Ζωντανές μαρτυρίες από το Νικόλαο Μασούρα

Γεννήθηκα το 1918. Είμαι 79 χρόνων. Ήμασταν έξι αδέρφια. Ο Δημήτριος, ο Στέργιος, ο Γιώργος, η Μαρία, η Παρασκευή κι εγώ. Σήμερα ζούμε οι δυο τελευταίοι. Σήμερα ζούμε οικογενειακώς στην Αμερική. Φύγαμε το 1978.
Όταν φύγαμε είχαμε 65 γελάδια. Τα βοσκούσαμε στην Γκουνταμάνη, Αλάπορνο και Γκουντρουσιώτικο. εκεί ζούσα από πέντε χρόνων.
Στο Γκουντρουσιώτικο, εκτός από μας, ζούσαν οι Σαλαμπασαίοι και οι Τσιακαλαίοι. Εμείς ζούσαμε εκεί χειμώνα, καλοκαίρι. Οι άλλοι έμεναν μόνο το καλοκαίρι. Μετά το 1950 κάθονταν κάπου-κάπου και οι Τσιακαλάδες.
Οι Σαλαμπασαίοι, Γιάννης και Γιώργος, είχαν λίγα πρόβατα και καλλιεργούσαν τα χωράφια τους. Μαζί με εμάς ζούσαν εκεί επίσης τα ξαδέρφια και ο μπάρμπας μου ο Κώστας. Τον δικό μου πατέρα τον έλεγαν Γιάννη. Εκεί περνούσαμε καλή ζωή, γιατί ήμασταν ήσυχα. Με το βιός που είχαμε δεν μας έλειπε τίποτε. Είχαμε πρόβατα, γελάδια και άλογα.
Ο μπάρμπας μου ο Κώστας πρέπει να είχε κάνει και πρόεδρος γύρω στα 1930 με 32. Εγώ ήμουν τότε περίπου 15 χρόνων. Στη Γκουνταμάνη, εκτός από τα ζώα, είχαμε και χωράφια. Σπέρναμε, θερίζαμε και αλωνίζαμε. Ο σταθμός στ’ Αλάπορνο ήταν τούρκικο τελωνείο. Το έλεγαν Γιουμπρούκι. Εμείς είχαμε τελωνείο στα Δύο Δέντρα πάνω στον αυχένα, στα χωράφια του Κόλια. Στο Αλάπορνο είχαν χωράφια και οι Κατσιουλάδες. Θυμάμαι τους παπούδες. Ο μακαρίτης ο μπάρμπας σου ο Αντώνης, που πέθανε το 1939, φύλαγε με τη μάνα του τα καλαμπόκια για να μην τα φάνε τα αγριογούρουνα. Ο παππούς σου ο Ζήσης ήταν θηρίο. Ήταν γερός άντρας. Το Γκουντρουσιώτικο το λένε έτσι γιατί το είχαν οι βλάχοι από το κόρδεσι. Κανονικά λέγεται Κοδρεσιώτικο. Εκεί έβγαιναν το καλοκαίρι. Το μέρος το είχαν πάρει μετά το 1912 που έφυγαν οι Τούρκοι. Από τα μαντριά μας περνούσε πολύς κόσμος. Περνούσαν οι Ραφταίοι και οι τσοπάνοι που είχαν, οι Σαρμαινιώτες. Περνούσαν οι Αγορογιανναίοι και άλλοι. Μεγάλα κοπάδια πριν το 1940 είχαμε εμείς, οι Μαντάδες, ο Τζίκας Καραμπατής, ο Στέργιος Μιχαήλ (Γιργουλής) και οι Καστοραίοι (Δαυλιαραίοι). Οι δυο τελευταίοι είχαν κοπάδια από γίδια.
Το 1932 περάσαμε δύσκολο χειμώνα. Τότε έριξε πολλά χιόνια και ήταν τέλος Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου. Τα γελάδια αναγκαστήκαμε να τα πάμε στον Αμπελώνα. Ήταν η χρονιά που ξεπάγιασε ο Μητσιούλας (Δεδικούσης).
Ο Μήτρος Τσιακάλης καθόταν εδώ το χειμώνα μετά το 1940. Ξεχειμώνιαζε τα μουλάρια και λίγα γελάδια. Πολλά γελάδια έκανε μετά το 1950. Καθόταν σε καλύβα. Τα πέτρινα σπιτάκια τα έκαναν τελευταία. Τα είχε κτίσει ο Κλεάνθης ο Μανωλούλης. Μαζί με τον Μήτρο, ζούσε εκεί και ο αδερφός του ο Τριαντάφυλλος.
Όλο το σπανό μέρος που έχει η Γκουνταμάνη και φαίνεται από εδώ, τότε ήταν ένα μεγάλο δάσος από αρκουδοπόρναρο. Κοκκινοβολούσε ο τόπος από το πουρνάρι. Τα πουρνάρια ήταν τόσο μεγάλα και χοντρά που μπορούσες να βγάλεις και πατώματα. Το ωραίο αυτό δάσος κάηκε με τον εμφύλιο. Μ’ ένα πουρνάρι έτρωγαν τα γελάδια μια μέρα. Τα πουρνάρια ήταν μεγαλύτερα ακόμα κι από τα έλατα. Από τη βρύση Χατζή μέχρι τη Χατζιάτη είχε δάσος από βελανιδιές (δρυς).
Θα σου πω τώρα μια ιστορία που συνέβη με τους Γερμανούς στην κατοχή.
Είχαμε τις καλύβες δώθε από το Αλάπορνο. Εκεί είχαμε αφήσει το γέννημα. Η Γκουνταμάνη ήταν γεμάτη από αντάρτες. Ήταν το πρώτο αντάρτικο.
Μια μέρα πήγα να πάρω γέννημα για το χωριό. Μαζί μου είχα και τον μπάρμπα-Μήτρο τον Δούκα. Ο μπαρμπα-Μήτρος ήταν σύνδεσμος και μετέφερε ένα γράμμα στους αντάρτες. Όταν φτάσαμε στο Γκουντρουσιώτικο, αυτός τράβηξε για τους αντάρτες και εγώ κατέβηκα στις καλύβες. Εκεί ήταν ο πατέρας μου. Μπήκα μέσα να βάλω σιτάρι και άκουσα κουβέντες. Ρώτησα τον πατέρα μου τι φωνές είναι αυτές και βγήκα έξω να δώ. Είδα 5-6 άτομα στα χωράφια του Ντούρου να βγαίνουν προς εμάς. Το χωράφι του Ντούρου είναι δώθε από το ρέμα. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν ακροβολισμένοι και φαίνονταν γιατί ήταν καθαρό το μέρος. Καμιά φορά, μου φώναξαν κάτι στρατιώτες να πάω εκεί. Εγώ υπόθεσα ότι ήταν αντάρτες και έφεραν Ιταλούς αιχμαλώτους. Δεν είχα καταλάβει ότι έρχονταν Γερμανοί. Πάνω στη Γκουνταμάνη ήταν γεμάτο αντάρτες, αλλά επικρατούσε ησυχία.
Πάνω μου είχα δύο σημειώματα με   αντάρτικα τραγούδια και τα πέταξα. Ήταν γραμμένο το τραγούδι του Ζαχαριάδη. Οι Γερμανοί που έβγαιναν εκεί, ήταν 300 στρατιώτες περίπου. Είχα καιρό να φύγω, αλλά δεν υπολόγιζα ότι ήταν τόσοι Γερμανοί.
Μόλις με φώναξαν βγήκα στα χωράφια και μου είπαν να σηκώσω τα χέρια. Ήρθε ένας στρατιώτης και μου έκανε έρευνα. Δε βρήκε τίποτε, όμως μια προκήρυξη εγγλέζικη την είχα ξεχασμένη και πατημένη μέσα στο σωκόρφι μου. Αυτή δεν την πρόσεξα να την πετάξω. Ο στρατιώτης μου είπε να προχωρήσω. Μαζί του ήταν άλλοι 5-6 στρατιώτες. Μόλις φτάσαμε παραπάνω στη Γελαδαριά κοίταξα πίσω. Ο τόπος είχε μαυρίσει από στρατό.
Μόλις βγήκαμε στη Γελαδαριά ήρθε ένας λοχίας, Έλληνας γκεσταμπίτης και ρώτησε αν μου έκαναν έρευνα. Ο στρατιώτης είπε ότι μ’ έκανε έρευνα και δεν βρήκε τίποτα. Τότε ήρθε αυτός να με ξαναψάξει και βρήκε πάνω μου την προκήρυξη. “Αχ, κομουνιστή” μου είπε, “γδύσου γρήγορα για κρέμασμα”.
Πριν πέντε μέρες είχα αγοράσει ένα ζευγάρι παπούτσια από τους μαυραγορίτες. Είχα δώσει 250 οκάδες πατάτες. Με ρώτησε που τα βρήκα. Του είπα και τα έβγαλα να γδυθώ.
Αυτή την ώρα, κατέβαινε από πάνω τους αντάρτες και ο μπάρμπα-Μήτρος ο Δούκας, που είχε πάει να δώσει το σημείωμα.
Ο Γκεσταμπίτης πρόλαβε μ’ έριξε ένα χαστούκι και είπε σ’ έναν στρατιώτη να κόψει μια φούρκα για ξύλο και κρέμασμα.
Μόλις είδαν τον Μήτρο, τον φώναξαν να πάει εκεί. Αυτός απείχε από τους αντάρτες μόλις 50 με 100 μέτρα. Σαν είδε τόσο πολύ στρατό ο Μήτρος, το έκοψε μέσα στα πουρνάρια και έφυγε για την Καρυά. Τον έβαλαν με τα πυροβόλα, αλλά δεν τον πέτυχαν. Πήγε για την Καρυά να ειδοποιήσει.
Για την ώρα εγώ γλίτωσα το ξύλο, έπιασαν όμως και τον Γιώργο Σαλαμπάση που ήταν εκεί και τον ρωτούσαν να τους πει αν γνώριζε τον καπετάν-Πούλιο. Δηλαδή τον Καραμούζα από το Δερελί. Ο Γιώργος δεν ήξερε και τον έριξαν μερικές ξυλιές. Καραμούζας ήταν το παρατσούκλι. Το πραγματικό του όνομα ήταν Πούλιος ή Ασπροπούλιος. Ήταν σόι με τον Ασπροπούλιο, από τον οποίο αγόρασα το μπαχτσέ εδώ στο χωριό. Ο Ασπροπούλιος από το χωριό μας με τον Καραμούζα ήταν πρώτα ξαδέρφια. Εμείς τον ξέραμε ως Καραμούζα ή παππού, γιατί βγήκε μεγάλος στο αντάρτικο και ήταν κιόλας πρωτοπόρος.
Αφού έφυγε ο Μήτρος κι εγώ γλίτωσα το ξύλο, μας φόρτωσαν κάτι κάσες με σφαίρες, να τις βγάλουμε πάνω στα καλύβια, εκεί που είναι σήμερα τα σπίτια των βλάχων. Στη Γελαδαριά είχαν στήσει έναν όλμο και έριχναν συνέχεια στα καλύβια για να καθαρίσουν το μέρος και να καλύψουν. Από τις βολές του όλμου σκοτώθηκε μόνο ένα παιδί από την Τσαριτσάνη, τον έλεγαν Χρήστο. Οι αντάρτες που ήταν στα Καλύβια έφυγαν χωρίς να ρίξουν ούτε μια σφαίρα. Ήταν περίπου εκατό αντάρτες και μία ανταρτίνα. Η εμπροσθοφυλακή βγήκε πάνω, αλλά δε βρήκε τίποτε. Έριξαν μια φωτοβολίδα για να δώσουν σήμα, ώστε να βγει επάνω και ο υπόλοιπος στρατός. Eκεί στα Καλύβια οι αντάρτες, ζύμωναν. Άφησαν τα ζυμάρια όπως ήταν και έφυγαν. Εκεί βρήκαμε και δύο βόδια δικά μας. Τα βόδια τα πήραν οι Γερμανοί. Σκότωσαν και εφτά άλογα που βρήκαν εκεί. Μαζί με τους αντάρτες, ήταν και εφτά Εγγλέζοι. Ο καθένας είχε και ένα άλογο και οργάνωναν την αντίσταση.
Στα χωράφια του Κόλια πάνω, οι αντάρτες είχαν αποθήκες με όπλα και πυρομαχικά. Οι Γερμανοί τα ανατίναξαν. Ανατίναξαν και ένα σπίτι στα καλύβια που ήταν και αυτό γεμάτο πυρομαχικά. Είχε λάμψει όλος ο τόπος. Αφού έγιναν όλα αυτά, μας πήραν πίσω, κάτω για τους Γόννους και τα Τέμπη. Είχε νυχτώσει και ήταν μήνας Μάρτης, περίπου 15 του μηνός, το έτος 1943. Πήραμε το δρόμο αυτόν που είναι και σήμερα. Περνάει κάτω από τα χωράφια τα Κατσιουλάτικα και το τούρκικο τελωνείο. Στο δρόμο κοιτούσα να φύγω, να το σκάσω, αλλά δεν μπορούσα, “Ότι έβρεξε, κατέβασε” είπα. Κατεβήκαμε στους Γόννους και η φάλαγγα σταμάτησε στο σπίτι του Κουλούσιου. Κάτι είπαν με τον Κουλούσιο που ήταν τότε πρόεδρος και συνεχίσαμε για του Μπαμπά, τα Τέμπη δηλαδή.
Εκεί μας έκλεισαν μέσα σ’ έναν παλιοσταθμό, αλλά δεν είχε ασφάλεια. Μας φύλαγε ένας αξιωματικός ίσιος σαν λαμπάδα δύο μέτρα κοντά. Μετά μας οδήγησαν και μας έκλεισαν μέσα σ’ ένα βαγόνι. Μαζί μου ήταν ο Γιώργος Σαλαμπάσης και ο αδερφός του ο Αποστόλης. Ήταν κι ένας γέρος, αλλά δεν θυμάμαι από που ήταν. Πέρασε η νύχτα και μάτι δεν είχαμε κλείσει. Είχε ξημερώσει και ο ήλιος είχε βγει πάνω. Κόντευε μεσημέρι. Κατά τις δέκα με έντεκα η ώρα ήρθε εκεί ένας υπομοίραρχος της χωροφυλακής με έναν κοντό Γερμανό. Ο υπομοίραρχος πρέπει να ήταν Έλληνας γκεσταπίτης, γιατί ήξερε πολύ καλά τα ελληνικά.
Στα χαρτιά που με είχαν πάρει μαζί με την προκήρυξη ήταν και η γερμανική ταυτότητα. Είχαμε βγάλει όλοι γερμανικές ταυτότητες για να μπορούμε να κυκλοφορούμε.
Όταν πέταξαν τα αεροπλάνα τις προκηρύξεις των Άγγλων, οι Γερμανοί έβγαλαν διαταγή, ότι όποιος συλληφθεί να κατέχει προκήρυξη, θα τουφεκιστεί επί τόπου. Αφού ήρθαν στο βαγόνι οι δύο αξιωματικοί, έβγαλαν πρώτα έξω τον Γιώργο Σαλαμπάση. Μετά έβγαλαν τον αδερφό του Αποστόλη. Εμένα με έβγαλαν καμιά ώρα αργότερα. Ήρθαν σε μένα αυτοί οι δύο, κρατώντας την προκήρυξη και την ταυτότητα.
Ο Γερμανός είπε στον υπομοίραρχο να μου πει, αν άκουσα, ότι θα τουφεκίζεται όποιος συλληφθεί με την προκήρυξη. Ο υπομοίραρχος μου τα είπε εμένα στα ελληνικά και εγώ τον απάντησα ότι δεν ξέρω, γιατί είμαι κτηνοτρόφος στο ύπαιθρο, αγράμματος και πήρα την προκήρυξη για χαρτί να φκιάσω τσιγάρο. Ούτε άκουσα ούτε να διαβάσω ξέρω.
Αυτά τα είπε στο Γερμανό και αυτός είπε στον υπομοίραρχο να μου πει τα εξής: “Πες του, είχε μεγάλο τυχερό, γιατί γυρίσαμε όπως θελήσαμε” δηλαδή δεν έπαθαν τίποτα.
Όταν όμως γύρισα στους Γόννους έμαθα για ποιο λόγο βγήκαν οι Γερμανοί στη Γκουνταμάνη. Εκεί στους Γόννους, στο μύλο του Καράνη, που ήταν μέσα στο ρέμα, ήταν κρυμμένος ο παππούς ο Πούλιος ή Ασπροπούλιος. Ο Καραμούζας όπως ήταν το παρατσούκλι του. Αυτός ήταν κρυμμένος εκεί με κάποιον Τσιτσιγαλά και έναν άλλο. Αυτούς τους τρεις αντάρτες τους πρόδωσαν και πήγαν και τους έκαναν μπλόκο. Τους φώναξαν να βγουν έξω και αυτοί έβγαλαν τις χειροβομβίδες να αυτοκτονήσουν. Ο Καραμούζας και ένας ακόμα σκοτώθηκαν. Ο τρίτος πήδησε μέσα στο νερό και γλίτωσε. Γι’ αυτό το λόγο βγήκαν πάνω στη Γκουνταμάνη να βρουν και άλλους αντάρτες και παρά λίγο να τους πιάσουν στον ύπνο. Και επειδή οι αντάρτες έφυγαν χωρίς να ρίξουν καθόλου και οι Γερμανοί γύρισαν χωρίς να πάθουν τίποτε, γι’ αυτό μου είπε “είσαι τυχερός γιατί γυρίσαμε όπως θελήσαμε”.
Αφού μου είπε ο Γερμανός αυτή τη φράση, θυμάμαι μια λέξη “παρτί”, δηλαδή να φύγουμε και φύγαμε. Δεν προλάβαμε όμως να πάμε λίγα μέτρα παραπέρα και μ’ έπιασαν τρεις Έλληνες γκεσταμπίτες. Με τράβηξαν σε κάτι καλύβες δίπλα στο ποτάμι. Η ώρα ήταν κοντά στο σούρουπο. Νόμισα ότι με πήγαιναν για πνίξιμο. Μπήκα μέσα στην καλύβα και μου είπαν να καθίσω σε μια καρέκλα: Μου είπαν τότε να λύσω τα παπούτσια. Τα παπούτσια ήταν καινούργια. Από μέσα μου είπα “αν είναι να μου πάρουν τα παπούτσια χαλάλι”.
Ο ένας στρατιώτης που είχε τον όλμο, εκεί πάνω που μ’ έπιασαν, πιάστηκε από κάπου και του είχε φύγει όλος ο πάτος από το άρβυλό του. Γι’ αυτό μου είπαν να λύσω τα παπούτσια. Μου πήραν τα καινούργια παπούτσια και μου έδωσαν τα χαλασμένα. Όμως δε μου χωρούσαν. Τα έβαλα όπως-όπως και μου είπαν να φύγω. Λίγο παραπίσω από το σταθμό ήταν μια βρυσούλα. Εκεί με περίμεναν ο Γιώργος με τον Αποστόλη. Αυτή την ώρα φάνηκε εκεί και ο Κολούσιος πάνω σ’ ένα γάιδαρο καβάλα. Είχε κρεμασμένες και τρεις-τέσσερις μαντζάνες κρασί.
Μας ρώτησε που ήμασταν και τον είπαμε τι είχε γίνει. Τον ρωτήσαμε για που πάει και μας απάντησε ότι πάει στους Γερμανούς.
Ο Γιώργος του είπε ότι μας πήραν τα βόδια και ο Κολούσιος μας είπε να ειδοποιήσουμε τον πρόεδρο για να μεσολαβήσει να μας τα δώσουν.
Πριν μας απολύσουν το πρωί, ένας στρατιώτης βαρούσε με τη βαριά, να σκοτώσει το βόδι και ο Αποστόλης έκλαιγε. Ήταν καμιά δεκαπενταριά χρόνων τότε.
“Μην κλαις γιατί θα πάθουμε κι εμείς τα ίδια” του είπα. Τότε έβγαλε το πιστόλι ο στρατιώτης και σκότωσε το βόδι να το φάνε. Τα δύο βόδια τα είχαν βρει οι Γερμανοί πάνω στα Καλύβια που έτρωγαν τα προζύμια των ανταρτών και τα πήραν μαζί τους. Μετά απ’ αυτά φύγαμε και νύχτα φτάσαμε και οι τρεις στο Δερελί. Ο Γιώργος με τον Αποστόλη τράβηξαν για το χωριό κι εγώ για τη Γκουνταμάνη. Εκεί είχαμε τα γελάδια. Εκεί ήταν και ο Κωτσής ο Δούκας ο γιος του μπάρμπα-Μήτρου. Αυτός, με τη φασαρία που έγινε, πήρε τα γελάδια και τράβηξε για το Ρουτζιούνι.
Στους Γόννους, είχα περάσει από τους Τσιουρβάδες και μου έδωσαν λίγο ψωμί. Το έβγαλα σιαπάν και φάγαμε λίγο. Είχα δύο μέρες νηστικός, ήμουν και ξυπόλτος. Τα παπούτσια που μου είχε δώσει ο στρατιώτης, τα κρατούσα για ενθύμιο μέχρι τώρα που φύγαμε για την Αμερική. Όταν είχα φτάσει στο Δερελί τα πήρα στα χέρια μου και βγήκα ξυπόλτος πάνω.
Σαν έφτασα πάνω, ήταν εκεί ο αδερφός μου ο Στέργιος, ήρθε μετά και ο Μήτρος ο Δούκας από το χωριό. Αυτός είχε πάει στην Καρυά και ειδοποίησε τους Καρυώτες ότι υπάρχουν Γερμανοί. Από εκεί πήγε στο χωριό και ξαναγύρισε να δει τι κάνει ο Κώτσιος.
Φάγαμε άγρια μεσάνυχτα και την άλλη μέρα κινήσαμε να βρούμε τον Κώτσιο. Περάσαμε από τα Καλύβια και τα είδαμε όλα καταστραμμένα.
Ήταν εφτά, οχτώ σπίτια, τα είχαν κάψει όλα. Οχτώ με δέκα μέρες έκανε να φανεί αντάρτης εκεί. Αν οι αντάρτες έπιαναν μάχη θα τους θέριζαν όλους τους Γερμανούς γιατί ήταν σε πλεονεκτική θέση. Το μέρος ήταν δύσκολο. Βράχια από το ένα μέρος, κλειστό από πουρνάρια το άλλο.
Όμως οι αντάρτες νόμισαν, ότι ήταν περικυκλωμένοι και γι’ αυτό έφυγαν χωρίς να ρίξουν έστω και μία ντουφεκιά. Είχαν πανικοβληθεί όλοι.

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 1997
Μπάρμπα-Νικόλα σ’ ευχαριστούμε για όσα μας είπες και σ’ ευχόμαστε καλή επάνοδο στην πατρίδα.
Επιμέλεια – παρουσίαση, Κατσιούλας Ζήσης.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ