ΣΤΟΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΕΞΑΔΕΛΦΟ, ΦΙΛΟ ΑΔΕΛΦΙΚΟ, ΤΑΣΟ ΚΑΛΟΥΣΗ

 

Του Τάσου Πατούλια

 

Σάββατο μέρα κίνησες, για το στερνό ταξίδι,

εκεί τ΄ αηδόνια δεν λαλούν, ο ήλιος δεν φωτίζει

Ταξίδι δίχως γυρισμό, στης λησμονιάς τα μέρη.

εκεί που πίσω δεν μπορεί κανείς για να σε φέρει.

 

Φαρμάκι μας επότισες και στην καρδιά μαχαίρι

μα πιο πολύ από όλους μας, το λατρευτό σου ταίρι

Την Άννα σου π’ αγάπησες και τόσο λαχταρούσες

την είχες σαν βασίλισσα, μόνο για κείνη ζούσες

 

Πίκρανες τον Αστέριο, το λατρευτό παιδί σου

καμάρι σου κρυφός καημός έδινες την ζωή σου.

Κάθε βραδάκι κάθονταν  κοντά στο παραθύρι

αργά να ’ρθείς απ’ τη δουλειά  στο πλάι σου να γείρει

 

Και τώρα όλα χάθηκαν, όλα τους παν χαμένα

Να ’ταν του κόσμου η βουή; Της μοίρας τα γραμμένα;

Δεν σου ’πρεπαν δεν σου καναν, της σκοτεινιάς τα μέρη

δεν σ’ άξιζε η ερημιά, κανείς να μην σε ξέρει

 

Δεν πέθανες , δεν έφυγες, κουράστηκες κοιμάσαι

σ’ ακούμε , σ’ αισθανόμαστε, εδώ κοντά μας  να ’σαι

 

Στη φτώχια εμεγάλωσες, γυμνός και πεινασμένος

και μόνο με τα χέρια σου, να ’σαι ευλογημένος.

Επρόκοψες και έγινες το πιο λαμπρό αστέρι

το πόσο σε καμάρωνε ένας θεός το ξέρει.

 

Πρώτος με κέφι στη δουλειά, με τα χρυσά σου χέρια

τη φτώχια την ενίκησες, νίκησες την μιζέρια.

Σε πανηγύρια και χαρές που τόσο αγαπούσες

έκανες γλέντια αξέχαστα, χόρευες και σκορπούσες

 

Παράδες δεν λογάριαζες, όλους τους βοηθούσες

σ’ άλλον δουλειά, σ΄ άλλον λεφτά, θα τους τακτοποιούσες.

Καλοσυνάτος, γελαστός, με λεβεντιά και χάρη

κανείς δεν το περίμενε ο χάρος να σε πάρει

 

Αμέτρητες οι κουμπαριές ατελείωτοι οι φίλοι

και κάθε τόσο έστηνες, μ’ εκείνους πανηγύρι.

Κι όταν χορταίναμε κρασιά και χάνονταν η πείνα

προτού το καταλάβουμε έφταναν τα κλαρίνα

 

Πάντοτε σε σκεφτόμαστε και δεν σε λησμονούμε

ας ήταν να ερχόσουνα λίγο να σε δούμε

 

Αλλά ο χάρος ζήλευε, σ΄ έβαλε στο σημάδι

τρεις χρόνους τώρα τριγυρνά, θέλει για να σε πάρει

Δοκίμασε και άλλη φορά, μα βγήκε νικημένος

μα τώρα ξαναγύρισε καλά μελετημένος

 

Όλους τους δρόμους έμαθε, και τα πατήματά σου

τι ώρα φεύγεις κι’ από πού πηγαίνεις στην δουλειά σου

Στον Πλαταμώνα σου έστησε θανατικό καρτέρι

και καρτεράει να φανείς, με το σπαθί στο χέρι

 

Να ’σαι το γλυκοχάραμα, που ξένοιαστος διαβαίνεις

και τη χωσιά του χάροντα, δεν την καταλαβαίνεις.

Νάτος που ξεπετάγεται και στέκεται μπροστά σου

Αγριεμένος, φοβερός, λυγούν τα γόνατά σου

 

Ξαφνιάστηκες, μπερδεύτηκες, πάγωσε το κορμί σου

και αυτός με μόνο μια σπαθιά επήρε την ψυχή σου.

Λύγισε το κορμάκι σου, έπεσε εκεί παρέκει

σαν δέντρο που το χτύπησε διπλό αστροπελέκι

 

Δέντρο που ξεριζώθηκε κι’ έπεσε απ’ τον αέρα

αετόπουλο που γκρέμισε του κυνηγού η σφαίρα

 

Και τα πουλιά σταμάτησαν και πια δεν κελαηδούνε

τα Νεζεριώτικα βουνά βογκάνε και θρηνούνε

Ο ήλιος άργησε να βγει, δεν ανάτελλ’ ακόμα

γιατί δεν θέλει να σε δει να κείτεσαι στο χώμα

 

Κλαίει θρηνεί το ταίρι σου και η καλή σου μάννα

σε κλαιν τ’ αδέλφια, οι συγγενείς κι οι φίλοι σου αντάμα.

Κλαίει θρηνεί ο Νεζερός, που τόσο σ’ αγαπούσε

θρηνεί το Παντελέημονο εκεί που κατοικούσες

 

Όμως μια χάρη σου ζητώ και μη αποκαρδίσεις

το γιο σου και το ταίρι σου ποτέ μην λησμονήσεις.

Γίνε αγέρι πρωινό χάιδεψε τα μαλλιά τους

και ήλιος ανοιξιάτικος ζέστανε την καρδιά τους

 

Γίνε φεγγάρι ολόγιομο, μπες απ’ το παραθύρι

και κράτησέ τους συντροφιά, μέχρι να ανατείλει

Να βλέπουν όνειρα γλυκά, πως ζεις, πως είσαι ‘δώ

χαίρεστε κουβεντιάζετε σαν το παλιό καιρό

 

Να ’ρχεσαι θα το νιώθουμε, δίπλα μας σαν περάσεις

νερό μην πεις της λησμονιάς και όλους μας ξεχάσεις

 

Να ’ρχεσαι στην παρέα σου, που δεν σε λησμονούμε

Θα ’χουμε το ποτήρι σου και θα σε καρτερούμε

Να ξεδιψούν τα χείλη σου, να χαίρετ’ η καρδιά σου

και να ξεχνάς πως έφυγες την τόση ερημιά σου

 

Στου χρόνου τα γυρίσματα, στου κουβαριού την άκρη

κάποτε θα ’ρθει η στιγμή, θ’ ανταμωθούμε ΜΠΑΤΖΙΑΝΑΚΗ.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ