Γύφτοι στο χωριό 

Καλοκαίρι. Μήνας Θέρος. Ο καιρός ζεστός κι έξω τσιντζίριαζε ο τόπος. Στο έμπα του χωριού, κοντά στην Αγία Παρασκευή, φάνηκαν δυο κάρα που τα έσερναν ισάριθμα παρδαλά και ξερακιανά άλογα. Ήταν φορτωμένα με γύφτους, γυφτούλια και το κουρελοσπιτομάζωμά τους. Εκεί σταμάτησαν. Έκαναν αναγνώριση εδάφους και τελικά «στρατοπεύδευσαν» πίσω από την εκκλησία, στο οικόπεδο δίπλα από το μύλο του Τσιακάλη και του Μασούρα. Από τα κάρα κατέβηκαν δυο μαυριδεροί γύφτοι, τριανταπεντάρηδες περίπου, ξερακιανοί, ψηλοί, άπλυτοι, σκονισμένοι και αξύριστοι. Άλλες τόσες γύφτισσες με μακριά, παρδαλά φουστάνια και τσεμπέρια στο κεφάλι. Καμιά εφτά, οχτώ γυφτούλια από δυο ως δώδεκα χρόνων απεριποίητα, ξυπόλυτα και μερικά ξεβράκωτα. Και τέλος, ένα ταλαίπωρο ζώο με καπίστρι στο κεφάλι. Ήταν μια μαϊμού που, παρόλη την κούραση από το πολύωρο ταξίδι, φαινόταν πρόσχαρη και παιχνιδιάρα. Σε λίγο έστησαν δυο μεγάλες τζιαντούρες, έδεσαν τα ζώα και τακτοποίησαν πολύ γρήγορα το «σπιτικό» τους. Ήρθαν για μεροκάματο και ζητιανιά. Για λίγα ξύλα, τυρί, ψωμί, καμιά πενταροδεκάρα και ό,τι άλλο μπορούσαν να βγάλουν.

Ο ερχομός τους μαθεύτηκε πολύ γρήγορα γιατί, στη βρύση της Αγέλης, κάμποσα παιδιά βρίσκονταν εκεί και βουτούσαν τα κεφάλια τους μέσα στην κοπάνα για δροσιά αλλά και για στοίχημα. Έριχναν χαλίκια μέσα στο νερό και στοιχημάτιζαν για το ποιος θα μπορέσει να τα βγάλει μόνο με το στόμα μέσα από τη βαθιά κουπάνα. Ο ερχομός, όμως, των γύφτων τράβηξε την προσοχή τους και σταμάτησαν το παιχνίδι. Το βλέμμα τους και η προσοχή τους στράφηκε προς τα εκεί. Εξάλλου, οι γύφτοι πάντα αποτελούσαν ξεχωριστή «διασκέδαση» και προκαλούσαν περιέργεια στα παιδιά της χωριού που σπάνια έβλεπαν τέτοιου είδους ανθρώπους. Φοβόταν όμως και να πλησιάσουν, γι’ αυτό και έτρεξαν να πουν το νέο… Σε λίγο, μερικά από αυτά, ο Λέγκος της Κανάκαινας, ο Γκουντής της Γιάνναινας και ο Γιάννης της Βασίλως, ακούστηκαν πιο πάνω να φωνάζουν. «Εεε πιδιααά, ήρθαν γύφτ’ σιακάτ’ σ’ν Αγέλ’! Έχν κι μια μαϊμού, ιλάτι να δείτιιι!». Και αυτόματα, οι διάφορες τρελοπαρέες, άρχισαν να ξετρυπώνουν από δρόμους και σοκάκια και να συγκεντρώνονται διστακτικά στη βρύση της Αγέλης για το «θέαμα».

Το από μακρόθεν θέαμα δεν κράτησε για πολύ γιατί οι γύφτοι «έπιασαν» αμέσως δουλειά. Ο καθένας στο πόστο του. Ο ένας στη γύρα με τη μαϊμού, ο άλλος στο γάνωμα και οι γύφτισσες στη ζητιανιά. Το χωριό το μοίρασαν στα τρία. Τα γυφτάκια παρέμειναν να φυλάγουν τις σκηνές και τα άλογα. Τα τελευταία, από την πείνα που είχαν, έτρωγαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, ακόμα και τα παλούκια του φράχτη που ήταν δίπλα στο μύλο. Ο πρώτος γύφτος με τη μαϊμού βρέθηκε σε λίγο εκεί στα Κατσιαουνάτικα, στον πρώτο δρόμο δεξιά. Από πίσω τους ακολουθούσαν καμιά δεκαπενταριά πιτσιρικάδες γεμάτοι περιέργεια. Από τη φασαρία και τις φωνές, όλη η γειτονιά αναστατώθηκε. Και ξαφνικά, ο γύφτος με τη μαϊμού, βρέθηκαν περιτριγυρισμένοι από ανθρώπους κάθε ηλικίας. Ο γύφτος αυτό περίμενε, να μαζευτεί κόσμος για ν’ αρχίσει  την παράσταση. Χτυπούσε ένα ντέφι και η χαριτωμένη μαϊμού χόρευε. Το χτύπημα του ντεφιού συνοδευόταν και από έναν αμανέ που τραγουδούσε ο ξερακιανός και πεινασμένος γύφτος. Και κάθε φορά που τελείωνε ο χορός, το ζωντανό υπάκουε στα προστάγματα του αφεντικού του.

arkoudiaris

–      Έλα μπρε Μαρικάκι μου, κάνε μπρε να δουν τα παιντιά κι οι γκέροι, πώς στολίζονται τα κορίτσια;

Και το Μαρικάκι έπαιρνε ένα καθρεφτάκι από το γύφτο, σηκωνόταν στα δύο και έκανε πως καθρεφτιζόταν.

–      Κάνε τώρα Μαρικάκι μου, πώς περπατάει ο γκέρος με το γκρέα;

Και το Μαρικάκι έπαιρνε το μπαστούνι που κρατούσε ο γύφτος και καμωνόταν το γέρο με τη γριά.

Στο μεταξύ, το πλήθος κοιτούσε με μεγάλη περιέργεια, γελούσε και σχολίαζε το σπάνιο θέαμα.

–      Α ρα, κι πάρου καμιά φούρκα, θα πλαλάει η γύφτους να βρει τ’ μαϊμού απάν’ σι κάνα δέντρου, ακούστηκε να λέει ο μπαρμπα-Κώστας ο καλαμπουρτζής. Α ρα, δεν τηράτι τι κώλου κόκκινου έχ’; Λέσια είνι, συμπλήρωσε.

–      Α ρα, τέρα του, τέρα του του έρμου πως κάν’ τα σκέρτσα, συμπλήρωσε ο άλλος καλαμπουρτζής, ο μπαρμπα-Τόλιος. Τηράτι του γύφτου τι λουγιός είνι! Σα στιγνός μπακαλιάρους. Κι απολύκου του σκλί, δεν θα δει κατά πού θα πααίν’ κι η γύφτους κι η μαϊμού!

Στο μεταξύ τα παιδιά είχαν πλησιάσει πολύ κοντά στο δίδυμο της παράστασης και μερικά ενοχλούσαν. Η μαϊμού, κάθε φορά που τα αισθανόταν σιμά της, γύριζε προς το μέρος τους και τα φοβέριζε δείχνοντας τα δόντια της. Ο γύφτος από την άλλη, την τραβούσε από το καπίστρι και τα προέτρεπε ικετευτικά να μην την πειράζουν. Η θεια Παγώνα που παρατηρούσε τις άγριες διαθέσεις του ζώου, όταν είδε το γιο της να το πειράζει, έβαλε τις φωνές.

–      Βρε παλαβέ, φέγα απού κει. Θα σι δαγκώσ’ η μαϊμού κι θα σι πλαλούμι στου γιατρό!

Σε λίγο η παράσταση έλαβε τέλος και ο γύφτος ζήτησε την πληρωμή του.

–      Καλέ κεράντες, ντόστι μι λίγο ψωμί, τυρί ή ό,τι τέλετε!

Μερικές, φιλοτιμήθηκαν και πετάχτηκαν να φέρουν κάτι. Ο γύφτος τα έχωσε βιαστικά σε ένα σάκο της κακιάς ώρας και ευχαρίστησε την κάθε μια χωριστά:

–      Ευκαριστώ πολύ, μπρε, κερά μου, Θεός σχωρέσ’ τα πιτ(θ)αμένα σου μπρε!

Και αφού μάζεψε όσα του έφεραν, συνέχισε για την παραπάνω γειτονιά όχι όμως μόνος του. Από πίσω ακολουθούσε το παιδομάνι και γινόταν χαμός. Η μαϊμού ενοχλούνταν πολύ από το θόρυβο και την παρουσία τους και κάθε τόσο γύριζε και έδειχνε τα δόντια της. Ο γύφτος την καθησύχαζε και προχωρούσε χτυπώντας το ντέφι και τραγουδώντας τον ίδιο αμανέ. Το σούρουπο τον βρήκε κάπου κοντά στην βρύση Τσιαγκάλω και σε λίγο πήρε το δρόμο για το τσαντίρι του. Οι τρελοπαρέες και αυτές, όλη την ημέρα από κοντά. Και μόνο, όταν ο γύφτος έφτασε στην Αγέλη, τότε αποφάσισαν και αυτές να σκορπίσουν, γιατί είχε μουργκίσει* και οι μάνες που είχαν τα παιδιά τους όλη την ημέρα χαμένα, άρχισαν να βγαίνουν και να φωνάζουν.

–      Αρέ Κώτσιου, αρέ Γιάνν’, ιλάτι αγλήγουρα στου σπίτ’. Θα σας κριμάσ’ η μπαμπάς σας! Πού πλαλάτι όλ’ μέρα; Ιλάτι στου σπίτ’ κι θα σας δείξου ιγώ!

Οι απειλητικές φωνές των μανάδων χάνονταν μέσα στο σκοτάδι και όσοι από τους «παραβάτες» τις άκουγαν, έτρεχαν γρήγορα για να μην γίνουν χειρότερα τα πράγματα, όπως έγινε με τα παιδιά της κυρά Μαρίας που τα έψαχνε τώρα μέσα στο σκοτάδι.

–      Βρε πιδιά, μήπους είνι ιδώ η Νάσιους μι τουν Τραντάφλου; Μήπους τα είδιτι; Τα έχου όλ’ μέρα χαμένα!

–      Τα είδα ιγώ τχεια, την απάντησε ο Σησιός* της Τέγαινας* που την αναγνώρισε μέσα στο σκοτάδι. Πήγαν σιακάτ’ σ’ν Αγέλ’ να δουν τ’ς  γύφτ’ κι τ’ μαϊμού!

–      Καλά πιδί μ’, είπε η θεια Μαρία και μονολογώντας, συνέχισε το δρόμο της για την Αγέλη. Αχ, τουρκούλια, θα σας ξιραχιάσου! Δε χόρτασέτι όλ’ μέρα; Να δω πώς θα φέρτι τα μούτρια σας στου σπίτ’;

Σε λίγο έφτασε κοντά στα τσαντίρια και είδε τα προκομμένα της να χαζεύουν τους γύφτους που ήταν γύρω από την αναμμένη φωτιά. Τα φώναξε, και όταν πήγαν κοντά της, άρχισε τον εξάψαλμο.

–   Πού είστι βρε αχαΐριφτα, πού πλαλάτι όλ’ μέρα; Να σας παραχώσου, να μην σας έχου! Ήρθι η μπαμπάς σας κι τρώει τ’ς  πέτρις στου σπίτ’. Θα μι παραχώσ’ κι μένα κι σας. Πώς θα πάμι στου σπίτ’ τώρα; Βρε ξιραμέμα, βρε δαβλιασμένα, τι τζιάπια* να τουν δώσου;

Ο μπαρμπα-Στέργιος, ο άνδρας της κυρά Μαρίας, ήταν υλοτόμος και είχε γυρίσει κουρασμένος από το ρουμάνι. Ζήτησε τα παιδιά του για να τα στείλει να πάνε στη «Φτωχομάνα», στο μπακάλικο του μπαρμπ’- Αντώνη να αγοράσουν πέταλα για να πεταλώσει τα μουλάρια, αλλά όταν είχε νυχτώσει και δεν επέστρεφαν στο σπίτι, έγινε έξω φρενών. Ήταν που ήταν νευρικός, τώρα έγινε θηρίο ανήμερο, ήταν για τα σίδερα, γι’ αυτό και τα έβαλε με τη γυναίκα του. Αυτή η κακομοίρα, έτρεμε όταν τον άκουγε να φωνάζει και τον καλόπιανε μέχρι να περάσει η μπόρα. Γιατί, όταν τον «έπιανε» γινόταν τρικυμία στο σπίτι τους. Έδερνε τα παιδιά, και «κατέβαζε» καντήλια, Θεούς και Παναγίες. Τα ίδια έγιναν και αυτή την ημέρα. Νευρίασε, έβρισε Θεούς και δαίμονες και άφρισε από το κακό του. Και, χάλια ώρες, έδωσε διαταγή στη γυναίκα του: «Σύρι να τα βρεις γιατί… κι γω δεν ξέρου τι θα γέν’ απόψι!..». Γι’ αυτό και αυτή βγήκε στο χωριό για να τα ψάξει. Και τώρα που τα έφερνε στο σπίτι, σκεφτόταν τι θα γίνει. Να την έσφαζες, αίμα δεν θα έβγαζε. Καμιά φορά έφτασαν στο κονάκι τους και τσιμουδιά δεν έβγαζε κανείς. Την ώρα εκείνη ο μπαρμπα-Στέργιος ήταν χωμένος μέσα στην καλύβα και πάχνιαζε τα οικόσιτα βρίζοντας: «Να ψουφίστι μαγκούφκα! Δε μι φτάν’ η τυράγνια, έχου κι σας ψουφίμια!». Τότε και αυτή συμβούλεψε ψυθιριστά τα παιδιά να πάνε μέσα και να πέσουν γρήγορα για ύπνο, μήπως και τα λυπηθεί ο πατέρας τους και σταματήσει εδώ το κακό!

Σε μισή ώρα περίπου, ο μπαρμπα-Στέργιος είχε τελειώσει με τα ζωντανά και μπήκε στο σπίτι. Στο χαγιάτι βρήκε τη γυναίκα του να τρέμει σαν φύλλο.

–      Τι έκανις μαρή, τα βρήκις; τη ρώτησε κάπως μαλακά.

–      Τα βρήκα Στέργιου, απάντησε εκείνη κομπιασμένα και περίμενε με αγωνία τη συνέχεια.

–      Πού ήντα; ξαναρώτησε με σηκωμένη φωνή τώρα.

–      Ιά, άστα τώρα. Έπισαν να κοιμθούν. Ταχιά μι του καλό τα μαλώντς άμα θέλ’ς!

Και χωρίς να ρωτήσει ξανά, τράβηξε ίσια για το στρώμα που «κοιμούνταν» τα παιδιά. Αρπάζει τα στρώματα και φωνάζει.

–    Σκουθείτι απάν βρε κιαρατάδις! Κάντι πως κοιμάστι! Θα σας δείξου τώρα ιγώ!

Και χωρίς να περιμένει, βγάζει το ζωνάρι και αρχίζει να τα δέρνει. Αυτά άρχισαν να κλαίνε και να φωνάζουν: «Αχ λελέ μανούλα μου, δε θα του ξανακάνουμι!, μη μπαμπά, δε θα ξαναφύγουμι!» κλπ. Η μάνα  μπήκε στη μέση για να  τα προστατέψει από την οργή του άνδρα της.

–      Μη Στέργιου, μη χτυπάς τα πιδιά, δε θα του ξανακάν’!

Και όταν τα πράγματα αγρίεψαν περισσότερο, συνέχισε να ικετεύει.

–      Μηηη βρε Στέργιου, κακό θα μας κάντζ, μύθου θ’ αφήκουμι στου χουριό!

Τελικά, από την άνιση μάχη, ο Τριαντάφυλλος κατόρθωσε να ξεφύγει. Δεν ξαναγύρισε στο σπίτι εκείνη τη νύχτα και ένας Θεός ξέρει σε ποια κρυψώνα κούρνιασε μέχρι να ξημερώσει. Ο Θανάσης στάθηκε πολύ άτυχος. Ο πατέρας του τον άρπαξε από το χέρι, τον έδεσε από τα πόδια με ένα σκοινί και τον κρέμασε ανάποδα από το χοντρό κλωνάρι της καρυδιάς που είχαν στην αυλή. Κατόπιν πήρε σάλομα και το άναψε κάτω από το κεφάλι του.

–      Απάντα μι βρε κιαρατά, θα του ματακάντζ  αυτό άλλ’ βουλά; Απάντα μι γιατί θα σι κάψου απόψι, δε μι γλιτώντζ!

–      Όχ(ι) μπαμπά, δε θα του ξανακάνου, σι ουρκίζουμι, απαντούσε με λιγμούς ο Θανάσης.

Η μάνα, που παρακολουθούσε με αγωνία τη σκηνή, δεν άντεξε και ξέσπασε σε κλάματα και κατάρες.

–  Αχ βρε χαλιαρά, να σι κουλαθούν τα χέρια! Απ’ να βγάλς ν-κακιά τ’ν αρρώστια! Θα μας κλείσ’ του σπίτ’ αχαΐριφτι!

Στο τέλος, ο πατέρας του τον ξεκρέμασε, τον απείλησε και πάλι και τον άφησε να πάει για «ύπνο». Η νύχτα ήταν εφιαλτική για όλους. Την άλλη μέρα, κατά το μεσημέρι, παρουσιάστηκε δειλά δειλά και ο Τριαντάφυλλος και όλα τελείωσαν εδώ. Από τότε «έβαλαν» μυαλό και πάντα συμμαζεύονταν νωρίς τα βράδια στο σπίτι.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στους γύφτους και ας δούμε τη συνέχεια της ιστορίας μας. Ο δεύτερος γύφτος, ο πιο ψηλός, φορτώθηκε τα εργαλεία του για το γάνωμα και ακολούθησε τον κεντρικό δρόμο. Από του Πανάρα το σπίτι άρχισε κιόλας να φωνάζει: «Ο γανωτζήηης, χαλκώματα γανώνωωωω, ο γανωτζήηης! Ελάτε κεράντες μου, γανώνω κουτάλια, πιρόνια, ταψιάαα και ταβάααντες!». Στο άκουσμα της φωνής του, μερικές γυναίκες βγήκαν για να δουν και να φωνάξουν.

–  Αρέ μάστουρα, σταμάτα στη βρύσ’ να φέρουμι τ’ αγγειά μας!

Ο γύφτος άκουσε και σταμάτησε εκεί στη βρύση της Ντόνταινας. Ακούμπησε τα εργαλεία του δίπλα στο σπίτι της Νικόλαινας, στον ίσκιο και περίμενε. Σε λίγο κατέφτασαν εκεί καμιά δεκαριά γυναίκες. Άλλη με κουτάλια, άλλη με τον ταβά και μερικές με τις μπακράτσες. Πρώτη πήρε το λόγο η Γιάνναινα.

–   Πόσου θα μι τα γανώσ’ τα κουτάλια μάστουρα;

–  Μη φοβάσαι μπρε κερά μου, μόνο ντύο αβγά να μου φέρεις και λίγκο ψωμί. Άντε κερά μου, πήγαινε να τα βράσεις και φέρτα μου γιατί πεινάου πολύ. Και ως να έρτεις, θα τα έχω έτοιμα εγκώ!

Η Γιάνναινα έφυγε για να φέρει τα αβγά. Ο γύφτος άναψε ένας είδος καμινέτου και από πάνω από μια τρύπα, έριξε μερικά κομμάτια καλάι για να λιώσουν και άρχισε να τα γανώνει. Μετά από λίγο, στο τέλειωμα των κουταλιών, κατέφτασε και η Γιάνναινα με λίγο ψωμί και δυο αβγά βραστά. Ο γύφτος, παρέδωσε την παραγγελία, και χωρίς να χάσει καιρό, έσπασε ένα κομμάτι ψωμί, έχωσε μισό αβγό στο στόμα και άρχισε να τρώει λαίμαργα κάτω από τα βλέμματα των πελατών του. Αλλά δεν λησμόνησε να ευχαριστήσει και την Γιάνναινα.

–  Ευκαριστώ πολύ μπρε κερά μου, Θεός σχωρέσ’ τα πετ(θ)αμένα σου! Άμα έχεις και τίποτε άλλο φέρε να πάω και στα πιντδιά μου γιατί πεινάνε!

Η Γιάνναινα έκανε πως δεν άκουσε και το λόγο πήρε τώρα η Γιώργαινα.

–  Ιμένα μάστουρα, πόσου θα μι γανώσ’ τ’ μπακράτσα;

–  Εσένα κερά μου, είναι μιγκάλο το αγγειό σου. Θα μου φέρεις λίγκο ψωμί, λίγκο τυρί και τρία ξύλα να ζεστάνω τα πιντιά μου!

–  Ιμένα μάστουρα, μι πέρς πουλύ ακριβά. Ιμείς δεν έχουμι πρόβατα, πού θα του βρω του τυρί;

–  Μπρε κερά μου, τότες φέρε μου απ’ αυτά που έχεις, ντε τα καλάσουμε το παζάρι!

Ο γανωτζής έφαγε σχεδόν όλη την ημέρα εκεί και δεν είχε τελειώσει. Η σκιά της Τσιούκλας είχε σκεπάσει τη γειτονιά της Ντόνταινας, γι’ αυτό και αυτός, κουρασμένος πλέον, μάζεψε τα εργαλεία του και ανακοίνωσε στις παραστεκάμενες ότι θα μείνουν στο χωριό για καμιά βδομάδα και να μην ανησυχούν. Θα ξαναπεράσει για να συνεχίσει. Έπειτα φορτώθηκε εργαλεία, τρόφιμα και ξύλα και κατηφόρισε για το τσαντίρι του κατευχαριστημένος. Δόξα τω Θεώ, καλά πήγε η πρώτη ημέρα. Δεν θα γκουργκουρίζουν απόψε οι κοιλιές των γύφτων και θα ζεστάνουν ψίχα το κοκαλάκι τους, που τη νύχτα, παρόλη την καλοκαιριά, ήθελαν ζεστασιά.

Οι γυναίκες που περίμεναν τη σειρά τους για να γανώσουν, άρχισαν να διαλύονται και μόνο η Μήτσαινα είπε στις υπόλοιπες.

–      Γναίκις, ε γναίκις. Στου χουριό πλαλούν κι δυο γύφτσις. Μην αφήνιτι ανοιχτά τα σπίτια σας γιατί κλέβν οι παλιουμαστόρσις. Άκσα πως πήγαν στου σπίτ’ τ’ς Καλλιόπους ικεί σιαπάν στα Καστουράτκα, δεν βρήκαν κανέναν κι μπήκαν κι έκλιψαν τα παντουφλιά τ’ς μανιάς. Τα μάτια σας δικατέσσιρα!

Πραγματικά, οι δυο γύφτισσες, μόλις έφυγαν οι γύφτοι, άφησαν στα τσαντίρια τα παιδιά τους και άρχισαν τη ζητιανιά από τα πρώτα κιόλας σπίτια του χωριού. Μάζεψαν λίγα τρόφιμα και επέστρεψαν γρήγορα για να ταΐσουν τα πεινασμένα γυφτάκια που περίμεναν όπως τα μικρά χελιδόνια τις μητέρες τους. Και αφού τακτοποίησαν τη φαμίλια τους, ξεχύθηκαν πάλι μέσα στο χωριό, παίρνοντας σβάρνα τα φτωχά νοικοκυριά. Η δουλειά τους, όμως, δεν αποδείχτηκε και τόσο εύκολη. Γιατί, σε άλλα μεν σπίτια τις υποδέχονταν με καλοσύνη, σε άλλα δε, τις έδιωχναν. Και σα να μην έφταναν αυτά, είχαν να αντιμετωπίσουν και την πιτσιρικάδα που έτρεχε από κοντά τους και τις εμπόδιζε στο έργο τους.

Τη δεύτερη μέρα, λίγο πριν από το μεσημέρι, οι γύφτισσες φάνηκαν στην πάνω γειτονιά, κοντά στη βρύση του Γκαναβούρα. Ήταν έτοιμες να μπουν στην αυλή της Κώσταινας. Η Κώσταινα, όμως, τις αντιλήφθηκε και έπιασε μέσα από την πορτοξυλή της. Οι γύφτισσες από την έξω μεριά, ήθελαν ντε και καλά να μπουν, αλλά η Κώσταινα που ήταν μόνη της στο σπίτι και φοβόταν, ήταν ανένδοτη.

–  Σας είπα φυγάτι, δεν έχου τίπουτα να σας δώσου!

Και βλέποντας ότι δεν καταλαβαίνουν, τις φοβέρισε με ψέματα.

–  Σας είπα φυγάτι, θα φουνάξου τουν άντρα μ’, θ’ απουλύκου του σκλί κι θα σας κάν’ κουμάτια! Άι στου καλό σας απού δω!

Οι γύφτισσες φοβήθηκαν και αποφάσισαν να φύγουν, ενώ η Κώσταινα, που στο σπίτι της ούτε κότα λαλούσε ούτε σκύλο είχε ποτέ και ούτε άνθρωπο έβαζε από μέσα, καρφώθηκε εκεί στην ξύλινη εξώπορτα και δεν έλεγε να μπει μέσα, αν πρώτα δεν σιγουρευόταν για τη φυγή τους. Στο μεταξύ, καμιά εικοσαριά πιτσιρικάδες που ακολουθούσαν τις γύφτισσες, είχαν σκαρφαλώσει πάνω στη βρύση και περίμεναν. Και μόλις τις είδαν να φεύγουν, άρχισαν να πετούν πέτρες και να φωνάζουν ρυθμικά και τραγουδιστά.

Γύφτσα, γκουρμπέτσα* τα μαλλιά σου πέτσα*,

Γύφτσα, γκουρμπέτσα τα μαλλιά σου πέτσα!!!.

Τότε έγινε χαμός. Οι γύφτισσες άρχισαν να τρέχουν, και όσο αυτές έτρεχαν, άλλο τόσο και τα πιτσιρίκια έπαιρναν θάρρος και έτρεχαν από κοντά τους φωνάζοντας και πετροβολώντας. Σε λίγο πέρασαν έντρομες μπροστά από το σπίτι της κυρά Βαγγελής και βλέποντας ανοιχτή την εξώπορτα της Αποστόλαινας, χώθηκαν μέσα για να ζητήσουν βοήθεια και καταφύγιο. Η θεια Αποστόλαινα, σαν είδε να μπαίνουν τρομαγμένες οι γύφτισσες στην αυλή της, λες και ήταν γίδια που τα κυνηγούσε ο λύκος, πετάχτηκε έξω για να δει τι συμβαίνει. Και βλέποντας το παιδομάνι να φωνάζει και να κρατάει τρόχαλα στα χέρια του, τα αποπήρε.

–    Άι, δεν αντρέπισέστι τουρκούλια, άι άι, τρανά, τρανά απού δω! Αφκήτι τ’ς μαστόρσις ήσυχις!

Τα παιδιά παραμέρισαν αλλά δεν απομακρύνθηκαν. Τα πιο αχαμνά και θαρραλέα από αυτά, όπως ο Λιος* της Θειας Βασίλως, ο Κίτσιος* της Αλσαβώς και ο Θωμάς της κυρά Γιώργαινας, κρατώντας ακόμα τις πέτρες στα χέρια τους, τα τράβηξαν όλα στη βρύση του Ντιλνίκου και περίμεναν… Οι γύφτισσες στο μεταξύ, βρίσκοντας σιγουριά, ξεθάρρεψαν και έπιασαν κουβέντα με τους ενοίκους, χωρίς να λησμονήσουν βέβαια και τη ζητιανιά. Σε κάτι παλιοσακίδια έβαλαν τα φαγώσιμα που τις έδωσαν και ευχαρίστησαν.

–      Ευκαριστούμε μπρε κερά μου, να σχωριθούν τα πεταμένα σου μπρε! Έχουμι κι μεις πιντάκια κι πεινάνι τα καημένα. Αλλά, τώρα πώς θα φύγουμι, μπρε κυράντες μου; Για κοίτα μπρε, αυτά τα παλιόπαιντα, είναι όξω στο ντρόμο ακόμα;

Η Αποστόλαινα κοίταξε και δεν είδε παιδιά. Αυτά είχαν φύγει γιατί βαρέθηκαν να περιμένουν μια και είχε περάσει κάμποση ώρα και το «παιχνίδι» τους δεν έλεγε να κάνει εμφάνιση. Στο μεταξύ, οι γύφτισσες είχαν πιάσει κουβέντα με την κυρά Χρίσταινα, την γειτόνισσα της Αποστόλαινας που βρέθηκε εκεί γιατί πήγε να γυρέψει το κόσκινό της που το είχε δανείσει και τώρα το χρειαζόταν για να κοσκινίσει λίγο παλιό σιτάρι.

–  Δε μι λέτι μαστόρσις, μήπους ξέρτι να λέτι κι του φλυτζιάν’;

Οι γύφτισσες κοιτάχτηκαν με κλεφτές ματιές, κατάλαβαν πως η «δουλειά έχει ψωμί», γιατί οι αφελείς αφθονούν στον κόσμο, και η μεγαλύτερη στην ηλικία, απάντησε στη Χρίσταινα που ήταν χήρα.

–  Ναι μπρε κερά μου, και το φλυτζάνι και την απαλάμη και το μοίρα σας να σας λέω εγκώ. Ούλα τα ξέρω μπρε μάτια μου, τα έμαθα από τον παππού μου το γκύφτο και τη γκριά του. Φκιάστε αγλήγορα έναν καφέ γιατί τέλουμε να πάμε στα πιντιά μας μπρε!

Σε λίγο, δύο καφέδες αχνιστοί από κριθάρι, ήταν έτοιμοι. Τους ήπιαν στα σβέλτα οι ενδιαφερόμενες, κατόπιν έκλωσαν κι από δω κι από κει, καμιά δεκαριά γυροβολιές τα φλιτζάνια για να κάνει ο καφές πολλά παρδαλούδια, και στη συνέχεια, τα αναποδογύρισαν με θρησκευτική ευλάβεια πάνω σε μια παλιά εφημερίδα, μην τυχόν και δεν γραφτεί η τύχη τους όπως θα την ήθελαν! Η γύφτισσα, που μέσα στην κουβέντα που είχαν προηγούμενα, είχε δει και είχε «κλέψει» αυτά που ήθελε, σε λίγο πήρε στα χέρια της το φλιτζάνι της Χρίσταινας. Αφού το εξέτασε για λίγο με πολλή «προσοχή», άρχισε να λέει. «Εσύ μπρε κερά μου, μαύρη είναι η ψυχή σου, άντρωπο έχασες στο σπίτι σου, αλλά χαρά θα πάρεις μπρε, στέφανα βλέπω εντώ».

– Θα βγουν αγλήγουρα μαστόρσα; πετάχτηκε η Χρίσταινα που είχε καρφώσει τα μάτια της πάνω στο φλιτζάνι και ανυπομονούσε να μάθει για την τύχη του σπιτιού της και το ριζικό της.

–      Μη βιάζεσαι μπρε κερά μου. Να, βγαίνουν, μέσα σε ένα ντέκα. Αλλά, μπρε κερά μου, έχεις να μας φέρεις καμιά κότα; Πεινάνε τα πιντιά μας!

–      Πέτου ισύ του φλυτζιάν’ κι μη σι νοιάζ’, πετάχτηκε ξανά η Χρίσταινα.

–      Αυτά μπρε κερά μου, δεν βλέπω άλλα. Φέρε την κότα πρώτα κι ύστερις σε λέω και το παλάμη, τζάμπα μπρε, τζάμπα!

Η Χρίσταινα, χωρίς να χάσει καιρό, πήγε τα ξεστρώντα* στο σπίτι της και έφερε γρήγορα μια μαύρη γριά κότα, από τις λιγοστές που είχε. Πού θα ξανάβρισκε ευκαιρία για να μάθει αυτά που ήξερε; Από την άλλη, η γύφτισσα, που στην απάτη και στο ψέμα δεν την έφτανε κανένας, αφού τακτοποίησε το πουλερικό, έπιασε την παλάμη του θύματός της και άρχισε πάλι τα δικά της. «Καλέ κερά μου, βαθιές γραμμές έχει το απαλάμη σου μπρε. Πολλά χρόνια θα ζήσεις και πολλά εγγόνια θα κάνεις. Το ντρόμο μπρε, είναι ντύσκολο αλλά στο τέλος ευτυχία θα έχεις!» κλπ, κλπ.

Μετά ήρθε η σειρά της Αποστόλαινας. Με αγωνία άκουσε και αυτή αυτά που γνώριζε για το σπιτικό της. Οι γύφτισσες, ικανοποιημένες από το αναπάντεχο μεροκάματο και την περιποίηση που έτυχαν, τα μάζεψαν για να φύγουν. Τελικά, σε καλό τις βγήκε το πετροβόλημα των παιδιών. Και όχι μόνο αυτό. Γρήγορα διαδόθηκε στο χωριό ότι λένε τη μοίρα και διαβάζουν το φλιτζάνι. Γι’ αυτό, πολλές αφελείς γυναικούλες, τις έμπασαν από μέσα και πλήρωσαν ακριβά «το μοίρα» τους, όπως και η κυρά Χρίσταινα. Που, κουβεντιάζοντας με τη γύφτισσα, της είπε για τα βάσανά της και τα παιδιά της. Και ύστερα της τα βρήκε όλα, ακόμα και τον άνθρωπο που έχασε, λες και η γύφτισσα δεν πρόσεξε που ήταν στα ολόμαυρα ντυμένη.

Αναχώρησαν οι γύφτισσες, πήραν τον κατήφορο προς τους Αγίους Αποστόλους και η κυρά Χρίσταινα ήταν ακόμα εκεί στης Αποστόλαινας. Το κόσκινο το είχε ξεχάσει τώρα και μόνο το μοίρα της σκεφτόταν. Το σιτάρι θα το κοσκίνιζε «απού ταχιά», όπως έλεγε και εκείνη. Και πάνω στην κουβέντα φάνηκε στην εξώπορτα ο μεγάλος γιος της, ο Νίκος. Ήρθε να τη φωνάξει γιατί, το κόσκινο την έστειλε να ζητήσει και κόσκινο έγινε.

–      Άντι βρε μάνα, ιδώ είσι ακόμα; Ιγώ σι έστειλα να φέρς του κόσκινου κι όχ’ για μουχαμπέτια. Έλα στου σπίτ’ να κουσκινίσουμι του στιάρ’ να πααίνου στου μύλου να αλέσου!

–      Καλά βρε πιδί μ’, βρήκα ιδώ ντυο γύφτσις κι μας είπαν του φλιτζιάν! Γι’ αυτό έκατσα.

–      Αχ, μι φαίνιτι δεν έχιτι ντιπ νινιό στου κιφάλ’. Γι’ αυτό ήρθις κι πήρις τ’ λάια ν-κότα; Φτάν’ που δεν έχουμι ιμείς να φάμι, δίνιτι κι τ’ς γύφτσις! Ντιπ αϊάρια* δεν έχιτι στου κιφάλι σας! Σας κουρουδεύν οι παλιόγυφτσις κι χαμπάρ’ δεν παίρνιτι! Α ρα, άμα αυτές ήξιραν απού τέτοια, ζητιάνις θα ήταν; Θα ήταν πλούσιις. Αλλά, άμα δεν είνι οι χαζοί πώς θα ζήσν οι γνουμικοί;

Είπε και άλλα ο Νίκος στις δυο γυναίκες και τελικά πήρε τη μάνα του για να φύγουν. Την πονεμένη μάνα  που ποτέ δεν την κακοκάρδισε από τότε που χάθηκε ο πατέρας του. Αυτός έμεινε τώρα στο πόδι του μακαρίτη. Αυτόν είχε στήριγμα κι εκείνη.

Μια άλλη μέρα, πολύ πρωί ξύπνησε ένας από τους γύφτους. Έριξε μια ματιά στην αλυσοδεμένη μαϊμού  και ο ίδιος σκαρφάλωσε στην Τσιούκλα. Κρύφτηκε πίσω από μια μεγάλη βατσινιά για να μην φαίνεται και έκανε τα «πρωινά» του. Πολύ πρωί κατέβηκε και ο μυλωνάς ο Γιαννής που ήταν και ξυλουργός για να βάλει «μπρος» την πριονοκορδέλα αλλά και το μύλο γιατί είχαν μαζευτεί πολλά αλέσματα. Τρεις φορές την εβδομάδα άλεθε. Και ακριβώς εκείνη την ώρα που ο γύφτος είχε κρυφτεί πίσω από τη βατσινιά, έφτασε εκεί. Έριξε μια ματιά γύρω και δεν είδε κανέναν. Μόνο το Μαρικάκι, τη μαϊμού, πρόσεξε εκεί κοντά. Τότε και αυτός, σκέφτηκε να το πειράξει. Κόβει μια τσουκνίδα, και χωρίς να τον πάρει μυρουδιά, το δίνει μια στον πισινό του. Η μαϊμού τινάχτηκε από το τσούκνισμα, έκοψε τον άλσο και το έκοψε κατατρομαγμένη προς το βουνό. Ο Γιαννής, αφού γέλασε με το αστείο του, και προτού ανοίξει το μύλο, κοίταξε μήπως τον είδε κανένας γύφτος  και έκανε χάζι με τη μαϊμού που έπιανε τον πισινό της και δεν έλεγε να κατεβεί από την Τσιούκλα.

Στο μεταξύ, ο γύφτος που είχε τελειώσει τη δουλειά του, επέστρεψε στο τσαντίρι του, αλλά δεν είδε τη μαϊμού. Φώναξε, έψαξε και τελικά, την πήρε το μάτι του πάνω στο βουνό. Τη φώναξε στη γλώσσα της να κατέβει, αλλά το ζώο δεν το τολμούσε. Τότε και αυτός αποφάσισε να πάει πιο κοντά και να την παρακαλέσει ικετευτικά.

–   Έλα μπρε Μαρικάκι μου, έλα μπρε κοπέλα μου, κατέβα από το βουνό, τι έπαθες;

Το Μαρικάκι όμως, δεν έλεγε να υπακούσει στις παραινέσεις του αφεντικού του παρά μόνο κοιτούσε αγριεμένο και συχνά πυκνά έξυνε και έβλεπε τον πισινό του. Τελικά, μετά από κάμποση ώρα, όταν το τσούξιμο από την τσουκνίδα καταπράυνε, αποφάσισε να επιστρέψει στη γυφτοπαρέα του.

Η ζωή, όμως, δεν κρύβει απρόοπτα μόνο για τα ζώα, αλλά και για τους ανθρώπους. Όπως την έπαθε η μαϊμού, την έπαθαν και οι γύφτισσες. Κάποια απ’ αυτές τις μέρες, λοιπόν, είχαν βγει πάλι στη ζητιανιά. Ο ήλιος είχε βγει τρεις κούντες* ψηλά και οι γύφτισσες φάνηκαν στη Βρυσοπούλα. Πήγαν στη βρύση να ξεδιψάσουν και να συνεχίσουν ξεκούραστες. Όμως, δεν έχαναν και την ευκαιρία. Κάθε φορά που συναντούσαν κάποιον περαστικό, άπλωναν το χέρι και ό,τι βγάλουν! Το ίδιο έκαναν και όταν έφτασαν στη βρύση. Εκεί συνάντησαν κάποιον χωρικό που είχε το σπίτι του εκεί κοντά και συχνά πυκνά, έκανε την εμφάνισή του για νερό και χωρατά, γιατί η βρύση και ιδιαίτερα η Βρυσοπούλα, μάζευε πολλούς γείτονες εκείνα τα χρόνια. Είχε και έχει ως σήμερα, το καλύτερο και το πιο δροσερό νερό. Οι γύφτισσες, μόλις πλησίασαν, άπλωσαν πάλι τα χέρια της.

–  Καλέ μπάρμπα, να ζήσουν τα πιντιά σου, Θεός σχωρέσ’ τα πεταμένα σου μπρε, πεινάνε τα πιντιά μας, ντώσε μας κάτι! Να σε πούμε και το μοίρα σου μπρε!

Ο χωρικός εκείνη τη στιγμή κάτι κρατούσε στα χέρια του και σκεφτόταν τι να σκαρώσει για τις γύφτισσες. Εξάλλου, πολλές φορές χωράτευε και σκάρωνε κασκαρίκες* σε γνωστούς και αγνώστους. Και τώρα που είχε μπροστά του τις ζητιάνες, κάτι σκέφτηκε. Και αφού οι γύφτισσες δεν ξεκολλούσαν από εκεί, όπως η μύγα απ’ το σκατό, και τον ενοχλούσαν επίμονα, βρήκε την ευκαιρία να δράσει.

–  Βρε μαστόρσα, λέει στην πιο μικρή. Ιδώ στου τζιόπου μ’ έχου ντυο δικάρις, αλλά έχου τα χέρια μ’ λιρουμένα. Δεν βάζ’ του χέρι σ’ να τ’ς πάρς;

Και χωρίς να χάσει καιρό η γύφτισσα, χώνει το χέρι βαθιά στην τσέπη του αλλά δεν έπιανε τίποτε ούτε το τέρμα έβρισκε..

–  Μπρε μπάρμπα, ντεν έχει πάτο η τζέπη σου; ρώτησε απορημένη η γύφτισσα.

–  Βάλτου παρακάτ’ μαστόρσα, είνι βαθύς, απάντησε εκείνος.

Χώνει παρακάτω το χέρι η μαστόρισσα, αλλά ω του θαύματος! Αντί για χρήματα, πιάνει ένα μακρύ και μαλακό πράμα και αμέσως τραβάει με δύναμη το χέρι και τινάζεται σαν ελατήριο επάνω! Κατάλαβε την κασκαρίκα που έπαθε και χωρίς να πει τίποτε, πήρε σβάρνα τη συνάδελφό της, πήραν τα πόδια στον ώμο και έφυγαν για τα τσαντίρια τους και ακόμα φεύγουν. Ο χωρικός ευχαριστήθηκε το πάθημα της γύφτισσας, γι’ αυτό και έκατσε στη βρύση να το απολαύσει!

Οι γύφτοι κάθισαν μια εβδομάδα στο χωριό. Ο κοσμάκης έκανε τη δουλειά του, τα παιδιά διασκέδασαν αρκετά, και αυτοί έβγαλαν το μεροκάματό τους. Κοντολογής, έμειναν όλοι ευχαριστημένοι μα περισσότερο οι γύφτοι που φόρτωσαν πάλι τα κάρτσικλά τους και τη «σοδειά» τους, έζεψαν τα άλογά τους, φορτώθηκαν και αυτοί επάνω με το Μαρικάκι τους και χάθηκαν εκεί, στο έμπα του χωριού, κοντά στην Αγία Παρασκευή.

 

Λέγκος = ο Θεόδωρος

Μουργκίζει = βραδιάζει

Zησιός = ο Ζήσης

Τέγαινα = η γυναίκα του Τέγου, του Στέργιου

τζιάπια (τα) = εξηγήσεις, ειδήσεις.

γκουρμπέτσα (η) = η γυναίκα του κουρμπετιού, της αγοράς, του παζαριού.

πέτσα (η) = τα άπλυτα και κολλημένα μαλλιά.

Λιος = ο Νικολιός, ο Νίκος

Κίτσιος = ο Χρίστος

τα ξεστρώντα (επίρ.) = στα γρήγορα, χωρίς να χάσει χρόνο.

αϊάρια (τα) = τα ζύγια του κανταριού, εδώ τα μυαλά.

κούντα (η) = μακρύ και λεπτό ξύλο, περίπου τρία μέτρα μακρύ, πάνω στο οποίο κρεμούσαν το καλαμπόκι για να στεγνώσει.

κασκαρίκα (η) = η φάρσα.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ