Νεκρολογίες

Στις 2 και 12 του περασμένου Φλεβάρη κηδέψαμε δύο αγαπημένα αδέρφια, τον Ιωάννη και τον Κανάκη Πατουλιά, 71 και 85 χρόνων αντίστοιχα. Τα δύο αδέρφια ήταν πολύ αγαπητά όχι μόνο στους Καλλιπευκιώτες, αλλά και σε πολλούς ξένους. Ήταν επίσης πολύ καλοί φίλοι του Μορφωτικού Συλλόγου. Ήταν και δικοί μου αγαπημένοι φίλοι και πολύ στεναχωρήθηκα που δεν μπόρεσα να παραβρεθώ στον «τελευταίο ασπασμό». Γι’ αυτό και σκέφτηκα να τους «γράψω» για τελευταία φορά. Έτσι, σαν

’γιος Αθανάσιος Θεσσαλονίκης, 11/3/2002

ΠΡΩΤΟ

patouliasg

Αγαπητέ φίλε μπάρμπα – Γιάννη, γεια σου. Είμαι πολύ στεναχωρημένος τώρα, που σου γράφω, γιατί δεν μπόρεσα να έρθω να σε ξεπροβοδίσω στο στερ­νό σου ταξίδι. Τον περασμένο Μάη πνευματικό μνημόσυνο, από ένα φίλο πολύ νεότερο τους.Είχες πάρει ειδοποίηση ότι πρόκειται να φύγεις για το χωρίς επιστροφή ταξίδι, αλλά δεν το πιστέψαμε ή δε θελήσαμε να το πιστέψουμε. Ούτε κι εσύ πιστεύω. Ήρθα σε είδα στο Γραφείο εισιτηρίων (νοσοκομείο) στη Θεσσαλονίκη, αλλά δεν τόλμησα να σε ρωτήσω για το φευγιό σου. Μάλλον χαμογελούσα σαν χαζός, για να μη σε συγκινήσω. Ξανάρθα στο σπίτι σου και κατάλαβα πως το σκεφτόσουν πολύ, αν και έπαιζες με την αγαπημένη σου εγγονούλα και τη χα­μογελούσες και είπα μήπως άλλαξες γνώμη.
Τον περασμένο όμως Φλεβάρη το αποφάσισες… Έκανες χρήση του εισιτηρίου και έφυγες. Δεν έφυγες όμως μόνος σου. Ταξίδεψες με τον μπάρμπα – Τάσο Παπαναστασίου. Δε γνωρίζω αν είχατε ραντεβού, αλλά πιστεύω να συναντηθήκατε…
Αγαπητέ φίλε, η φτώχεια σε ξενίτευσε πριν πολλά χρόνια και επέστρεψες στη Λεπτοκαρυά και πρόκοψες και έκανες τη δική σου οικογένεια. Από το μαγαζί σου πέρασε κόσμος και κοσμάκης. Έλληνες και ξένοι. Όλοι γλασαν με τα τρομερά αστεία σου και θα σε θυμούνται για πολλά χρόνια.
Αλήθεια, υπάρχει έστω και ένας πατριώτης, μικρός και μεγάλος, που να μη γέλασε με τ’ αστεία σου και τα χωρατά σου;
Αγαπητέ φίλε, θα θυμάμαι κι εγώ τη φιλοξενία σου και το στήριγμα σου, όταν ήμουν πρόεδρος στο Μορφωτικό Σύλλογο και όχι μόνο. Το τρανταχτό χαμόγελο σου, τ’ αστεία σου, θα μας λείψουν.
Φίλε μπάρμπα – Γιάννη, ελπίζω εκεί που πήγες να συνάντησες και όλους τους πατριώτες. Πιστεύω ν’ ανταμώθηκες και με τον αδελφό σου τον Κανάκη. Δεν άντεξε το μισεμό σου και ήρθε από κοντά σου. Πάντως μείνε ήσυχος. Όσο θα κάνω το δρομολόγιο για την αγαπημένη μας Καλλιπεύκη, θα περνώ από τους δικούς σου να πίνω έναν καφέ και να βλέπω τη χαριτωμένη σου εγγονή που τόσο αγαπούσες. Μάθε ακόμη πως, στις 40 από την αναχώρηση σου, όλοι ήμασταν εκεί. Όλοι όσοι σ’ αγαπούσαμε.
Εδώ φίλε θα κλείσω το γράμμα μου. Γεια σου, και… αν μπο­ρείς , στείλε μας κάνα γράμμα για να μαθαίνουμε πώς περνάς… Χαιρετίσματα σ’ όλους τους πατριώτες.

ΔΕΥΤΕΡΟ

patouliask

Αγαπητέ φίλε Κανάκη, γεια σου. Αποφάσισα να σου γράψω γιατί δεν έμαθα για το στερνό σου ταξίδι. Ή μάλλον έμαθα, αλλά δεν ήξερα την ακριβή ημερομηνία και ώρα αναχώρησης.
Αγαπητέ φίλε μπάρμπα – Κα­νάκη, όπως φαίνεται δεν άντεξες το μισεμό του αδελφού σου και είπες να ξενιτευτείς κι εσύ χωρίς επιστροφή. Τα Χριστούγεννα έμαθα πως αποφάσισες να φύγεις για το μακρινό ταξίδι και σκέφτηκα να σου στείλω μερικά πράγματα, αλλά οι δικοί σου μου είπαν πως δε χωρούν άλλο οι βαλίτσες σου. Τελικά στις 12 του Φλεβάρη, 10 μέρες μετά την αναχώρηση του αδελφού σου το αποφάσισες κι εσύ. Κάπως από­ομα μας έφυγες και δε θέλουμε να το πιστέψουμε.
Αγαπητέ φίλε, πέρασες μεγάλη φτώχεια στα νιάτα σου, όπως κι εσύ μας έλεγες, αλλά ο θεός σε αξίωσε να κάνεις καλή οικογένεια (4 αγόρια) και να ζήσεις μια ζωή γεμάτη από δουλειά και υγεία. Μέχρι το στερνό σου ταξίδι έζησες τη ζωή και γεράματα δεν έκανες ποτέ. Μέχρι που να φύγεις δούλευες, χόρευες, έπινες, τα πάντα έκανες. θυμάσαι που μου είχες πει προτού πεθά­νει η γριά σου, ότι θα σε φάνε τα κοράκια άμα φύγει πρώτη εκείνη! Να όμως, που ούτε τα κοράκια σ’ έφαγαν, αλλά κοιμήθηκες και στα χέρια των παιδιών σου.
Αγαπητέ μπάρμπα – Κανάκη, επειδή δεν ήμουν να σε ξεπροβοδίσω, γι’ αυτό σε γράφω για να σ’ ευχαριστήσω για τις ευχάριστες στιγμές που περάσαμε μαζί. Για τ’ αστεία σου, για την καλή παρέα. Να σ’ ευχαριστήσω, γιατί στα εξήντα σου χρόνια, έμαθες να ψέλνεις και ήσουν το δεξί χέρι του παπα – Στέργιου για 20 και πλέον ολόκληρα χρόνια. Να σ’ ευχαριστήσω γιατί μου έκανες όλα τα κέφια. Ένα σωρό φωτογραφίες βγάλαμε στο θέρισμα, στο αλώνισμα με τη δοκάνη, στο στούμπισμα της βρίζας. Ποιος άραγε θα μου έκανε όλα αυτά και θα μου χάριζε τόσο όμορφες στιγμές;
Μερικές φορές οι «τρέλες» σου, έφερναν σε δύσκολη θέση, τόσο εσένα, όσο και τους δικούς σου. Αλλά, χάρη και σ’ αυτές τις τρέλες σου θα σε θυμόμαστε και πιο έντονα.
Μάθε πως κατά την ώρα της αναχώρησης σου, ήταν πλήθος κόσμου. Ήταν και ο γιος σου ο Χρίστος από τον Καναδά. Πρόλαβε να αποχαιρετίσει κι εσένα και τον μπάρμπα – Γιάννη. Μάθε ακόμη πως το γάιδαρο σου, που δεν προφθάσαμε να πουλήσουμε το καλοκαίρι, τον ταΐζει ο γείτο­νας σου ο μπάρμπα – Χρίστος. Μη στενοχωριέσαι, βρίσκεται σε καλά χέρια. Αλλά, γιατί ήθελες να τον πουλήσεις; Μήπως κάτι ήξερες για το ταξίδι σου;
Φίλε μπάρμπα – Κανάκη. Το Σάββατο στις 9 του Μάρτη βγήκα στο χωριό για να κάνουμε την άλλη μέρα τα σαράντα σου. Όμως και πάλι δεν έγινε τρόπος για να παραβρεθώ, γιατί η συμπεθέρα σου, που τόσο αγαπούσες, η Ασημούλα του Μαντά, του Κώστα Μασούρα η γυναίκα, σας «ζήλεψε» και είπε κι αυτή να φύγει από κοντά μας. Με συγχωρείς που θα κλείσω λίγο απότομα, γιατί θέλω να γράψω και σ’ αυτή… Γεια σου…

ΤΡΙΤΟ

Αγαπημένη μας, Ασημούλα, να ‘σαι καλά εκεί που αναπαύεσαι. Χτες ήρθαμε στον Αμπελώνα και σε ξεπροβοδίσαμε για το στερνό σου ταξίδι.
Αγαπημένη μας, όσοι κι αν έμαθαν για το μοιραίο, ακόμα δεν μπορούν να πιστέψουν, πώς εσύ, η ανδρογύναικα, η λεβεντοκόρη, το «θηρίο», έφυγες τόσο άδοξα και τόσο γρήγορα. Ο χάρος, Ασημούλα, διάλεξε εσένα, το μικρότερο από τα 8 παιδιά του Τόλιου του Μαντά και τη μεγαλύτερη νύφη του Γιάννη του Μασούρα. Διάλεξε εσένα, το γκεσέμι της παρέας, στα 48 σου χρόνια. Φοβήθηκε ο άτιμος να τα βάλει στα ίσια μαζί σου και σε μπέρδεψε. Σε χτύπησε πισώπλατα και ύπουλα. Ώσπου… τα κατάφερε. Έδωσες παλικαρίσια μάχη ως την τελευταία στιγμή, αλλά γονάτισες έτσι τώρα, έφυγες από κοντά μας και θα μας λείψεις πολύ, πάρα πολύ. θα μας λείψουν τα χελιδονίσματα σου, Χελιδόνα μας, το χαμόγελο σου, η καλοσύνη σου, η καρδιά σου η καλή, το ανάλαφρο περπάτημα σου τσελιγκοπούλα μας.
Περισσότερο όμως θα λείψεις από την οικογένεια σου. Από τον Κωνσταντή τον άνδρα σου, το Γιάννη και την Ελισάβετ, τα παιδιά σου. Ποιον θα βρίσκουν τώρα να τους περιμένει, να τους ανοίγει την αγκαλιά της, ν’ ακούει τα παράπονα τους; θα λείψεις και από το κοπάδι σας. Κι αυτά, τα γίδια βελάζουν που δε βλέπουν την κυρά τους!
Αγαπημένη μας, το περασμένο καλοκαίρι, στο γάμο της κόρης σου, είχαμε συγκεντρωθεί πάρα πολλοί. Χτες πάλι, ακόμα περισσότεροι. Ήρθαν από τον Καναδά και οι αγαπημένες σου αδελφούλες, η Σταματή και η Γλύκα. Όμως δε σε πρόλαβαν για να τους χαμογελάσεις.
Περιμένοντας στην όμορφη αυλή του σπιτιού σου, όλοι είχαν κάτι καλό να πουν για σένα. Οι περισσότεροι είχαν να εξηγήσουν και ένα κακό όνειρο που είχαν δει τα προηγούμενα βράδια. ’λλοι θυμήθηκαν το κράξιμο του κόρακα και τα λυπητερά ουρλιάσματα των σκύλων. Όμως, κανενός το μυαλό δεν πήγαινε σε σένα.
Αγαπημένη μας. Η ψυχή σου φτερούγισε για τα ουράνια το Σάββατο, στις 5 το απόγευμα, στις 9 του Μάρτη, τη στιγμή που τέλειωνε ο χειμώνας και άρχιζε η χαρούμενη άνοιξη. Ήταν γιορτή των ψυχών, ήταν ψυχοσάββατο. Σε ξεπροβοδίσαμε την άλλη μέρα, την Κυριακή. Ημέρα γιορτινή, ημέρα αφιερωμένη στην Ανάσταση του Χριστού. Όλα αυτά Ασημούλα, μας λένε πως ο Κύριος θα σε βάλει στα δεξιά Του. Ακόμα και ο καιρός άλλαξε το Σάββατο. Όλη τη νύχτα ψιλόβρεχε για να μαλακώσει την από μήνες στεγνή γη, για να δεχτεί εσένα, πέρδικα μας.
Αγαπημένη μας. Δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο. Αν γράψω, όσα η καρδιά μου λέει, ούτε το χαρτί θα φτάσει, αλλά και θα στεναχωρήσω όλους μας, μα περισσότερο τα τρυφερά παιδιά σου, τα οποία μου έδωσαν παραγγελιά να σε γράψω και σε χαιρετούν. Σε χαιρετούν ακόμη ο άνδρας σου, ο γαμπρός σου, τα αδελφάκια σου, η πεθερά σου, τα τέσσερα κουνιάδια σου, οι συνυφάδες σου, τα πολλά ξαδέρφια σου, τα 27 πρώτα ανίψια σου, οι φίλοι οι γκαρδιακοί, οι γείτονες, οι συμπατριώτες σου, τα ψηλά βουνά με τις δροσερές βρυσούλες τους, όλοι εμείς που σ’ αγαπήσαμε και ζήσαμε μαζί σου.
Δώσε χαιρετίσματα… σ’ όλους τους συγγενείς και συμπατριώτες. Και κάτι ακόμα αγαπημένη μας Ασημούλα. Μια χάρη σου ζητούμε! Μην ξεχνάς να μας επισκέπτεσαι τα βράδια στα όνειρα μας. Να σε βλέπουμε και να μας χαμογελάς. Για να είναι η αυριανή πραγματικότητα λιγότερο σκληρή και πιο αισιόδοξη! Να έρχεσαι στα όνειρα του άν­δρα σου του Κωνσταντή και των παιδιών σου, γιατί αυτοί θα σε χρειάζονται περισσότερο. Να τους μιλάς γλυκά, να τους ορμηνεύεις και να τους καθοδηγείς… Και αν καμιά φορά είσαι στεναχωρημένη… βρες εκεί, πάνω.., τον ξάδελφο του άνδρα σου, τον Κώστα, τον δάσκαλο, για να σου τραγουδήσει το «Χαρικλάκι», σαν ανατολίτικο αμανέ… Και αν θέλεις και παρέα… φώναξε τους όλους. Έχουμε πολλούς εκεί πάνω… γέρους, αλλά και νέους…
Γεια σου αγαπημένη μας, σύντροφε, μάνα, αδερφή, ξαδέρφη, θεία, γειτόνισσα, φίλη, χωριανή. Εκ μέρους όλων αυτών, ο συνομήλικος ανιψιός σου Ζήσης, του μπάρμπα – Τσέλιου και της Λεμονιάς, όπως έλεγες κι εσύ.
Σήμερα, αγαπημένη μας, πέρδικα βρέχει όλη τη μέρα. Όλα είναι ήσυχα και θλιμμένα.   Κούρνιασε στη φωλίτσα σου… κοιμήσου, κοιμήσου… και το βράδυ πέταξε στα όνειρα μας…
Καλόν παράδεισο, αγαπημένα μας, πρόσωπα.
ΚΑΤΣΙΟΥΛΑΣ ΖΗΣΗΣ

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ