ΚΑΛΛΙΠΕΥΚΙΩΤΙΚΑ ΜΑΣΛΑΤΙΑ

Τα παλιά τα χρόνια (όχι και πολύ) προκειμένου να αρραβωνιαστούν δυο νέοι το πιο συνηθισμένο ήταν το προξενιό. Συνοικέσιο.

Πολλές φορές δύο συμπατριώτες που μπορεί να ήταν και φίλοι καρδιακοί έδιναν το λόγο (μπέσα) ότι θα συμπεθεριάζουν μεταξύ τους όταν τα παιδιά τους μεγαλώσουν κι έρθουν σε ηλικία γάμου. Το παράδοξο ήταν ότι τα παιδιά ούτε ήξεραν ούτε γνωριζότανε , αφού ο γαμπρός ήταν ή στο εξωτερικό και έστελνε φωτογραφία (καρποστάλ) ή θα δούλευε μακριά από το χωριό και η νύφη έμεινε στο χωριό.

Σαν ήρθε ο Γιάννης με άδεια από το εξωτερικό, άρχισε ο πατέρας του άρχισε ο πατέρας του ο μπάρμπα Στέργιος.

Γιάννη τώρα που ήρθες μην φύγεις έτσι, πρέπει να αρραβωνιαστείς αλλιώς θα απομείν’ς στου ράφ’, σ΄ έχουμε βρει κι  καλή νύφη.

Ο Γιάννης δεν ήθελε. Ο μπάρμπα Στέργιος φώναζε ήρθες σ’ ηλικία να παντρευτείς, τριαντάρσ’ς και ιγώ έδωσα του λόγου. Συ λέου να πάρ’ς απόφασ’. Θα μας του πάρ’ν του κορίτσ’. Θα του προυλάβ’ άλλους. Είμαι παθείς ιγώ. Τι μάνν’ σ’ ίσια  ίσια που πρόλαβα, θα την έπιρνι ο Μήτρος . Την έκαναν κι σ’ αυτόν προξενιά.

Με τα πουλλά με τα λίγα έπεισε το Γιάννη να δει το κουρίτ’, κι ανέλαβε ο ξάδελφός του ου Νάσιους να φέρ’ σι πέρας του προξενιό.

Τ’ ν άλλ’ μέρα μόλις σουρούπωσε ξεκίνσαν να παν να δούν τ’ νύφ’. Χτυπάν τ’ πόρτα ανοίγι ου μπάρμπα Μήτσιος και αμέσους μπαίν’ στου θέμα.

Μήτσιου ήρθαμε για το θέμα που μιλήσαμε παλαιά.

Να χαλεύουμε (ζητούμε)του κιρίτσι για νύφ’. Θα μας του δώσ’;

Άμα του θέλει του παιδί, ας τ’ν πάρ’.

Γιάννη σ’ αρέσ’ του κουρίτσι;

Ναι μπάρμπα Νάσιου καλή είναι.

Τι θα μας δώσ’ τι; Προίκα δεν θέλουμε πολύ. Θέλουμε πέντε στρέμματα χουράφι να βάλουμε καμιά μπαντάκα (πατάτα) και του παλιογόμαρο γιατί το δικό μας ψόφσι.

Άκου γαμπρέ εμείς προίκα πολύ δεν έχουμε, αλλά η Σταματή είναι καλό κορίτσι. Ξέρει να ζμών’, αν αλείφτ’, ν’ αρμέγ’, είνι καλή νοικοκυρά, σέβετι τσ’ μιγαλύτυρ’.

Θα σε δώσουμε τα πέντε στρέμματα, αλλά όχι του γουμάρ’, του θέλουμε κι μείς να φέρουμε κανένα ζαλίκ’ πουρνάρια για τα γίδια.

Α να συ ρουτήσου κι γώ λέει ο μπάρμρπα Μήτσιος;

Πόσα χρόνια έχει του παιδί; Τριάντα απαντάει ο Νάσιους.

Τώρα για πες  κι σύ , πόσα χρόνια έχει του κορίστσι;

Είναι καμιά εικοσπενταριά. Βάλε του απαντάει ο Νάσιους.

Είκοσι έξι στα εικοσιεπτά λέει ο πατέρας τ’ς νύφ’ς.

Βρε ανέβα από τρανό είναι τρανό θυμάμαι εγώ, δεν με κουρουδεύεις. Η Σταματή γεννήθκι τ’ν μέρα που παντρεύουταν η Τσιάμου. Θα φτάν’ τα είκοσι οχτώ.

Άρα τι είσαι εσύ απάντησε ο μπάρμπα Μήτσιους. Ούλα τα θυμάσι.

Τι θυμιτκό έχ’ς αρέ Νάσιου. Καλά θυμάσαι πότε παντρεύκι η Τσιάμου κι ιγώ δεν θυμάμαι πότε γεννήθκι του κουρίτσ’. Χαμένου του έχου.

Με τα πουλλά με τα λίγα δεν τα βρήκαν, ούτε στην ηλικία ούτε στην προίκα ,αφού η Μήτσιους δεν έδουνε του παλιογόμαρο, και έτσι χάλασε του προξενιό και χάλασε κι η φιλία.

Θωμάς Τσιαπλές

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ