμονό σας και έτσι φύγαμε για το χωριό. Πάλι καλά που πήγε χαμένη μόνο η βραδιά και το δρομολόγιο με τα πόδια, αφού γλιτώσαμε το ξύλο τυχεροί ήμασταν.
Συνέχεια στο επόμενο φύλλο της εφημερίδας