Συνέντευξη με τον Δημήτριο Μιχαήλ

(η συνέντευξη του Δημ. Μιχαήλ πρέπει να διαβαστεί παράλληλα με το θέμα «Αναζητώντας τους απανταχού Καλλιπευκιώτες – οι Μπουζιωταίοι της Πούρλιας)

 Συνέντευξη – έρευνα – παρουσίαση: Κατσιούλας Ζήσης  

     Στις 2 Ιανουαρίου 1998 επισκεφτήκαμε στη Θέση Γκανή, στο γιδομάντρι του, τον Δημήτριο Μιχαήλ. Ήταν μόλις μία εβδομάδα περίπου μετά το θάνατο της γυναίκας του Στεργιανής (πέθανε σε ηλικία 53 ετών). Παρόλη τη στεναχώρια που είχε, κάναμε μια καλή κουβέντα μαζί του και μας είχε πει τότε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Δυστυχώς, όμως, μετά από τρία περίπου χρόνια πέθανε και αυτός και έτσι σήμερα που δημοσιεύουμε αυτή τη συνέντευξη, δεν ζει ανάμεσά μας. Έτσι, όσα θα διαβάσετε παρακάτω είναι και ένα πνευματικό μνημόσυνο στη μνήμη τη δική του και της γυναίκας του. Ο Θεός να τους αναπαύει και εμείς να συνεχίσουμε με τη συνέντευξή του.

     «Γεννήθηκα στην Καλλιπεύκη το 1929 και είμαι (ήταν) σήμερα 69 ετών. Ο προππάπος μου Αστέριος Μιχαήλ, καταγόταν από το χωριό Μάραθος των Αγράφων. Τον κυνηγούσαν οι Τούρκοι και μαζί με τη θυγατέρα του την Παγώνα, το γιο του Γιάννη και μια αδερφή του, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στη γειτονική Πούρλια (Παλιούς Πόρους). Ο προππάπος μου ήρθε με κρυοπαγήματα και τραύματα. Στην Πούρλια πάντρεψε την αδερφή του με κάποιον Ρουμπιέ. Την θυγατέρα του Παγώνα την πάντρεψε στην Καλλιπεύκη με κάποιον Χασκομήτρο (δεν είναι σίγουρο αν αυτό ήταν πραγματικό όνομα ή παρατσούκλι). Ο Χασκομήτρος ήταν έμπορος της εποχής εκείνης. Εμπορευόταν καπνό και φυλλάδια που τα αγόραζε από τους Τούρκους και τα μετέφερε με μουλάρια. Η κόρη του προππάπου μου, Παγώνα, που παντρεύτηκε με τον Χασκομήτρο δεν απόκτησε παιδιά. Και αφού δεν απόκτησε, αργότερα έμενε μαζί με τον παππού μου το Γιώργο Μιχαήλ που θα δούμε παρακάτω.

     Ο γιος του προππάπου μου ο Γιάννης, ήταν πολύ φτωχός και δεν τον έπαιρνε καμία γυναίκα. Ασχολούνταν μόνο με το κυνήγι και έκανε επίτροπος στην εκκλησία. Τελικά, όμως, τον παντρεύτηκε μια κοντούλα γυναίκα από το σόι του Κούσιου. Από το γάμο του απέκτησε εννιά (9) παιδιά. Το Στέργιο, το Μήτρο, τον παππού μου το Γιώργο και έξι ακόμα κορίτσια. Ο Στέργιος παντρεύτηκε με ένα κορίτσι από τους Μαντάδες και έμενε στους Γόννους αλλά δεν απέκτησαν παιδιά. Ο Μήτρος έμενε και αυτός στους Γόννους και από το γάμο του απέκτησε ένα κορίτσι, την Παγώνα. Έτσι, τα ονόματα του Στέργιου και του Μήτρου χάθηκαν. Ακόμα να προσθέσω ότι ο Στέργιος που δεν είχε δικά του παιδιά, πήρε ένα ψυχοκόριτσο από την Κατερίνη και το έλεγαν Κατερίνα. Η γυναίκα του όμως, το έβαλε μαράζι που δεν έκανε παιδιά και πήγε και πνίγηκε στο ποτάμι.

006_mixail1 007_mixail  Δημήτριος Μιχαήλ και Δημήτριος Μιχαήλ (σκοτώθηκε στη Μ. Ασία)

     Ο παππούς μου ο Γιώργος, πήρε γυναίκα από το σόι το Καστοράτικο (Δαβλιάη). Τη γιαγιά μου, δηλ. τη γυναίκα του την έλεγαν Τσίβω (Παρασκευή). Αυτοί, λοιπόν, οι παππούδες μου, απέκτησαν πέντε (5) παιδιά. Τον πατέρα μου το Στέργιο, το θείο μου Μήτρο και τις θείες μου Παγώνα, Μαρία και Γιαννούλω. Έμεναν εδώ στην Καλλιπεύκη. Και επειδή η γιαγιά μου η Τσίβω είχε όλα τα αδέρφια της στην Καλλιπεύκη, δεν πήγαινε να καθίσει στους Γόννους με τα άλλα τα αδέρφια του παππού μου. Τον παππού μου το Γιώργο τον φώναζαν Γιργουλή γι’ αυτό κι εμείς σήμερα έχουμε αυτό το παρατσούκλι. Αυτός ο παππούς μου ο Γιώργος είχε κάνει 18 χρόνια χουσμεκιάρης στο Μαμούτ Αγά, τον Τούρκο. Είχε πάει μικρό παιδί 7 – 8 χρόνων μόνο με μια γκλίτσα και όταν έφυγε από τους Τούρκους είχε 300 δικά του γίδια. Από τότε έχουμε κι εμείς τα γίδια. Σήμερα, 1998, έχουμε 700 γίδια μαζί με τα παιδιά μου το Στέργιο και το Γιάννη.

     Ο θείος μου ο Μήτρος σκοτώθηκε στο Μικρασιατικό Πόλεμο το 1922 στον Μαίανδρο ποταμό. Εκεί ήταν 36 άνδρες. Ο μπάρμπας μου ήταν σκοπευτής στο πολυβόλο και κάποιος Καράντζιος ήταν γεμιστής. Στον Μαίανδρο είχαν πάει να κόψουν μία γέφυρα και τους βάρεσαν οι Τούρκοι. Σκοτώθηκαν όλοι οι στρατιώτες καθώς και ο ανθυπολοχαγός Τζιράκης Κων/νος από την Κρήτη. Μόνο ο Καράντζιος γλίτωσε τραυματίας μέσα στα πτώματα.

     Ο πατέρας μου Αστέριος Μιχαήλ, μετά το χαμό του αδερφού του Μήτρου, έγινε προστάτης της οικογένειας και έμεινε νωρίς χήρος γιατί η μάνα μου πέθανε σε ηλικία 48 χρόνων. Αλλά είχε μείνει ορφανός από πατέρα μόλις 11 χρονών παιδί γιατί τον πατέρα του Γιώργο και δικό μου παππού, το είχε σκοτώσει κάποιος Φαρμακιώτης. Τον πυροβόλησε στο γόνατο και τον τραυμάτισε βαριά με αποτέλεσμα να πεθάνει μέσα σε 40 μέρες. Το γεγονός αυτό έγινε στη θέση Καρυές. Εκεί κοντά στη βρύση στις Καρυές, είναι μια πέτρα που το λένε στην «Πέτρα του Φαρμακιώτη». Τότε υπήρχαν διαφορές με τους Γοννιώτες (Ντιρλιώτες). Αυτοί ήθελαν τα σύνορα ως επάνω τη Ράχη και οι Νιζεριώτες μέχρι τη βρύση του Λάζαρη κάτω. Έτσι βρίσκονταν συνέχεια σε διαμάχες. Κάποια μέρα ο παππούς μου είχε τα γίδια εκεί κοντά στις Καρυές και βγήκε να χουιάξει τα σκυλιά. Τότε ο Φαρμακιώτης τον έριξε και τον τραυμάτησε στο γόνατο. Την ίδια στιγμή, ακούστηκαν δυο γκράδες. Ο ένας ακούστηκε πάνω από τη θέση Βρυσόπλες. Εκεί ήταν ο παπππούς ο Γκέτσιος. Αυτός ήταν δυνατός άνδρας. Είχε μια παλάμη μαλλιά ακόμα και στα αφτιά. Ο άλλος ακούστηκε από την Πετρόστρουγγα. Τον έριξε ο παππούς Γιάννης Ζαφείρης (Πάππος). Την ίδια μέρα ο Φαρμακιώτης έπεσε νεκρός. Αυτός ήταν Κουπατσιάρης, μάλλον πάνω από τα μέρη των Γρεβενών αλλά έμενε στο Δερελί. Αυτό το περιστατικό μού το διηγήθηκε ο μακαρίτης Γεώργιος Καστόρης (Δαβλιάης). Έτσι, πεθαίνοντας ο παππούς μου, άφησε τον πατέρα μου 11 χρονών και το θείο μου εννιά. Και όλα αυτά πρέπει να έγιναν γύρω στα 1905 με 1906.

     Το όνομά μου το πήρα από το θείο μου το Μήτρο που σκοτώθηκε στι Μικρά Ασία και εκείνος από τον άλλο το Μήτρο που είχε μια θυγατέρα την Παγούνω. Αυτή είχε παντρευτεί έναν Γκουγκουλιά από τους Γόννους και επί Γερμανών πέθανε. Την είχαν θάψει στη βρύση στη θέση Ζεστή. Άφησε ένα παιδί απ’ αυτούς τους Γκουγκουλιάδες που έχουν τα μάρμαρα.

     Ο παππούς μου ο Γιργουλής και η θεία μου η Χασκομήτραινα ήξεραν πολύ καλά τα τούρκικα. Κάποτε, όταν τα σύνορα ήταν στο χωριό μας (1881 – 1912), είχαμε τα γίδια εδώ στη Γκανή, εκεί ακριβώς που είναι σήμερα το μαντρί του Μπουρονίκου. Είχαμε, δηλ. οι παππούδες μου, έναν τσοπάνο με το επώνυμο Σιμογιάννης και ήρθαν κλέφτες από το τούρκικο μέρος για να πάρουν όλο το κοπάδι. Όταν μπήκαν στο μαντρί, χτύπησαν με τον υποκόπανο το Σιμογιάννη και τον άφησαν αναίσθητο. Αυτός καθόταν μέσα στην καλύβα δίπλα στο τζάκι και δεν τους πήρε χαμπάρι. Ο πατέρας μου ήταν μικρό παιδί και τον έδεσαν από τα χέρια. Οι κλέφτες αμέσως μάζεψαν τα γίδια με σκοπό να τα βγάλουν πάνω στη Ράχη και να τα περάσουν πέρα από τη συνοριακή γραμμή. Αν το κατόρθωναν αυτό, χάνονταν όλα τα γίδια. Ο Σιμογιάννης αφού συνήλθε λίγο, είπε στον πατέρα μου να λυθεί ώστε να βοηθήσει και αυτόν. Ο πατέρας μου βρήκε τρόπο να λυθεί και βοήθησε τον χτυπημένο. Αφού συνήλθε, βγήκε παραπάνω στον όχτο και έβγαλε δυνατή φωνή. Τότε πετάχτηκαν ο Ζαφείρης Καζάνας, ο Ζαφείρης (Γαζέτας) και άλλοι που ήταν εκεί κοντά. Έριξαν με τους γκράδες και τα γίδια που ήταν άγρια, φοβήθηκαν και σκόρπισαν. Οι κλέφτες μάζεψαν λίγα και έφυγαν προς τη Ράχη. Αυτά δεν μπόρεσαν να τα γλιτώσουν.

      Μια άλλη φορά, οι Τούρκοι μάς είχαν πάρει όλα τα γίδια και τα έκλεισαν στο σταθμό πάνω στις Κούτρες. Τότε η Χασκομήτραινα, μαζί με άλλους δικούς μας, πήγε για πεσκέσι στους Τούρκους τσιρέπια, λίρες και άλλα πράγματα για να πάρουν πίσω το κοπάδι. Πήγε αυτή γιατί γνώριζε καλά τα τούρκικα. Όταν έφτασε εκεί είπε στους Τούρκους: «Γιατί πήρατε τα γίδια; Τα κατσίκια θα ψοφήσουν όλα στο μαντρί γιατί είναι μικρά». Τότε οι Τούρκοι, αφού πήραν τα πεσκέσια, έδωσαν πίσω τα γίδια και μάλιστα έδωσαν στους δικούς μας και ζάχαρη.

     Το σημερινό μαντρί που έχουμε εδώ κάτω στη θέση Γκανή, αρχικά ήταν των Καστοραίων. Ο παππούς μου το είχε στα Παλιοκόπρια, λίγο πιο κάτω από εδώ. Και επειδή ο πατέρας μου πάντρεψε τις αδερφές του και οι γαμπροί ζητούσαν περιουσία, πούλησε το μαντρί στον Τόλιο Καραμπατή. Έτσι και ο πατέρας μου, έφυγε από εκεί και κατέληξε εδώ, σ’ αυτόν το βράχο. Με τους Καραμπατάδες είμαστε συγγενείς. Ο Αποστόλης ο Καραμπατής είχε γυναίκα  την αδερφή του πατέρα μου, τη Μαρία. Τη Γιαννούλω την είχε πάρει ο Νάσιος ο Ρημαγμός. Με λίγα λόγια, η ιστορία μας στην Καλλιπεύκη αρχίζει γύρω στα 1850 με 1860. Από το 1880 με 1890 έχουμε αυτά τα γίδια. Και τα είχε φτιάξει ο παππούς μου ο Γιώργος που είχε πάει χουσμεκιάρης στον Τούρκο Μαμούτ Αγά. Τότε ο παππούς μου είχε αγοράσει στο Δερελί και τρία σπίτια.

     Και τώρα να έρθουμε λίγο στα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου. Το 1948, δύο αντάρτες, ο ένας από την Καρυά και ο άλλος από τη Σπηλιά, με πήραν από το μαντρί και με εκπαίδευσαν πάνω στον Αϊ-Γιάννη. Μπορούσα να φύγω αλλά είχαμε 550 γίδια με τον πατέρα μου και σκεφτόμουν μήπως μας κάνουν καμιά ζημιά. Ο δε πατέρας μου, μην μπορώντας να κάνει και αλλιώς, μου είπε: «Άιντι, παιδάκι μ’, σε πήραν που σε πήραν τώρα! Ο Θεός να βάλει το χέρι του. Όπου είναι οι άλλοι μα πας και συ». Εκεί στον Αϊ-Γιάννη ήταν και άλλα παιδιά από το χωριό μας. Ο Γιάννης ο Μαντάς (Ντάπος), ο περιπτεράς ο Γιάννης Καραγιάννης και ο Ζαφείρης Αντωνίου. Καθόμουν κάτω από ένα ελάτι και ήρθε ο Καραγιάννης και μου λέει: «Σήκω Μήτρο να φύγουμε. Μας ετοιμάζουν για πόλεμο». Εγώ, όμως, σκεφτόμουν μη μας πάρουν τα γίδια και δεν πήγα μαζί τους. Με χαιρέτησε ο Γιάννης ο Μαντάς κι εγώ έκλαιγα μην ξέροντας τι να κάνω. Εκείνη τη στιγμή και τώρα που τη θυμάμαι, μου φεύγουν δάκρυα.

     Σε λίγο μας συγκέντρωσαν και φώναξαν προσκλητήριο. Όταν δεν άκουσαν «παρών» από το Γιάννη Μαντά και τον Καραγιάννη, με ρώτησαν αν ξέρω πού πήγαν. Τότε εγώ, προσποιούμενος τον ανήξερο, τους είπα: «Κάπου εδώ θα είναι. Μήπως κοιμούνται στην καλύβα!». Με έστειλαν τότε να κοιτάξω εκεί και βρήκα μόνο τα μαλλιότα τους. Γύρισα και τους είπα. Μου είπαν τότε να φωνάξω για ν’ ακούσουν. Τι να κάνω κι εγώ, φώναξα. Αυτοί άκουγαν τη φωνή μου αλλά έφυγαν και κρύφτηκαν γιατί ήταν μέρα. Με το σκοτάδι συνέχισαν την πορεία τους και κατέβηκαν στη Γκανή όπου έφαγαν λίγο γάλα και αναχώρησαν για τους Γόννους όλη νύχτα και παραδόθηκαν στο στρατό.

     Εκεί στον Αϊ-Γιάννη γινόταν χαμός από στρατό, άνδρες και γυναίκες. Το προηγούμενο βράδυ είχε στηθεί ολόκληρο γλέντι με κλαρίνα. Σωστό πανηγύρι. Όταν νύχτωσε, ψήσαμε κρέατα, φάγαμε και την άλλη μέρα μας πήγαν για την Καρυά όπου μας μίλησαν. Δεν μας είπαν, όμως, ότι πηγαίναμε για το Γράμμο. Εκεί στην Καρυά ήμουν με τον Ζαφείρη τον Αντωνίου. Συζητούσαμε και του είπα να φύγουμε. Εκείνος είχε βρει το μουλάρι του που το είχαν πάρει οι αντάρτες και ήθελε να φύγουμε μαζί με το ζώο. Εγώ του είπα ότι θα μας πάρουν χαμπάρι και ότι θα μας σκοτώσουν. Κάποιος, όμως, μας παρακολουθούσε και το βράδυ μας έβαλαν σε διαφορετικούς λόχους. Τότε εγώ πήγα στον ταγματάρχη Φεραία από το Βελεστίνο και του είπα ότι είμαστε δυο παιδιά πατριώτες και μας χώρισαν. Τότε αυτός έδωσε εντολή να μείνουμε πάλι μαζί.

     Από την Καρυά μας έβγαλαν στο Γράμμο. Τον Ζαφείρη τον είδα για τελευταία φορά στο Σμόλικα. Δεν σκοτώθηκε στο Γράμμο αλλά στο Βίτσι, όπως μου είπε κάποιος Μπαντής Ιωάννης από την Τσαριτσάνη. Εκεί στο Γράμμο γινόταν χαμός. Μας έβαζε το πυροβολικό και δεν ξέραμε πού να κρυφτούμε. Ευτυχώς ήταν λίγο σαν χαράδρα και κρύφτηκα μέσα σε μια μικρή περιστεριά (σπηλιά). Εκεί, όμως, ήρθε μια ανταρτίνα να προφυλαχτεί και με έβγαλε έξω. Αφού σταμάτησε να χτυπάει ο στρατός, μας έδωσαν εντολή ν’ ανεβούμε προς την κορυφή όπου ήταν η πρώτη γραμμή των ανταρτών. Από εκεί οι μεν αντάρτες έριχναν από επάνω, ο δε στρατός από κάτω. Το πυροβολικό θα μας έριξε πάνω από 800 βλήματα. Ο λοχαγός μας ήταν όρθιος πίσω από ένα πεύκο και του φώναζαν να προσέχει.

     Αφού σταμάτησε ο στρατός και είχαμε πολλές απώλειες, κατεβήκαμε προς τα κάτω και καμιά δεκαπενταριά αντάρτες κατέλαβαν ένα ύψωμα που το φύλαγε ο στρατός. Εκεί πήρα το πρώτο βάπτισμα του πολέμου. Στην κατάληψη του υψώματος σκοτώθηκε ένας στρατιώτης και οι δικοί μας του έβγαλαν και του πήραν τα ρούχα. Μετά κατεβήκαμε πιο κάτω και άρχισε ο στρατός πάλι να ρίχνει. Τότε αναγκαστήκαμε ν’ ανεβούμε λίγο πιο πάνω. Εκεί που πολεμούσαμε ήρθε ο ομαδάρχης και μου είπε να κάνω οικονομία στις σφαίρες. Εγώ είχα πιάσει μια άκρη και έριχνα συνέχεια στον αέρα. Δεν σημάδευα τους στρατιώτες. Μόνο όταν μας παρακολουθούσαν πρόσεχα. Ίσως να είχα ρίξει πέντε με έξι σφαίρες. Σκεφτόμουν ότι πολεμάει ο αδερφός τον αδερφό. Ήμουν μόνο 18 χρονών παιδί.

     Πέρασε αυτή η μέρα και μας συγχάρηκαν γιατί πήραμε το ύψωμα. Την άλλη μέρα μας έδωσαν εντολή να ρίχνουμε μόνον αν ο στρατός πλησιάσει στα πέντε μέτρα. Ο στρατός, όμως, δεν πλησίασε και μας έβαλε με τα πολυβόλα. Μας έδωσαν, μας έδωσαν και οι αντάρτες άρχισαν να υποχωρούν ενώ πολλοί σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν. Ένα παιδί που είχα δίπλα μου, το φώναζα συνέχεια για να δω αν ζει και μέχρι ένα σημείο απαντούσε. Στο τέλος δεν απάντησε. Έμαθα πως σκοτώθηκε. Γιώργο Κατσιάλη το έλεγαν και ήταν από τα Σέρβια. Κατόπιν πέρασε ο ομαδάρχης Ζιώγας από τη Σκοτίνα και μου είπε: «Σήκω Μιχαήλ, μας έπιασαν». Αμέσως φύγαμε προς τα πάνω. Τότε με πήρε μια σφαίρα στο δάχτυλο του αριστερού ποδιού και τραυματίστηκα. Ακούμπησα στο Στερν (πολυβόλο) και ξάπλωσα κάτω. Όταν ήρθε ο στρατός, βρισκόμουν ξαπλωμένος και με πέρασαν για πεθαμένο. Συνήλθα, όμως και χαμογέλασα. Τότε ένας με κοπάνησε με ένα παλούκι και σωριάστηκα αναίσθητος. Κάποιος άλλος του έκανε παρατήρηση γι’ αυτό που έκανε. Μετά ήρθε ο γιατρός, ένας καλός γιατρός, με έδεσε στο πόδι και στο κεφάλι και με πήραν. Στο μεταξύ, το μέρος εκείνο ήταν γεμάτο από νάρκες. Τις πάτησαν οι στρατιώτες και άρχισαν να ανατινάζονται. Μερικοί σκοτώθηκαν και άλλοι τραυματίστηκαν. Κόπηκαν χέρια και πόδια». 

Σημείωση: Για το γεγονός της συμπλοκής μεταξύ κατοίκων των Γόννων και της Καλλιπεύκης στη θέση Καρυές που αναφέρθηκε ο μακαρίτης Δημήτριος Μιχαήλ και όπου σκοτώθηκε ο Φαρμακιώτης και τραυματίστηκε ο παππούς του Γεώργιος Μιχαήλ, έγραψαν τότε και οι εφημερίδες. Αλλά, για να κατανοήσετε περισσότερο το θέμα και για να πληροφορηθείτε καλύτερα, διαβάστε τα παρακάτω με τον τίτλο «Οι διενέξεις Καλλιπεύκης – Γόννων  από το 1887 ως το 1906» 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ