ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΕΑ ΓΕΡΟΣΤΕΡΓΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ

Ο καλλιπευκιώτης ιερέας Γεροστέργιος Κωνστα­ντίνος ζει μόνιμα στη Λάρισα. Από το 2009 είναι συνταξιούχος και κάθε καλοκαίρι παραθερίζει στην Καλλιπεύκη. Το σπίτι του είναι αυτό του μπάρμπα-Νίκου του Σκέτου και της θείας του Πα­γώνας, που κληρονόμησε μετά το θάνατο τους και βρίσκεται πολύ κοντά στο υδραγωγείο.

Την Τρίτη 31 Αυγούστου του 2010 τον επισκεφτήκαμε στο σπίτι του στην Καλλιπεύκη και τον παρακαλέσαμε να μας δώσει ζωντανές μαρτυρίες από τη ζωή του, πράγμα που έκανε με μεγάλη ευχαρίστηση γι’ αυ­τό και τον ευχαριστούμε θερμά. Τις ζωντανές μαρτυρίες κατέ­γραψε ο Ζήσης Κατσιούλας.

 

 

«Γεννήθηκα στις 10 Αυγού­στου 1938, ημέρα Τετάρτη και ώρα 12 το μεσημέρι, εδώ στην Καλλιπεύκη. Γονείς μου ήταν ο Ιωάννης Γεροστέργιος του Κων/νου και της Στεργιάνως και η μητέρα μου ήταν από τους Γόννους, το γένος Ιωάννη Γκού-θα. Ο πατέρας μου ήταν 4 αδέλ­φια. Πρώτος ήταν ο πατέρας μου, δεύτερος ο Στέργιος, ο ο­ποίος ζούσε σε αυτό το σπίτι που βρισκόμαστε τώρα και μιλά­με και το είχε κτίσει το 1945. Τρίτος ο Βασίλης, ο οποίος πέ­θανε όταν υπηρετούσε στο στρατό. Αυτός ήταν καλλιτέ­χνης. Δούλευε μαραγκός και ζωγράφιζε. Έκανε καλλιτεχνήματα πάνω στο ξύλο, αλλά δεν τον πρόλαβα και δεν τον έζησα κα­θόλου. Το εικονοστάσι που έ­χουμε εδώ στο σπίτι, είναι φτιαγμένο από τα χέρια του. Τέ­ταρτος ήταν ο Δημήτρης, ο ο­ποίος πέθανε μικρό παιδάκι.

Ο θείος μου ο Στέργιος είχε παντρευτεί τη θεία μου την Πα­γώνα, η οποία ήταν αδελφή του Γιάννη του Μουσουλή και είχαν γεννήσει δυο παιδιά, το Βασίλη και τον Κώστα, αλλά πέθαναν σε ηλικία τεσσάρων ετών. Όταν η θεία μου, έμεινε χήρα, πα­ντρεύτηκε με τον Νίκο το Σκέτο από τη Ραψάνη και φυσικά δεν έκαναν παιδιά. Έμεναν σ’ αυτό εδώ το σπίτι.

Οι γονείς μου πρέπει να πα­ντρεύτηκαν το 1922. Η μάνα μου δεν γεννούσε παιδιά. Μετά από 16 χρόνια, σε ηλικία 40 ετών, γέννησε εμένα το μοναδικό τους παιδί. Ίσως είμαι καρπός προσευχής. Και το συμπέρασμα αυτό το βγάζω από το γεγονός αυτό το βγάζω από το γεγονός ότι όταν γεννήθηκα, έδωσε υπό­σχεση να με αφιερώσει στο Θεό. Και μάλιστα είπε, ότι «όταν μεγαλώσεις θα υπηρετή­σεις την εκκλησία ως νεωκό­ρος», πράγμα που έγινε όταν τε­λείωσα το δημοτικό σχολείο.

Υπηρέτησα την εκκλησία έξι μήνες εδώ στον Άγιο Θεόδωρο, την εποχή που ήταν ιερείς ο πα­πα-Γιάννης Λαμπίρης και ο πα­πα-Δημήτρης Χριστοδούλου. Την εποχή εκείνη όλοι θρήσκευαν και ο πατέρας μου ήταν ευλαβής άνθρωπος. Εξομολογού­νταν και οι δυο και κοινωνού­σαν. Μάλιστα τις Κυριακές έλε­γε ο πατέρας μου στη μάνα μου: «Πήγαινε εσύ να βοσκήσεις τα ζώα κι εγώ να πάω στην εκκλη­σία». Και τα τελευταία χρόνια που ήμασταν στη Λάρισα ήταν πολύ κοντά στο Θεό.

Εφτά χρονών πήγα στην πρώτη τάξη Δημοτικού. Σχολείο δεν είχαμε, γιατί το είχαν κάψει οι Γερμανοί και κάναμε μάθημα στο γυναικωνίτη του Αγίου Θεο­δώρου και ένα διάστημα στους Αγίους Αποστόλους. Δασκάλα είχαμε την Πανάρα Κατίνα από τους Γόννους. Αυτό γινόταν το 1946. Το 1947 δεν είχαμε σχο­λείο γιατί ξεκίνησε ο Εμφύλιος. Αφού φύγαμε από το χωριό λό­γω καταστάσεως, πήγαμε στους Γόνννους, όπου και συνέχισα το σχολείο. Το Φθινόπωρο του 1947 πήγα Δευτέρα τάξη, το 1948 στηνΤρίτη και το 1949 Τετάρτη. Το 1950 χάσαμε πάλι μια τάξη, γιατί από τις 29 Αυγούστου του που τελείωσε ο Εμφύλιος και μέχρι την άνοιξη του 1950, όσο να στρώσουν τα πράγματα και να επαναπατριστούμε, δε λειτούργησαν τα σχολεία. Πρώ­τα, την άνοιξη του 1947, ξεσή­κωσαν τα χωριά Καρυά, Πουλιάνα και Σκαμνιά. Μετά, την άνοι­ξη επίσης, ακολούθησε η Καλλι­πεύκη. Πρώτοι εγκατέλειψαν το χωριό, μαζί με τις οικογένειες τους αυτοί που είχαν όπλα, οι λεγόμενοι ΜΑΥδες, γιατί φοβούνταν τους αντάρτες και το Φθινόπωρο που έφυγε το υπό­λοιπο χωριό. Οι περισσότεροι πήγαν στους Γόννους, κυρίως αυτοί που είχαν ζώα. Άλλοι πή­γαν στη Λάρισα και όπου έβρι­σκε ο καθένας.

Από την άνοιξη που έφυγαν οι ΜΑΥδες και μέχρι το Φθινό­πωρο που φύγανε οι υπόλοιποι, ήμασταν υποχρεωμένοι να θερί­σουμε και να αλωνίσουμε τα χω­ράφια των ΜΑΥδων. Η εντολή για να εγκαταλείψουμε όλοι την Καλλιπεύκη, δόθηκε τον Οκτώ­βριο του 1947. Ο καθένας μετέ­φερε μαζί του ό,τι μπορούσε α­φού όλοι είχαμε ζώα. Η δική μου οικογένεια πήγε στους Γόννους όπου μείναμε τρία χρόνια. Εκεί συνέχισα και το σχολείο. Το Μάιο του 1950 η δική μου οικο­γένεια βγήκε στο χωριό, αλλά βρήκαμε το σπίτι μας καμένο.

Το 1943, όταν οι Γερμανοί έ­καψαν το χωριό, όλοι οι Καλλιπευκιώτες είχαμε βγει σε διά­φορα μέρη μέσα στο δάσος για να κρυφτούμε. Εμείς πήγαμε και κάναμε καλύβες στον Έλατο. Αλλά επειδή φοβηθήκαμε πήγα­με στη Ντουριανή. Μάλιστα ο θείος μου ο Στέργιος είχε μια μαύρη φοράδα που την είχε φορτωμένη με σιτάρι. Πήγαινε για τη Δουριανή και όταν έφτα­σε στην Αγία Τριάδα, πάνω στο ύψωμα, φτάσανε από πίσω οι Γερμανοί. Του φώναξαν να στα­ματήσει, αλλά επειδή φοβήθη­κε, παράτησε το ζώο και έφυγε. Τον πυροβόλησαν, αλλά φαίνε­ται έριξαν στον αέρα. Αν ήθε­λαν, θα τον είχαν σκοτώσει.

Τότε οι Γερμανοί πήγαν στη φοράδα και έσκισαν με τα ξίφη τα σακιά. Το σιτάρι χύθηκε όλο κάτω. Πήραμε μετά τη φοράδα και μείναμε ένα μικρό διάστημα στη Ντουριανή.

Από τους Γερμανούς δε θυ­μάμαι πολλά πράγματα, γιατί ή­μουν πολύ μικρός. Το μόνο που θυμάμαι είναι το γεγονός που ήρθαν οι Γερμανοί και πήραν πολλούς Καλλιπευκιώτες για τη Ραψάνη. Μεταξύ αυτών ήταν και οι ιερείς του χωριού.

Αφού έφυγαν οι Γερμανοί, ήρθαμε πάλι στο χωριό και ο πα­τέρας μου βρήκε μέσα στο σπίτι μας μία γίδα, που είχαμε. Τα είχε εγκαταλείψει ο γιδάρης τα γίδια. Η γίδα βρήκε κριθάρι, έ­φαγε πολύ, φούσκωσε και ο πα­τέρας μου ήθελε να τη σφάξει. Αλλά είπε: «Ας πεταχτώ λίγο μέ­χρι την πλατεία και μετά τη σφάζω». Ώσπου να γυρίσει, κά­ποιος γείτονας είχε βάλει φωτιά στο σπίτι μας. Το σπίτι είχε καεί και από τους Γερμανούς και από τους αντάρτες.

Ήταν μεγάλο σπίτι. Είχε 4 δωμάτια επάνω και άλλα τόσα κάτω. Πίσω καθόταν ο θείος μου ο Στέργιος και μπροστά εμείς. Και αφού κάηκε το σπίτι, ο θείος μου ήρθε και έκτισε αυτό εδώ το σπίτι. Το πατρικό μου το πουλή­σαμε. Σήμερα είναι ερείπια. Βρί­σκεται ανάμεσα από τα σπίτια του Γιάννη του Τσιάτσιου και του Μήτσιου Αντωνίου, κοντά στη Βρυσοπούλα.

Αφού επαναπατριστήκαμε, το κράτος έδωσε βοήθεια για να ξανακτιστούν τα σπίτια που κάη­καν. Σε όσους έπαθαν μόνο ζη­μιές, τους έδωσαν λιγότερα χρήματα για επισκευές. Πολλοί από τους χωριανούς που έπια­ναν τα χέρια τους, έγιναν κτί­στες. Όταν είχαμε βγει στην Καλλιπεύκη το 1950, το χωριό ή­ταν αγνώριστο από τα χόρτα. Δεν μπορούσαμε να περάσουμε από τους δρόμους.

Το Φθινόπωρο του 1950 άρ­χισε να λειτουργεί και το σχο­λείο. Στο προαύλιο του το κράτος είχε εγκαταστήσει κορδέλες που έβγαζαν ξυλεία για την ανοικοδόμηση του χωριού. Τους κορμούς των δέντρων τους έφερναν πίσω από τη θέση Πηγάδια που είχε καεί το δάσος επί Γερμανών. Τα δέντρα δεν είχαν καεί εντελώς, αλλά ήταν μόνο καψαλισμένα. Και μάλιστα προϊστάμενος εκεί στις κορδέλες στο σχολείο ήταν ο Στέρος ο Γκουρμπαλής, που πέθανε τώρα νωρίς και έχει τη βίλα πέρα στη Νταμίλη. Τότε ήταν πολύ νέο παιδί. Και αφού τον Οτώβριο άνοιξε το σχολείο, πήγαμε στου Καζάνα το σπίτι, πε­ρίπου 200 παιδιά.

Το κανονικό σχολείο ήταν και αυτό καταστραμμένο. Εκεί έβλεπες μεγάλης ηλικίας παιδιά να είναι Πρώτη, Δευτέρα, Τρίτη τάξη. Τον άλλο χρόνο πήγαμε στου Οικονόμου το σπίτι αυτό που έχει σήμερα ο Αποστόλης Παπαϊωάννου. Εγώ πήγα Πέμπτη τάξη στου Καζάνα και Έκτη στου Οικονόμου απ’ όπου
και τέλειωσα.

Ο πατέρας μου και η μάνα μου επειδή ήταν αγράμματοι, ή­θελαν να μου μάθουν γράμματα, πράγμα που ήθελα κι εγώ. Όμως δεν υπήρχαν τα χρήματα και οι δυνατότητες για να μου στεί­λουν στο γυμνάσιο στη Λάρισα και έτσι αναγκαστικά, έμεινα ε­δώ στο χωριό μέχρι το 1955. Το δημοτικό το τελείωσα σε ηλικία 16 ετών με άριστα. Δασκάλους είχαμε τον Κώστα τον Παπαστεργίου και την Αθηνά Μασούρα, την οποία παντρεύτηκε αρ­γότερα. Μάθαμε γράμματα και είμαι πολύ ευχαριστημένος, αλ­λά βιβλία δεν είχαμε ούτε εδώ στους Γόννους. Από βιβλία είχαμε μόνο αναγνωστικό. Εδώ μας έγραφε στον πίνακα ο δάσκαλος, ενώ στην Τετάρτη τάξη στους Γόννους, ο πατέρας μου με είχε πάρει κάτι βιβλία, θρησκευτικά και γεωγραφία τα οποία διατηρώ ακόμα. Γράφαμε στα τετράδια τα οποία μας είχε δώσει το κράτος. Ακόμη έχω ένα τετράδιο από τότε που έγραφα εκθέσεις και άλλα μαθήματα. Στην πρώτη τάξη γράφαμε στην πλάκα με το κοντύλι. Από τη μια πλευρά γράφαμε ανάγνωση κι από την άλλη αριθμητική. Μου είχε δώσει κι ένα βιβλίο θρησκευτικών ο δάσκαλος ο Παπαστεργίου, που το επέστρεψα όταν τέλειωσα. Με την Ελένη Αντωνίου πηγαίναμε στην ίδια τάξη, την είχε πάρει κι αυτή βιβλία ο πατέρας της, όπως φυσική κι ερχόταν στο σπίτι και διαβάζαμε και με βοηθούσε.

Αφού, λοιπόν, δεν υπήρχαν τα μέσα για να συνεχίσω τις σπουδές, πήγα ένα διάστημα για να μάθω μαραγκός στους α­δερφούς Ζαφείρη (Καψαλάδες). Κάθισα σ’ αυτούς ένα χρόνο πε­ρίπου και έμαθα μερικά πράγμα­τα. Με την προϋπόθεση αυτή, φεύγω στη Λάρισα μόνος μου το 1955. Στη Λάρισα αγοράσαμε τότε ένα οικόπεδο 3.000 δραχ­μές και δώσαμε τις 2.800. Τις υπόλοιπες 200 δραχμές θα τις δίναμε όταν θα πουλούσαμε τα φασόλια. Με βοήθησε τότε πά­ρα πολύ ο μακαρίτης ο Βαγγέ­λης ο Γκαμπούρας και όλη αυτή η οικογένεια.

Ο πατέρας του ο Χρήστος μου είπε: «Κώστα, έχω έξι παι­διά και ένας εσύ, εφτά. Έλα και θα σε βοηθήσουμε εμείς». Και με βοήθησαν πολύ. Ήμουν ο πρώτος που είχα φύγει από το χωριό το 1955. Είχαν φύγει επί­σης ο Μήτσιος ο Μουστάκας και η Κούλα του παπα-Λαμπίρη που είχε άνδρα τον Κώστα τον Γκουγκουλιά και έμεινε χήρα. Ο πατέρας του τον Μήτσιο, όταν παντρεύτηκε δεν τον είχε δώσει τίποτε και κατέβηκε στη Λάρισα και αγόρασε και αυτός ένα οικό­πεδο. Τα οικόπεδα μας ήταν μα­ζί στο τέρμα Καραγάτσι. Κάνα­με εκεί από μια παράγκα και μείναμε.

Εγώ κατέβηκα στη Λάρισα με σκοπό να πάω οπωσδήποτε σε σχολείο αφού είχα ζήλο με­γάλο. Τότε, ο Κώστας ο Γκα­μπούρας πήγαινε στη νυχτερινή εμπορική σχολή. Το 1956 έδωσακι εγώ εξετάσεις στην εμπορική και φοίτησα εκεί επί εφτά χρό­νια. Επειδή ήταν νυκτερινή η σχολή και είχε πολλά μαθήματα, οικονομικά κυρίως, είχε εφτά τάξεις. Και δόξα το Θεό, δεν απουσίασα καθόλου και τελείωσα τη σχολή κανονικά, σε ηλικία 25 ετών.

Όμως θα έπρεπε να πάω και στρατιώτης ενώ ακόμη ήμουν στη σχολή. Αλλά ο Θεός βοήθη­σε και από αυτή την πλευρά. Α­παλλάχτηκα από το στρατό, για­τί ο πατέρας μου ήταν μεγάλος και ανίκανος για κάθε εργασία. Βέβαια, μας βοήθησαν κάποιοι άνθρωποι για να απαλλαγώ. Διαφορετικά έπρεπε να υπηρε­τήσω ένα χρόνο ως προστάτης. Όμως τότε καταργήθηκε το υπο­χρεωτικό για τους προστάτες και πλήρωσα τη θητεία μου με χίλιες περίπου δραχμές.

Άλλα παιδιά που πηγαίναμε μαζί, διέκοψαν για να πάνε στο στρατό. Κι ενώ πήγαινα στη σχο­λή, την ημέρα δούλευα. Δούλευα σε πολλές δουλειές. Πρώτα δού­λεψα στο μαραγκάδικο του Σαμακίδη, που ήταν απέναντι από το Μύλο του Παπά και ήταν πολύ μεγάλο εργοστάσιο για εκείνη την εποχή και είχε πολλούς ερ­γάτες. Ήταν το μοναδικό φημι­σμένο εργοστάσιο της Λάρισας. Εκεί έμεινα για λίγο διάστημα, γιατί ήμουν άνθρωπος του «έ­ξω». Κατόπιν δούλεψα σε μανά­βικο τρία χρόνια και από εκεί έγι­να οικοδόμος αφού με βοήθησε ένας πολύ καλός άνθρωπος, κά­ποιος Σακελλαρίου που ήταν μη­χανικός. Αυτή η δουλειά ήταν το 1958, 1959 κι 1960.

Αφού πήρα το πτυχίο, εργά­στηκα στο γραφείο, σε εμπορικό υφασμάτων του Τζαβάρα. Μετά εργάστηκα σε ένα κατάστημα που πουλούσε μηχανάκια Ζούνταπ. Γκοργκόλης λεγόταν αυ­τός και ήταν από τα Τρίκαλα. Πήγα και σε άλλες δουλειές, αλ­λά ο σκοπός ήταν ένας: Να τε­λειώσω τη σχολή και να δουλέ­ψω σε κάποιο γραφείο ή υπηρε­σία που να μην έχει χειρονακτι­κή εργασία.

Μετά τη σχολή, ανοίξαμε την επιχείρηση που έχει σήμερα ο Ηλίας ο Κώτσιος. Είμαστε κουμπαριό. Στην αρχή πήραμε κορδέλα και κόβαμε ξύλα. Μετά πήραμε μηχανές και κόβαμε τσι­μεντόλιθους. Αλλά ούτε εκεί κά­θισα και πήγα και δούλεψα στο λογιστήριο στο Συνεταιρισμό Μεταλλοτεχνουργών για μικρό χρονικό διάστημα. Εκεί στη Λά­ρισα ο Αποστόλης ο Γκουγκουλιάς είχε μπακάλικο. Ήξερε που γνώριζα λογιστικά και με σύστη­σε στην εταιρία «Νάσης», που πουλούσε επαγγελματικά ψυ­γεία. Πήγα εκεί αλλά ήμασταν 5 υποψήφιοι. Μετά από διαγωνι­σμό, πήραν εμένα και έμεινα ε­κεί ενάμισι χρόνο. Στο μεταξύ, σ’ αυτό το διάστημα παντρεύτη­κα κιόλας. Παντρεύτηκα με τη Μαρία Γκουντρή από το Βλαχογιάννι της Ελασσόνας στις 9 Μαΐου 1965, την Κυριακή των Μυροφόρων. Την προξενιά την έκανε ο Σωτηρόπουλος Θανάσης από τους Γόννους. Ήταν πρώτος ξάδερφος μου και τρο­φοδοτούσε τον πεθερό μου με τρόφιμα. Ο πεθερός μου ήταν μπακάλης αλλά εμπορευόταν και κουκούλια μεταξοσκώληκα. Ήταν επίσης μεσίτης καπνών και ήταν πολύ ευκατάστατος. Τότε κάνα­με και το πρώτο παιδί μας τη Στέλλα. Τότε ακριβώς και ενώ ή­μουν σ’ αυτή τη δουλειά, μου έπε­σε ο κλήρος να γίνω ιερέας.

 

 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ