ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΞΩΚΛΗΣΙ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΗΣ

Η ΠΑΛΙΑ ΚΑΙ Η ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΗΣ 

Σε όποιο σημείου του χωριού και αν βρίσκεσαι, βλέπεις στην κορυφή της Μπλόσινας να δεσπόζει ένα ξωκλήσι. Αν θέλεις να το επισκεφτείς από κοντά μπορείς με δύο τρόπους. Ο πρώτος να μπεις στο αυτοκίνητο και ακολουθώντας το δρόμο να φτάσεις μπροστά στην πόρτα του. Ο δεύτερος και πιο επίπονος χρειάζεται περισσότερο κουράγιο και αποφασιστικότητα. Ακολουθώντας ένα ανηφορικό μα πανέμορφο μονοπάτι ανεβαίνεις με τα πόδια μέχρι εκεί.
Σε υποδέχονται οι μυρωδιές από τη μέντα, τη ρίγανη, το ζαρμπούνι, το έλατο. Από κοντά το ξωκλήσι, αφιερωμένο στην Ανάληψη του Χριστού, φαντάζει μεγαλόπρεπο, κάτασπρο και επιβλητικό. Η πόρτα του σιδερένια και ασφαλής το προστατεύει από οτιδήποτε κακό. Μέσα την προσοχή σου τραβά το ξυλόγλυπτο τέμπλο φτιαγμένο με πολύ τέχνη. Ο ζωγραφισμένος Παντοκράτορας κλείνει την ωραία πύλη. Όμορφα πλακάκια στο δάπεδο, παράθυρα μεγάλα που μπαίνει άπλετο το φως και πάγκοι για να κάθεσαι, να ξεκουράζεσαι, να προσεύχεσαι.
Μα και έξω η θέα απ’ όλες τις πλευρές είναι εξαιρετική. Τα δάση, το χωριό, ο κάμπος, οι κορυφές των απέναντι βουνών σ’ αφήνουν άναυδο¨ όμως για λίγο. Δεν μπορείς να μείνεις για πολλή ώρα γιατί ο αέρας είναι δυνατός και σ’ αναγκάζει να φύγεις. Σκέφτεσαι πως αν και ο αύλιος χώρος ήταν πιο περιποιημένος, τότε αυτό το ξωκλήσι δεν θα είχε να ζηλέψει σε τίποτε από τις μεγάλες εκκλησίες της πόλης.
Αφού ανάψεις το κερί σου και κάνεις το σταυρό σου γυρίζεις να φύγεις.
Και τότε κάπου στο βάθος βλέπεις κάτι ν’ ασπρίζει. Η περιέργεια σε οδηγεί προς τα κει. Αναρωτιέσαι καθώς προχωράς τι άλλο κτίσμα μπορεί να υπάρχει πάνω σ’ αυτήν την ξερή και αφιλόξενη κορυφή. Περνάς από αγκάθια, πέτρες, πουρνάρια και άλλες πολλές πέτρες και όσο πλησιάζεις καταλαβαίνεις πως είναι άλλο ένα ξωκλήσι. Είναι χαμηλό, σε μέρος απάνεμο, μισοκρυμμένο. Λες και δεν θέλει να φαίνεται στα μάτια των πολλών.

analipsi epigrafi (3)

Πλησιάζεις πρώτα στο πίσω μέρος του ιερού. Σε μια πέτρα ψηλά μια ημερομηνία και δύο γράμματα τραβάνε την προσοχή σου (ΙΗ. 5.1954). Να είναι ημερομηνία αποπεράτωσης και το ονοματεπώνυμο του δωρητή; Ποιος ξέρει:
Το μικρό μονοπάτι που αφήνουν τ’ αγκάθια σε οδηγεί δίπλα στον αριστερό τοίχο. Ένα μεγάλο και βαθύ σκίσιμο σου τραβά την προσοχή. Η φθορά από το πέρασμα των 50 χρόνων και ο τελευταίος σεισμός έκαναν καλά τη δουλειά τους.

Analipsi (5)

analipsi eso (4)

Φτάνεις στην πόρτα. Είναι ξασπρισμένη από τη βροχή, τον αέρα, το χιόνι.
Βγάζεις το σχοινάκι που είναι περασμένο στο καρφί και η πόρτα ανοίγει τόσο, όσο για να χωρέσεις. Πρέπει να κατεβείς ένα σκαλοπάτι και να σκύψεις το κεφάλι για να μπεις μέσα. Είναι μια υπόκλιση, μια μετάνοια που πρέπει να κάνεις για να σου επιτραπεί η είσοδος¨ και μπαίνεις! Με προσοχή και κατάνυξη και δέος. Πατάς στο δάπεδο που είναι χωμάτινο και χιλιοπατημένο. Το φως λιγοστό. Μόνο από ένα παράθυρο και αυτό στενό.
Ξύλινες κάθετες σανίδες χωρίζουν το μικρό χώρο του κυρίως ναού από το ιερό. Ούτε περίτεχνα σκαλίσματα, ούτε πολυτέλεια. Οι εικόνες στέκονται λίγο στραβά πάνω σε σκουριασμένα καρφιά. Από πάνω τα καντήλια σβηστά και άδεια, χωρίς λάδι, φυτίλι, φλόγα. Ένα λουλουδένιο ξεθωριασμένο πανί κλείνει την ωραία πύλη. Το παραπόρτι είναι ανοιχτό. Πλησιάζεις. Κρυφοκοιτάς το ιερό. Δεν υπάρχει Αγία Τράπεζα. Το πέτρινο πεζούλι σίγουρα εξυπηρετεί.
Σηκώνεις το κεφάλι. Τις λαμαρίνες του σκέπαστρου της κρατάνε κορμοί ελάτων. Μυρωδιά παλιά, σκονισμένη, ξεχασμένη, πολυκαιρίσια. Στους δύο πλαϊνούς τοίχους, μικρά πεζούλια ασπρισμένα πριν από πολύ καιρό μάλλον, βρίσκονται εκεί για να σε ξεκουράσουν. Κάθεσαι. Η ώρα περά αλλά δεν θέλεις να φύγεις.
Σκέφτεσαι τους ανθρώπους που με τόση σοφία διάλεξαν το μέρος και έχτισαν το ξωκλήσι. Τους ανθρώπους που κουβάλησαν τις πέτρες μια – μια και χτίσανε τους τοίχους, που κόψανε τα δέντρα για να κάνουν τη σκεπή και το τέμπλο. Υλικά που τα μάζεψαν με πολύ κόπο από τη γύρω φύση. Τους ανθρώπους που ήρθαν και προσευχήθηκαν και παρακάλεσαν και έκλαψαν και έταξαν.
Και μετά σκέφτεσαι πως οι άνθρωποι, όχι οι ίδιοι, το παράτησαν έτσι απεριποίητο, έτοιμο να καταρρεύσει, με σκισμένους τους τοίχους, με τα βάτα και τα αγκάθια να το περιζώνουν και με τις σαύρες να φωλιάζουν μέσα του. Με λίγους μόνο πιστούς να ανάβουν ένα κερί και αυτό για λίγο γιατί ο αέρας που μπαίνει από παντού το σβήνει.
Και αναρωτιέσαι. Η σκληρότητα των ανθρώπων, η αδιαφορία, η συνήθεια να παρατάμε και να ξεχνάμε το παλιό για να χαιρόμαστε το καινούριο ή όλα μαζί, βοήθησαν ώστε το πανέμορφο και γραφικότατο αυτό ξωκλήσι ίσως μετά από λίγα χρόνια να μην υπάρχει.
Έλεος! Είναι το μόνο ξωκλήσι του χωριού που απέμεινε μετά την επέμβαση της τεχνολογίας και της αχαριστίας των ανθρώπων. Είναι το μόνο που έμεινε να θυμίζει τον κόπο των παλαιότερων που το έχτισαν πέτρα την πέτρα με μεράκι, αγάπη και πίστη.
Ας βοηθήσουμε όλοι να συντηρηθεί ίσως να αναπαλαιωθεί χωρίς όμως να αλλάξει τίποτε πάνω του. Έτσι θα το χαιρόμαστε μπορεί και περισσότερο από το καινούριο.

Αμαλία Παπαϊωάννου – Βιγκάτο

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ