ΤΑ ΟΡΕΙΝΑ ΧΩΡΙΑ ΕΡΗΜΩΝΟΥΝ

Εγώ στους κάμπους δεν βαστώ

Στους κάμπους δεν αντέχω, έτσι έλεγε στο ποίημά του ο Κώστας Κρυστάλης, ο ποιητής του βουνού και της στάνης, ο οποίος ακουμπούσε την ψυχή εκείνων που αναγκάστηκαν για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, να εγκαταλείψει το χωριό και να αναζητήσει την τύχη του στις πόλεις ή ακόμη και στο εξωτερικό.

Οι δε δάσκαλοι στο τέλος της χρονιάς ,η τελευταία έκθεση είχε σαν θέμα « Βουνό ή Θάλασσα», που σημαίνει ότι με το κλείσιμο του σχολείου ,ερχόταν ο καιρός των διακοπών και έπρεπε να υπάρξει επιλογή μεταξύ του βουνού και της θάλασσας. Επιλογή ,όχι για τα χωριά μας αφού διακοπές δεν υπήρχαν. Διακοπές πηγαίνανε από τα αστικά κέντρα και όσοι βεβαίως είχαν χρήματα.

Τα βουνά ήταν ένας τόπος για ήσυχες διακοπές , το συνιστούσαν ακόνη και οι γιατροί προς τους γονείς, να πάνε τα παιδιά στο βουνό να πάρουν καθαρό αέρα, οξυγόνο. Σήμερα όταν λέμε διακοπές, εννοούμε θάλασσα.

Πέρασε και φέτος το καλοκαίρι και όλο και λιγότεροι καλλιπευκιώτες ήρθαν στο χωριό μας. Κάθε χρόνο η εικόνα που αντικρίζουμε μας απογοητεύει πιο πολύ. Τέλη Ιουλίου και το χωριό έρημο. Καθώς περνούν τα χρόνια και φεύγουν οι μεγαλύτεροι  για το ταξίδι χωρίς επιστροφή, λιγότεροι πατριώτες ανεβαίνουν, και οι επισκέπτες είναι κυρίως ξένοι, της μιας ημέρας. Μόνο το πρώτο δεκαπενθήμερο του  Αυγούστου γεμίζει το χωριό μας, όταν όλοι μας κάνουμε πρώτα τα μπάνια και ύστερα ανεβαίνουμε για καθαρό αέρα στο βουνό.

Η συναισθηματική σχέση του Καλλιπευκιώτη  με το χωριό υπάρχει μάσα του. Υπάρχουν, όμως, και προβλήματα διαμονής, αφού όπως μάθαμε θέλουμε όλες τις ανέσεις μας. Άλλαξαν οι καιροί συμφωνούμε όλοι. Θα θυμίσω, όμως ,ότι κάποτε το χωριό χωρίς ανέσεις, χωρίς συγκοινωνία, ταξιδεύοντας μέσα σε ένα λεωφορείο στριμωγμένοι ανεβαίναμε στο χωριό, λαχταρώντας να συναντήσουμε τους δικούς μας ανθρώπους τους φίλους μας.

Βέβαια όλα έχουν την εξήγησή τους. Για να πάς στη θάλασσα χρειαζόταν χρήματα, οπότε το πατρικό σπίτι στο χωριό ήταν η μοναδική λύση. Οι πατεράδες μας, όπως και τα παιδιά τους που κατέβηκαν μετά τον πόλεμο, ένιωθαν ξένοι, όπως όλοι οι ορεινοί πληθυσμοί και με την πρώτη ευκαιρία επιζητούσαν την επαφή με το χωριό. Τα παιδιά  σήμερα έχουν ενσωματωθεί με την πόλη, με αστικές συνήθειες, ακολουθώντας τα πρότυπα που επικράτησαν και όλοι τραβάμε για τη θάλασσα, όπου αρκετοί από μας αποκτήσαμε σπίτια απομακρυνόμενοι ακόμη πιο πολύ από τις ρίζες μας. Πάμε εκεί γιατί πάνε και οι άλλοι.

Η θάλασσα ως τόπος διακοπών επικράτησε απέναντι στο βουνό. Οι διακοπές στο βουνό, αν και είναι πιο οικονομικές και δεν προσφέρονται για κατανάλωση δεν τις προτιμάμε. Στο βουνό αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς να αναπτύξεις μαζικό τουρισμό Οι δυνατότητες των ορεινών χωριών να φιλοξενήσουν επισκέπτες, έστω και της μιας μέρας είναι δεδομένες. Πόσους επισκέπτες μπορεί να δεχθεί το χωριό μας με τις υποδομές που έχει ελάχιστο. Αντίθετα όμως οι παραλίες της Λεπτοκαριάς, της Σκοτίνας, μπορούν να δεχτούν χιλιάδες επισκέπτες, γύρω από τους οποίους έχει αναπτυχθεί ολόκληρη βιομηχανία, όπου εκατοντάδες καταστήματα, χιλιάδες κόσμος τρώει στην κυριολεξία ψωμί από τα παράλια. Στην ουσία δεν κέρδισε η θάλασσα το βουνό κέρδισε η οικονομία της χώρας μας.

Πρόκειται για «βιομηχανία», η οποία στηρίζεται από το κράτος, ένα κράτος το οποίο δεν έστρεψε ποτέ την προσοχή του στα ορεινά χωριά, λύνοντας τις βασικές υποδομές και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν.

Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στηρίζουν συστηματικά τη θάλασσα προβάλλοντος τις ωραίες παραλίες, τα νησιά μας, ενώ στο βουνό δίνουν ελάχιστο χρόνο. Η θάλασσα προβάλλεται σαν χώρος κοσμικός, ενώ το βουνό προβάλλεται σαν χώρος ξεκούρασης , ένας χώρος που σε εξασφαλίζει την επαφή με την φύση, αξίες οι οποίες δεν πουλάνε σήμερα.

Το ζήτημα της επιλογής «Βουνό ή Θάλασσα» είναι καθαρά υπόθεση δική μας. Δυστυχώς, όμως είμαστε επηρεασμένοι από αυτά που μας βομβαρδίζουν οι τηλεοράσεις και η επιλογή πάει περίπατο. Ακόμη και οι διακοπές έχουν γίνει εμπόριο ένα ακόμη καταναλωτικό προϊόν.

Θωμάς Τσιαπλές

 

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ