«ΑΠΟΔΡΑΣΗ»

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
(Γιάννης Καραγιάννης και Γιάννης Μαντάς) 

 

Βρισκόμαστε στα 1948 και ο εμφύλιος πόλεμος βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο. Οι μισοί Έλληνες σκοτώνουν τους άλλους μισούς και το δράμα της πατρίδας μας συνεχίζεται.
Δύο εικοσάχρονα, άβγαλτα παιδιά, ο Γιάννης Μαντάς του Κων/νου (Ντάπος) και ο Γιάννης Καραγιάννης βρίσκονται ξαφνικά στις τάξεις του Δημοτικού Στρατού των ανταρτών. Συμβαίνουν εκεί πολλά πράγματα. Τα οποία όμως θα μας τα εξιστορήσουν οι ίδιοι. Ας τους ακούσουμε λοιπόν.

“Είναι Ιούνιος του 1948 και βόσκουμε τα πρόβατά μας πίσω μεριά στα αμπέλια. Κάποια μέρα πέρασαν από εκεί αντάρτες του Δημοκρατικού στρατού και μας πήραν μαζί τους. Ανεβήκαμε ως τη θέση Πλάκες και από εκεί στη Μπιμπέρω. Από τη Μπιμπέρω μας πήγαν στο χωριό και από εκεί πάνω στον Αϊ-Γιάννη και μετά στα Νοσοκομεία*. Εκεί στρατοπέδευσε όλος ο αντάρτικος στρατός για πέντε ημέρες. Ο Δημοκρατικός στρατός ετοιμάζονταν για το Γράμμο, αλλά εμάς μας έλεγαν ότι θα πάμε στα Χάσια για μια μεγάλη πορεία.

karagian
Την Πέμπτη μέρα μας συγκέντρωσαν και μας μίλησε κάποιος Μητρουλιός, ο οποίος έχει σήμερα αποθήκη ξυλείας στη Λάρισα. Μας είπε ότι έπρεπε να φύγουμε από εκεί γιατί μας είχαν “μυριστεί” τα αεροπλάνα… Τότε, μόλις ακούσαμε αυτό το πράγμα αποφασίσαμε να φύγουμε, να αποδράσουμε. Η ιδέα ήταν του Γιάννη Μαντά. Ήταν προτιμότερο να φεύγαμε από τα Νοσοκομεία γιατί γνωρίζαμε το μέρος. Σε ξένο μέρος θα μας ήταν πολύ δύσκολο. Αν μας έπιαναν θα λέγαμε ότι χάσαμε το δρόμο. Τα παίζαμε όλα για όλα. Έτσι κι αλλιώς χαμένοι ήμασταν…
Εκεί στο αντάρτικο ήταν μαζί μας και άλλοι Καλλιπευκιώτες. Ο Μήτσος Κυλινδρής, ο Μήτρος Μιχαήλ (Γιργούλης) και ο Ζαφείρης Αντωνίου.Κρατήσαμε το μυστικό της απόδρασης μεταξύ μας και όταν ετοιμαστήκαμε το είπαμε και στους άλλους. Ο Ζαφείρης Αντωνίου πολύ φοβόταν. όταν άκουσε το σχέδιό μας απομακρύνθηκε από κοντά μας χωρίς να πει λέξη. Ακολούθησε τους αντάρτες, αλλά σκοτώθηκε προτού φτάσουν στο Γράμμο. Ήταν πολύ καλό παιδί.
Ο Μήτρος Γιργουλής δεν μας ακολούθησε γιατί φοβήθηκε μήπως οι αντάρτες γυρίσουν στο μαντρί και τους πάρουν τα γίδια. Αυτός πολέμησε στο Γράμμο όπου τραυματίστηκε και γλίτωσε από θαύμα.
Ο Μήτσιος Κυλινδρής όταν άκουσε την απόφασή μας είπε: “Ράψτε το στόμα σας και ότι είναι να το κένετε κάντε το”.
Εμείς τελικά αποδράσαμε. Πετάξαμε τα όπλα που μας είχαν δώσει και τραβήξαμε προς τον Παλιό Παντελεήμονα. Όμως προς τα εκεί είχε αντάρτες και αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω. Τραβήξαμε για τη θέση πιξάρι. Όταν φτάσαμε εκεί ακούσαμε να μας φωνάζουν: “Μαντάς!!! Καραγιααάνης!” Ήταν ο Μήτρος Γιργουλής. Τον είχαν στείλει να μας φωνάξει γιατί όταν πήραν προσκλητήριο, αυτός είπε ότι κάπου είχαμε πάει για κατούρημα ή νερό. Και όταν αργούσαμε να γυρίσουμε, τον έστειλαν να μας φωνάξει.
Όλα αυτά γίνονταν απόγευμα γύρω στις έξι (6) η ώρα. Από το Πιξάρι φτάσαμε στο Λιβαδάκι. Στο τάγμα όπως λέγεται και σήμερα το μέρος. Φτάνοντας, εκεί είδαμε να βγαίνουν καπνοί και αρκετά καζάνια ήταν στη φωτιά, με κρέατα. Τα είχαν αφήσει οι αντάρτες και έφυγαν.
Αφού είδαμε ότι δεν υπάρχει κανένας εκεί, σκυφτά, μέσα από τις φτέρες ξεκινήσαμε να φύγουμε και κατά το ηλιοβασίλεμα φτάσαμε στη θέση Σβάρνα. Εκεί κρυμμένοι, είδαμε μια ομάδα ανταρτών η οποία από τη Μπιμπέρω βάδιζε προς το χωριό.
Ένας αντάρτης είχε το όπλο στις πλάτες του και πέρασε πολύ κοντά μας.
Πολλά κοπάδια βοσκούσαν στο Βάλτο*. Μέσα σ’ αυτά ήταν και τα δικά μας.
Ο ήλιος είχε πλέον βασιλέψει και σκοτείνιασε. Τα κοπάδια είχαν φύγει. Εμείς πάντα προφυλακτικά και χαντάκι, χαντάκι φτάσαμε στην Πέτρα και από εκεί απέναντι στο Μπατζιά, κοντά στις γκορτσιές της Απριλιάτικες.
Ανεβήκαμε στη Ράχη και εκεί βρήκαμε τον Ζήση Καραμπατή (Τσιάμη). Τον αφήσαμε και πήγαμε στη Χατζιάτη πάνω από τα Αμπέλια, όπου κοιμούνταν τα κοπάδια μας. Τα φύλαγαν τ’ αδέρφια μας Νίκος Καραγιάννης, Μαντάς Γιώργος, μικρά παιδιά και τα δύο. Ήταν εκεί και οι Τριαντάφυλλος Δουλαπτσής και Λαμπίρης Απόστολος.
Τα παιδιά είχαν αρμέξει τα πρόβατα και έβραζαν το γάλα να φάνε. Επικρατούσε ησυχία. Κρυμμένοι στα πουρνάρια βαραίσαμε “τσιάκ τσιάκ” δύο πέτρες και ήρθαν κοντά μας τα σκυλιά. Το σύνθημα ήταν γνωστό στα σκυλιά μας. Το κάναμε αυτό, γιατί εκεί πήγαινε κάποιος Σαμαράς από τους Γόννους, αντάρτης και έτρωγε γάλα. Φωνάξαμε κοντά μας και τον Τόλιο το Λαμπίρη και τον ρωτήσαμε αν είναι εκεί ο Σαμαράς. Μας είπε ότι έχει να φανεί λίγες μέρες και τον είπαμε να βράσουν σ’ ένα μπακράτσι γάλα για να φάμε.
Ενώ γίνονταν όλα αυτά, εμείς κρυβόμασταν. Είπαμε στα παιδιά να κατεβάσουν τα πρόβατα στους Γόννους και αν δεν μπορούσαν να τα άφηναν εκεί.
Αφού φάγαμε, πήραμε πάλι το δρόμο για τους Γόννους. Όταν φτάσαμε κοντά στον ’γιο Μόδεστο ήταν ακόμα βαθιά νύχτα. Εκεί ήταν φυλάκιο και φύλαγαν στρατιώτες.
Μέχρι που να ξημερώσει κρυβόμασταν. Σαν ξημέρωσε παρουσιαστήκαμε στο σκοπό, του εξηγήσαμε τι συνέβαινε και αυτός μας παρέδωσε σ’ έναν αξιωματικό με μουστάκα. Μπορεί να ήταν ο Νικολόπουλος. Αφού εξηγήσαμε και σ’ αυτόν τι είχε γίνει, μας έδωσαν από μία κουραμάνα ψωμί και μας άφησαν να φύγουμε. Περάσαμε τη βραδιά σε γνωστά μας σπίτια και από εκεί την άλλη μέρα φύγαμε για τη Λάρισα.
Εκεί στα Νοσοκομεία ήταν περίπου 1.500 νέοι. Από αυτούς οι 400 με 500 περίπου ήταν κορίτσια.
Ήταν από τα γύρω χωριά. Αμπελώνα, Ροδιά, Ραψάνη, Καλλιπεύκη κ.λπ. Κάθε μέρα τους εκπαίδευαν. Ήταν ένας κανονικός στρατός.
Από την ταλαιπωρία και την πορεία μέσα από θάμνους, πέτρες και πουρνάρια, τα παπούτσια και τα ρούχα, ιδιαίτερα των γυναικών, είχαν κατασχιστεί όλα. Εκτός από το στρατό είχαν και πάρα πολλά ζώα για τις μεταφορές”.

*Νοσοκομεία: Τοποθεσία Ν.Α. του Αϊ-Γιάννη με πηγές νερού. Εκεί, κατά τον εμφύλιο, οι αντάρτες είχαν στήσει πρόχειρο νοσοκομείο για τις ανάγκες του πολέμου.
**Βάλτος: Έτσι ονομάζεται αλλιώς η αποξηραμένη λίμνη Ασκυρίς.

Καλλιπεύκη 7 Ιουλίου 1999 ημέρα Τετάρτη Επιμελήθηκε ο Κατσιούλας Ζήσης.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ