ΟΙ ΚΑΛΛΙΠΕΥΚΙΩΤΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΠΟΤΑΜΟΥ

Έρευνα και παρουσίαση Ζ.Α.Κ.

 Την Μεγάλη Πέμπτη 12 Απριλίου 2001, βρεθήκαμε στο γειτονικό Μακρυχώρι, αναζητώντας και πάλι τους Απανταχού Καλλιπευκιώτες. Στο Μακρυχώρι βρεθήκαμε για να πάρουμε μια συνέντευξη από τον “Καλ-λιπευκιώτη” Στέργιο Γκου-γκουλιά. Ο μπαρμπα-Στέργιος, τα τελευταία χρόνια μένει κοντά στο γιο του, ο οποίος μένει στο Μακρυχώρι.
Ο μπαρμπα-Στέργιος, που σήμερα είναι 89 χρόνων, μας κατέπληξε με όσα μας είπε. Θυμάται τόσο καλά, λες και είναι 20 χρονών παιδί. Θυμάται πράγματα και πρόσωπα σαν να τα είδε μόλις χθες. Η διαύγεια του μυαλού του είναι σε υψηλά επίπεδα.
Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο να μας διηγιέται για πρόσωπα και πράγματα που γνώρισε εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Ας καταγράψουμε και πάλι ζωντανές μαρτυρίες.
“Γεννήθηκα το 1912 στον Παραπόταμο. ο πατέρας μου είχε κατέβει εκεί μαζί με άλλους Καλλιπευκιώτες, πριν το 1912 και τον έλεγαν Θανάση Γκουγκουλιά.

gougoulias
Εμείς αλλά και οι άλλοι, είχαμε όλοι πρόβατα και κάθε καλοκαίρι βγαίναμε στο χωριό μαζί με τα κοπάδια μας.
Τότε, στα 1926, μοίραζαν κλήρους στη λίμνη και πήγαμε να πάρουμε. Όμως δεν μας έδωσαν χωράφια, αλλά ούτε και με τα πρόβατα μας ήθελαν. Όταν βγαίναμε στο χωριό όλοι έλεγαν “ήρθαν οι βλάχοι.
Επειδή δεν μας έδιναν χωράφια, πήγαμε στο δικαστήριο στη Ραψάνη. Εκεί μας είπε “η νιρουδικς” (ο ειρηνιδίκης), ότι για να πάρουμε κλήρο, θα πρέπε να μείνουμε στην Καλλιπεύκη. Τα πρόβατα είναι κινητή περιουσία και μπορούν να πάνε όπου θέλουν.
Μετά από αυτά έπρεπε να διαλέξουμε. Εμείς διαλέξαμε τον Παραπόταμο και χωράφια δεν πήραμε.
Μαζί με μας είχαν κατέβει και άλλοι στον Παραπόταμο: Οι Γκαμπουραίοι, οι Γκουλιαραίοι, ο Ντόντος, ο Δαλακώνης, ο Δου-λαπτσής, ο Μπούτσικας, ο Μπαρός, ο Κυλινδρής και άλλοι Γκου-γκουλιάδες. Μετά το 1950 ήρθε και ο Καραμπατής.
Ο Δουλαπτσής και ο Μπούτσικας ήρθαν γαμπροί στον Παραπόταμο. Έμεναν στους Γόννους. Ο Μπούτσικας είχε και έναν αδερφό στους Γόννους. Ο Μπαρός ήταν δύο αδέρφια. Ο Μήτρος και ο Κώστας. Ο ένας δεν είχε παιδιά και πήρε ένα από το Κοκκινοπλό. Το πήρε από κάποιον Καραλάσκο και το έδωσε το δικό του όνομα. Ο άλλος άφησε 4 παιδιά.
Ο Κυλινδρής Τριαντά-φυλλος, αφού μεγάλωσαν τα παιδιά του, έφυγαν από τον Παραπόταμο.
Ο Καραμπατής Απόστολος ήρθε γαμπρός σε κάποιον Σερίφη από το Ντουντσκό.
Με το χωριό είχαμε πολλές σχέσεις. Εμείς οι Γκουγκουλιάδες και οι Γκαμπουραίοι (ο Ζήσης Γκαμπούρας), βγάζαμε τα πρόβατα στο χωριό. Τα βοσκούσε ο Τέγος ο Μασούρας.
Μετά το 1925-1926, μας έδιωξαν από το Νεζερό. Έδιωξαν και τους Τσιουρβάδες και τους Κατσιουλάδες, και άλλους.
Ο πατέρας μου έκανε αγορά στον Παραπόταμο, μόλις έφυγαν οι Τούρκοι.
Στον παραπόταμο, εκτός από τους Νεζεριώτες, ήρθαν και Σαρμανιώτες (Σαμαρίνα), Μπρα-ζιώτες (Δίστρατο) και άλλοι. Περισσότεροι είναι οι Σαμαρινιώτες. Όλα τα σπίτια εκείνο τον καιρό ήταν καμιά 70αριά. Τα ζηριώτικα ήταν καμιά 20αριά.
Το δικό μας το σπίτι ήταν στην Καλλιπεύκη, εκεί μέσα στους Παλικαράδες (Γεροστεργαίοι). Είχα-με γείτονα το Μήτρο τον Καλαμπούκα (Γεροστέργιος κοινο-νικό όνομα), τον Νίκο τον Παλικαρά (Γεροστέργιο). Με τους Γερο-στεργαίους ήμασταν συγγενείς. Η μάνα ήταν απ’ αυτό το σόι, γι’ αυτό βρεθήκαμε εκεί μέσα. Τα σπίτια ήταν κάτω από μια σκεπή.
Από πάνω είχαμε τον Γιώργο Κατσιούλα και το Ζήση Κατσιούλα. Από δίπλα είχαμε το Γκουντή τον Γκαραφλή. Τον Μανόλη και τον Παύλο Γκαραφλή. Ο Παύλος είχε γαμπρό το Ζήση Κατσιούλα από αδερφή. Αυτός ήταν ψηλός και μελαχρινός.
Ο Γιάννης Καζάνας είχε γυναίκα την Αριστούλα Μήτρου του Τσούκα.
Θυμάμαι και τον Κώστα το Ντάπο (Μαντά), τον Τέγο και τη Μούλω (Σταματούλω). Αυτή είχε γαλανά μάτια και είχε άνδρα τον Αποστόλη τον Κατσιούλα.
Τότε έκλεβαν πολύ. Αλλά εμάς δεν μας πέιραξαν. Εμείς είχαμε περίπου 130 πρόβατα, και ήμασταν 8 αδέρφια. Ο ένας πέθανε μικρό, ένας πήγε αντάρτης και σκοτώθηκε και ένας άλλος πήγε να ψαρέψει στο ποτάμι γλίστρησε και πνίγηκε.
Έχω στον Καναδά δυο αδέρφια και δυο παιδιά. Τον Θανάση και το Νίκο. Ο ένας έχει γυναίκα από την Κω και ο άλλος από το Πύθιο της Ελασσόνας. Είναι πενηντάριδες τώρα. Μένουν στο Λόντο.
Ένας αδερφός μου είναι στον Αμπελώνα και έχει ένα παιδί δάσκαλο, τον Κώστα, που έχει γυναίκα από τη Θεσ/νίκη.
Εμείς τα πρόβατα τα βοσκούσαμε στη βρύση Χατζή μαζί με τον Τσιούρβα το Γούλα. Όποιος δεν μπορούσε να κλέψει, τον έλεγαν “ανίκανο”.
Θυμάμαι ακόμα τον Πολύζο το Μαλαμά και τ’ αδέρφια του Νίκο και Γιάννη. Θυμάμαι ακόμα τους Παπατολιάδες (Παπαϊωάννου). Θυ-μάμαι τον παπα-Δημήτρη που κάθονταν απέναντι από τον ’γιο Θεόδωρο.
Σχολείο πήγα πολύ λίγο και στον Παραπόταμο και στο Νεζερό. Γράμματα όμως δεν έμαθα. ’μα άκουγα για γράμματα με πονούσε το κεφάλι. Εμένα μ’ άρεσαν τα πρόβατα.
Δασκάλους είχαμε τον Μήτρο τον Γκαναβούρα και τον Παρίση. Αυτός κάθονταν απέναντι από το σχολείο, στου Τσιούγκου το σπίτι. Λειτουργούσαν και τα δύο σχολεία. Και το κανονικό και αυτό εκεί στα Γκουλιαράτικα. Είχαν φύγει οι Γκουλιαράδες και το πήρε η κοινότητα για μεγάλο.
Πήγαινα στο σχολείο μαζί με το Τζίκα το Σιώκο, το Τζίκα Δημοτζίκα και τον Τέγο του Παπαναστάση. Πήγα και στους δύο δασκάλους.
Κάτω από το σπίτι του Παρίση κάθονταν ο Νικόλας Ζαχείλας. Αυτός είχε γαμπρό το Νικόλα τον Κουτσόγιαννο (Οικονόμου). Πάνω από αυτόν ήταν ο Τόλιος ο Πατσάκης που είχε γαμπρό τον Στέργιο του Τσιμπιρή (Μαντά). Ο αδερφός του ο Γκόγκος είχε πρόβατα.
Ο δάσκαλος ο Γκαναβούρας είχε και έναν αδερφό Γιώργο. Δεν παντρεύτηκαν και οι δύο. Ο Μήτρος ο Παπαναστασίου ήταν αδέρφια με το Γιάννη το Γκούμα. Αυτός πήγε σώγαμπρος στο Γκούμα και άλλαξε και το όνομα. Θυμάμαι και το Μήτσο Μαντά (Μπζόκο), καθώς και τον Γιάννη Μαντά. Αυτοί κάθονταν δίπλα δίπλα.
Οι ’γιοι Απόστολοι είχαν αγιογραφίες αλλά δεν ήταν περιποιημένοι. Η Αγία Παρασκευή είχε τοιχογραφίες και τα μάτια των Αγίων ήταν βγαλμένα από του Τούρκους.
Από μύλους θυμάμαι του Παπαναστασίου, που αργότερα τον πήρε ο Γκούμας. Του Αλέξη του Γκουγκουνέλα, του Κουτσιαρή και του Μητσιόπουλου.
Προέδρους θυμάμαι τον Αναστάση το Μίλιο και τον Γκούμα. Είχε κάνει πρόεδρος και ο Νάσιος Τσιμπιρής (Μαντάς) μετά το 1930. Τον είχα μπάρμπα.
Από οργανοπαίχτες θυμάμαι τον Μήτρο Τσολάκη και τον Σπύρο Καστόρη (Πλεύρα).
Η βρύση Νιχτιάνω ήταν κάτω από το μύλο του Γκουγκουνέλα και είχε πέτρινο σωληνάρι. Πέτρινο σωληνάρι είχε και η Μπίμπω, ενώ η Πατωμένη είχε ξύλινο λούκι από έλατο. Δεν ήταν κτισμένη. Έτσι ήταν και η Νταμίλη.
Θυμάμαι ακόμα τους Ρημαγμαίους, το Θανάση και το Μήτσιο, καθώς και το Γκουντή το Ρημαγμό.
Ο Νικόλας ο Τσιλιμένης ήταν αγροφύλακας, πάνω από αυτόν ήταν ο Γιάννης ο Καραχάλιος (Γκαραφλής κανινικά), ο Καραδούκας και άλλοι.
Από μαγαζιά θυμάμαι του Οικονόμου και του Γκέτσιου (καφενεία). Ο Θωμάς ο Καραγιάννης, που τον έλεγαν Σπανό, είχε μεγάλο μαγαζί. Πουλούσε υφάσματα, φαγώσιμα και άλλα. Είχε επίσης όλο κορίτσια. Αυτός πέθανε η γυναίκα του και πήρε τη μάνα του Αντώνη Κάγκουρα.
Εκεί κάθονταν και ο Μήτρος Κουτσιαρής και ένας Ντόντος. Εμείς τον γελούσαμε Κουράνη.
Τον μεγάλο τον έλεγαν Τέγο και τον άλλο Ζήση. Παραδίπλα κάθονταν ο Ζήσης και ο Χρήστος Γκουγκουλιάς. Ο Ζήσης είχε κορίτσι τον Καραγιάννη του Σπανού. Ο άλλος είχε την Παγούνου του Γκουντή του Γκαραφλή.
Δίπλα από τη βρύση Δεσπότη κάθονταν ο Γιώργος Γιαννούλας και ο Γιάννης και παραπάνω ο Ζιάκος ο Αποστόλης και ο αδερφός του ο Γιώργος. Πάνω από την Τρανή ο Καζάνας, παραπέρα ο Καστόρης και ο Θωμάς Τσιαπλές. Τους Γκαβουτσικάδες τους ήξερα όλους. Τον Τέγο, τον Αλέξη, το Γιάννη και το Γιώργο.
Θυμάμαι καλά το Ζησιό τον Τσιάτσιο. Τον πατέρα του τον έλεγαν Γιάννη. Θυμάμαι το Ντιλνίκο (Βούτσιος) το Μήτσιο και τον Αποστόλη, θυμάμαι πολλούς ακόμα. Από τη Ραψανιώστρα περνούσαν οι Ραψανιώτες και πήγαιναν στην Καρυά πιπεριές, μελιτζάνες, σταφύλια κ.λπ.
Τέλος ξέχασα να πω ότι στο χωριό βγαίναμε με τα πρόβατα ως το 1928. Οι Γκουλιαραίοι ήταν τρία αδέρφια. Ο Γιώργος με το Ζήση πέθαναν στον Παραπόταμο και ο άλλος πήγε στον Αμπελώνα. Επίσης ένας Μπαρός είναι τώρα στο Τσαϊρλί (βρυότοπο), ενώ Μπούτσικας δεν υπάρχει τώρα στον Παραπόταμο”.

Χείμαρος ήταν ο μπαρμπα-Στέργιος και τον ευχαριστούμε πολύ. Αν του ευχηθούμε “να τα εκατοστίσει” μήπως τον καταριέμαστε; Πάντως του ευχόμαστε να είναι καλά και να χαίρεται τη ζωή.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ