Συνέντευξη με τον Ιωάννη Σιώκο (Μπένια)

Πριν από 17 χρόνια, στις 29 Αυγούστου 1991, είχαμε πάρει συνέντευξη από τον μπαρμπα-Γιάννη Σιώκο (Μπένια), μακαρίτη σήμερα. Μας είχε πει τότε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα που νομίζουμε ότι αξίζει να δημοσιευτούν. Τα δημοσιεύουμε όπως ακριβώς μας τα αφηγήθηκε.

Γεννήθηκα το 1900 στην Καλλιπεύκη. Μέχρι το 1912, τα σύνορα ήταν στην Καραβίδα. Το Ευζωνικό ήταν στον Αϊ-Θανάση. Το βουνό Βαρδακάρη ήταν στο τούρκικο και τα σύνορα ήταν στις Κρανιές, εκεί που αρχίζουν τα έλατα. Προτού μας νικήσουν οι Τούρκοι το 1897, τα σύνορα ήταν στου Κατή. Υπήρχε και τουρκικός σταθμός στην Πάδη Σπανού, ανατολικά. Και όταν μας νίκησαν, συμφωνήθηκε να μην πάρουν κτήματα μέσα στο έδαφός τους, αλλά το βουνό. Μετά από αυτά, έκτισαν διάφορους σταθμούς (φυλάκια), όπως στο Μερκέζι. Μέχρι τότε δεν υπήρχαν σταθμοί. Έγιναν μετά το 1897. Στου Κατή το ονόμασαν έτσι διότι πήγε εκεί κάποτε ένας Τούρκος κατής (δικαστής). Όπως άκουσα, αυτός πρέπει να έπασχε από φυματίωση και έμενε εκεί το καλοκαίρι, αλλά πέθανε. Άλλοι πάλι λένε ότι ονομάστηκε στου Κατή, διότι εκεί ήταν τα σύνορα και πήγαινε ο κατής να δικάσει διάφορες υποθέσεις των συνόρων. Με την απελευθέρωση, οι Τούρκοι έφευγαν και πουλούσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Όσοι είχαν χρήματα, αγόραζαν στους Γόννους και έφευγαν από εδώ. Όπως έκαναν οι Τσιουρβάδες που αγόρασαν όλη τη Ζεστή. Το Γκιτσιλέρι οι Τούρκοι το πουλούσαν στους Ζιργιώτες γιατί πήγαιναν και βοσκούσαν εκεί τα κοπάδια τους. Αλλά οι Ζιργιώτες (Καλλιπευκιώτες) δεν αγόραζαν. Τότε οι Βλάχοι μπήκαν σαν ενοικιαστές και μετά τα αγόρασαν. Από το 1881 και μέχρι το1912 τα σύνορα ήταν εδώ στο χωριό μας. Η Καρυά ήταν στο τούρκικο. Οι Τούρκοι έρχονταν εδώ και εμείς πηγαίναμε εκεί στα κρυφά από τη Σούδα του Καραγιάννη. Οι Τούρκοι έκαναν λαθρεμπόριο με τη Ζάχαρη και πέρα στο Γκουνταμάνι, στο Αλάπορνο που είναι τα χωράφια των Κατσιουλάδων ήταν τουρκικό τελωνείο

Η λίμνη Ασκουρίς ανοίγονταν από το 1907 μέχρι το 1911 διότι προμηνύονταν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι το 1912. Στη λίμνη είχαν φτιάξει τρεις χάντακες. Η μία έβγαινε σε μια γκαγκατζιά στη θέση Μεριάδες. Η δεύτερη έβγαινε στου Γκρίζια το μπαχτσέ και η Τρίτη στην Περιστεριά, στο Γκζιούνα κοντά. Σ’ αυτές τις χάντακες έκλειναν το νερό για να δουλεύουν οι εργάτες και το Σάββατο το βράδυ αμολούσαν το νερό και έφευγε. Ήμουνα τότε μικρό παιδί και πήγαινα στη γαλαρία και περνούσα πολλές φορές από τη μια άκρη στην άλλη. Η γαλαρία είναι ψηλή αφού χωράει όρθιο άνθρωπο και κατηφορική. Ο δάσκαλος ο Παρίσης μας είχε πάει όλο το σχολείο για να δούμε τα έργα και την αποθήκη που έβαζαν τα εργαλεία. Τον πατέρα του Μήτσιου του Δουλαπτσή, τον Αποστόλη, τον είχαν και κουβαλούσε  πέτρες με το κάρο για να κτίσουν από μέσα τα τοιχώματα στην είσοδο της γαλαρίας.

Από εκκλησίες ήταν οι Δώδεκα Απόστολοι αλλά, αρχαία εκκλησία είναι η Αγία Παρασκευή η οποία βρισκόταν μέσα στο χώμα όπως και σήμερα. Τότε το χωριό ήταν στους Μπαχτσέδες, στη Νιχτιάνω. Η Αγία Παρασκευή είχε πολλές αγιογραφίες, όπως το μυλωνά που έκλεβε το αλεύρι, με μια πέτρα στο λαιμό. Είχε το χάρο με την κοσά και πολλές άλλες. Εκεί που είναι σήμερα οι Άγιοι Απόστολοι ήταν το νεκροταφείο μέχρι το 1978 και παλιά είχε έλατα. Ο πρώτος που θάφτηκε στην Αγία Παρασκευή το 1978, είναι ο Απόστολος Καραμπατής (Μπατζγιώρης). Αλλά και πιο παλιά ακόμη, το νεκροταφείο ήταν στην Αγία Παρασκευή, αλλά επειδή δεν αναλούσαν οι νεκροί, το πήγαν στους Αγίους Αποστόλους. Στο μέρος αυτό (στους Αγίους Αποστόλους) παρουσιάστηκε μια αναμμένη καντήλα και έτσι οι παππούδες έκτισαν την εκκλησία. Ο Θεόδωρος Λιμπρίτης, υπουργός τότε, προσφέρθηκε να κτίσει μία εκκλησία στο χωριό. Οι παππούδες είπαν ότι θα την έκαναν από μόνοι τους αλλά ο Λυμπρίτης επέμενε και έκτισε τον Άγιο Θεόδωρο. Επίσης είχε κτίσει και άλλες δύο εκκλησίες, μία στο Μακρυχώρι και μία στον Αμπελώνα. Για να γίνει ο Άγιος Θεόδωρος πήραν πέτρα από την Καταβόθρα και οι μάστορες ήρθαν από τα Γιάννενα. Τους Αγίους Αποστόλους τους έκαψαν οι Τούρκοι το 1897 και άρχισαν να τους ξανακτίζουν το 1903. Και αυτή η εκκλησία είχε πολλές αγιογραφίες. Παλιά το χωριό μας είχε και δεσπότη. Πρόλαβα επίσης τον πλακόστρωτο δρόμο από την Αγία Παρασκευή μέχρι τη Νιχτιάνω. Ερχόταν ο Νιχτιάνης στην εκκλησία καβάλα στο άλογό του και ήταν πρόεδρος.

Όλοι οι παππούδες τότε φορούσαν σοκάρδια, αντιριά και κοντόσια. Τα αντιριά ήταν άσπρα και φαρδιά που έφταναν ως το γόνατο. Τα κοντόσια ήταν σαν επανωφόρια και ήταν μάλλινα.

Επί Τουρκοκρατίας δεν άφηναν οι Τούρκοι να μαθαίνουν γράμματα οι Έλληνες και όσοι μάθαιναν, τα μάθαιναν στην εκκλησία. Όπως ο Γεώργιος Γκουντουβάς ή Βλαχογιάννης και οι Παπακωσταίοι. Όλοι αυτοί έψελναν στην εκκλησία. Τότε γραμματέα δεν είχαμε δικό μας. Ερχόταν ένας Βλαχοστέργιος από τη Ραψάνη. Αυτός οδήγησε τον Ιωάννη Καρπούζα και έγινε γραμματέας. Πιο παλιό πρόεδρο θυμάμαι τον Κολιό (Νίκο) τον Τσιούγκο. Αυτός είχε παιδιά τον Γιάννη, τον πατέρα του Παύλου και τον Πούλιο τον Τσιούγκο. Έκανε πολλά χρόνια πρόεδρος, αλλά επειδή δεν είχε ενημερώσει τα Μητρώα για ένα παιδί του Σπύρου Παπαγιαννούλη που είχε πεθάνει και το είχαν καλέσει στον πόλεμο το 1912, τον έβγαλαν από πρόεδρο και τον φυλάκισαν για ένα χρόνο. Ο Τσιούγκος ήξερε γράμματα και έκανε πρόεδρος πριν και μετά από το 1912. Άλλος πρόεδρος ήταν ο Αστέριος Γκουντουβάς ή Τσιαμαντάνας. Έκανε πολλά χρόνια πρόεδρος μπροστά από το 1940 και μετά. Αυτός είχε παντρευτεί ένα κορίτσι του Γιώργου Καραμπατή (Μπατζγιώρη) και επειδή ήταν μεγάλο σόι (κούδα), όλοι οι ψήφοι πήγαιναν σ’ αυτόν. Πρόεδρος επίσης έκανε ο Κωσταντής Παπαϊωάννου (Γκουντέλας), αλλά έδωσε γρήγορα παραίτηση. Επίσης έκανε πρόεδρος ο μπάρμπας μου ο Αναστάσης Σιώκος. Τον έλεγαν και Μίλιο. Αυτός έκανε έργα στο χωριό αλλά τον έφερναν δυσκολίες οι αντίπαλοι στο κοινοτικό συμβούλιο και τον έβαζαν να πληρώνει από την τσέπη του. Τότε εγώ τον έβαλα και υπέβαλε παραίτηση. Αυτοί έχουν σκοπό να σε πουλήσουν και τα κεραμίδια από το σπίτι και συ κάθεσαι πρόεδρος, του είπα. Και το ταχιά έδωσε παραίτηση. Οι αντίπαλοί του στην κοινότητα τον έβαλαν να φτιάξει το γεφύρι στ’ Αλώνια και δεν είχε να πληρώσει τους Μαστόρους. Τότε και αυτός, για να τους πληρώσει, πούλησε δύο μουλάρια δικά του. Έκανε πρόεδρος μετά το 1912, δεν θυμάμαι πότε.

Οι βουλευτές εδώ ήταν καλοί και μας πρόσεχαν, ιδιαίτερα ο Λυμπρίτης. Ήταν Κρητικός αλλά είχε γυναίκα από τον Τύρναβο. Είχε σκοπό να σηκώσει το χωριό και να το πάει στην Αγυά. Εκεί θα μας έδιναν από 200 στρέμματα χωράφια, αλλά οι χωριανοί μας δεν κουνιούνταν από εδώ. Τα σπίτια τότε ήταν μεγάλα και συνδέονταν το ένα με το άλλο όπως τα Μαντάτικα και τα Αντωνάτικα. Τα είχαν έτσι γιατί έρχονταν οι Τούρκοι και βίαζαν τις γυναίκες. Τα περισσότερα ήταν ανωγειαστά. Δηλ. με δύο ορόφους. Ήταν παλιά και όχι τόσο περιποιημένα.

Στο γάμο έφτιαχναν το φλάμπουρο στο οποίο κάρφωναν τρία μήλα και ήταν όπως η ρόκα. Τότε στεφανώνονταν πολλοί και στα σπίτια επειδή άλλοι ήταν χήροι, ακοινώνητοι ή φτωχοί. Όπως ο Ντάλης (Τριαντάφυλλος) ο Τσιολάκης. Αυτός είχε γυναίκα από τους Μαντάδες και πέθανε. Και αφού δεν άφησε παιδιά, παντρεύτηκε πάλι και πήρε την κόρη του πρόεδρου Νικολάου Τσιούγκου και στεφανώθηκε στο σπίτι. Στους γάμους χόρευαν όλοι στην πλατεία. Θυμάμαι τον Σπύρο τον Καστόρη (Πλεύρα) και το Μήτσιο τον Τσιολάκη που έπαιζαν στους γάμους. Ο Σπύρος έπαιζε κλαρίνο και ο Τσιολάκης βιολί. Στους γάμους τραγουδούσαν όλοι οι Ζιργιώτες. Τραγουδούσαν καλά και δεν ξεχώριζε κανένας.

Εγώ πήγα στο πόλεμο της Μ. ασίας το 1922. Πήγα με την ηλικία του 1920 και βρήκα και κληρωτούς του 1910. Ήταν επίσης και πολλοί δικοί μας στη Μ. Ασία. Σκοτώθηκαν σ’ εκείνο τον πόλεμο ο Μήτσιος ο Καραγιάννης (πρώτος απ’ όλους), έπειτα ο Μήτσιος Μιχαήλ (Γιργουλής), που ήταν με κάποιον Καρατζιολίτη (από το Καρατζιόλι, σημερινό Αργυροπούλι Τυρνάβου). Ο Καρατζιολίτης, όμως, γλίτωσε και ερχόταν στο χωριό μας.

Πρακτικοί γιατροί στο χωριό μας ήμουν εγώ και ιδιαίτερα ο Νικόλας Θεοδοσίου. Είχαμε μάθει λίγα πράγματα στο στρατό γιατί ήμασταν νοσοκόμοι. Είχαμε σώσει πολλούς χωριανούς και έρχονταν και μας έπαιρναν από τα χωράφια. Τότε έκαναν και μάγια στο χωριό μας. Τα έκαναν μερικές γριές όπως η μάκω η Κ…, μια μάκω Γ……….. και η Μπέντα. Μπέντα ήταν το παρατσούκλι και δεν θέλω να πω ονόματα. Αυτές «κατέβαζαν» το φεγγάρι και ήταν όλα ψεύτικα. Τότε, περνώντας από το Δερλί για να πάμε στο Γκιτσιλέρι, τις έπιασε ο αστυνόμος. Τις έβαλε να κατεβάσουν το φεγγάρι, αλλά επειδή είχαν ίσκιο τα πλατάνια, δεν μπορούσαν να το κατεβάσουν. Τότε ο αστυνόμος τις είπε: «Φύγετε από εδώ και μη φοβίζεται το χωριό γιατί θα σας σκοτώσω». Την άλλη βραδιά πήγαν πάλι στους Γόννους και στο μύλο του Κουλούσιου κατέβασαν το φεγγάρι. Εκεί είχε νερό και δεν είχε πλατάνια. Έτσι το φεγγάρι γυάλιζε μέσα στο νερό και «κατέβηκε». Και τότε τις ξανάπιασε ο αστυνόμος.

Οι κάτοικοι της Καλλιπεύκης κατάγονται από τα μέρη της Φούρκας. Οι Γκουγκουλιάδες λένε πως ήρθαν από το χωριό Ντέτσικο και ότι ήταν Βλάχοι. Κάτω στη Δουριανή είχε γουρούνια ο παππούς ο Τσιακάλης και ο Κώστας ο Μητσιόπουλος. Εκεί ξεχειμώνιαζαν και έσκαβαν για να τρώνε τα γουρούνια ρίζες. Όταν γεννιούνταν τα παιδιά φώναζαν τις μαμές. Είχαμε μαμές την Κατερίνα την Πατούλαινα και τη γιαγιά μου τη Μίλαινα.

Κάποτε μια μαμή Ζεργιώτισσα πήγε στη Ραψάνη. Ήταν αδερφή του μπάρμπα μου του Μίλιου. Εκεί παντρεύτηκε. Είχε έναν αδερφό άκληρο στην Αμερική. Τον έγραψε να στείλει τα παιδιά της στην Αμερική για να ζήσουν καλύτερα. Αλλά αυτός της έγραψε να την στείλει χρήματα για να σπουδάσουν τα παιδιά της στην Ελλάδα. Αυτά σπούδασαν και το ένα έγινε γραμματέας στην τράπεζα της Πτολεμαΐδας. Το άλλο έγινε δάσκαλος. Και ο γραμματέας είπε στους κατοίκους: «Θέλετε να σας φέρω για δάσκαλο τον αδερφό μου και να είμαστε μαζί;». Τότε όλοι χάρηκαν πολύ. Πέρασαν 8 μέρες και πήγε ο δάσκαλος και τον έβαλαν στο σχολείο. Στη Ραψάνη ο παππούς είχε πεθάνει και η γριά, η θεία μου, πούλησε το σπίτι. Πήγαινα κι εγώ σαν μουσαφίρης και τους έβλεπα.

Στα παζάρια πήγαινα πολύ. Έκανα εμπόριο με βόδια και μουλάρια. Και τώρα να σου πω μια ιστορία. Στο παζάρι της Κατερίνης μέθυσαν οι γύφτοι και οι γύφτισσες τους πλάκωσαν στο ξύλο γιατί ξόδευαν τους παράδες. Αναστατώθηκε όλο το παζάρι. Οι γύφτισσες πήγαν να φύγουν αλλά τις πρόλαβε η αστυνομία και τις έκλεισε μέσα. Οι Νιζιριώτες φοβήθηκαν με αποτέλεσμα να φύγουν και να χάσουν το παζάρι.

Στην Κατοχή οι Γερμανοί είχαν δώσει στο χωριό μας πολλές πήχες ύφασμα δωρεά, για να ντυθούν. Το ύφασμα αυτό το φόρτωσαν από τη Λάρισα σε τρία μουλάρια ο ξάδερφός μου Ιωάννης Σιώκος και δυο άλλοι, δεν τους θυμάμαι, το έφεραν στο χωριό και από το χωριό το πήγαν στην Κατερίνη για να το ράψουν ρούχα. Από εκεί και πέρα τι έγιναν τα υφάσματα δεν ξέρω. Οι Παπαγιαννουλαίοι πήγαν στην Κατερίνη πριν από το 1940. Γνώριζαν τον βουλευτή Ζαρντινίδη από τη Θεσσαλονίκη. Αυτός ερχόταν μικρός στο χωριό και είχαν φιλίες. Τους βοήθησε και έκαναν μαγαζιά που πουλούσαν ποτά. Είχαν κάρα και πουλούσαν και στα χωριά. Μαζί τους είχαν και το Θωμά τον Τσιάτσιο ο οποίος πήγε στην Κατερίνη μετά το 1960. Τον έδωσαν ένα άλογο με κάρο. Στην Κατερίνη οι Παπαγιαννουλαίοι άνοιξαν δύο οινοπωλεία τα οποία έχουν μέχρι σήμερα (1991) τα παιδιά τους.

Τα μαντέμια στην Πατωμένη τα άνοιξε κάποιος από την Αθήνα μετά το 1912, γιατί θυμάμαι που η Μακεδονία ήταν ελεύθερη. Το μαντέμι το κουβαλούσαν με τα μουλάρια Καλλιπευκιώτες, Λεπτοκαρίτες, Σκοτινιώτες και άλλοι. Το ξεφόρτωναν στη Λεπτοκαρυά και από εκεί με πλοία ή με τρένα το μετέφεραν στην Αγγλία ή στη Γαλλία.

Παλιά στο χωριό μας ήταν σαμαράδες οι Δεδικουσαίοι οι οποίοι κατόπιν εγκαταστάθηκαν στους Γόννους. Χαλκιάδες έρχονταν από τη Ραψάνη. Τους κλέφτες Τζιατζιά και Μπαμπάνη το κράτος ήθελε να τους σκοτώσει γιατί το ξεφτίλιζαν. Εγώ, ο Χρίστος Γκουθώνας και ο Μήτρος ο Τσιολάκης δουλεύαμε στ’ αμπέλια στη Μπαλαμούτη (Ιτιά). Από εκεί πέρασαν τρία αποσπάσματα από φαντάρους και χωροφύλακες. Πήγαιναν στο Κισερλί (Συκούριο). Το Τζιατζιά και την παρέα του τους είχαν στήσει καρτέρι στο σύρραχο στο Συκούριο όπου τους φίλευαν οι κουμπάροι τους. Και όταν έφευγαν τους σκότωσαν. Ο Τζιατζιάς ήταν από την Κρανιά και ο Μπαμπάνης από την Κοζάνη. Ήταν και ένας κλέφτης Μόκας που τον σκότωσαν οι Γοννιώτες.

Τη Γκορτσιά του Αντωνούλη τη θυμάμαι από τότε που γεννήθηκα. Μάλωναν οι Αντωνάδες και οι Μιχαντάδες για το σύνορο. Οι Μιχαντάδες το ήθελαν στη γκορτσιά, αλλά όχι και οι Αντωνάδες. Οι βάρκες ψάρευαν στη λίμνη και είχαν τη γκορτσιά για σημάδι. Εκεί έβγαζαν τα ψάρια και όλη νύχτα τα πήγαιναν στη Λάρισα για να μην χαλάσουν και τα πουλούσαν. Η Καραβίδα είχε μπάρες με καραβίδες.

Από εδώ πέρασε και ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Εκεί στην Αγία Παρασκευή υπήρχε ένα καβάκι. Ο Άγιος ανέβηκε επάνω και δίδασκε στον κόσμο. Και είπε ο Κοσμάς: «Μια γυναίκα δεν ήρθε». Η γυναίκα αυτή ήταν λεχώνα και δεν πήγε. Και τότε πήγαν οι παππούδες και την έφεραν και ας ήταν λεχώνα. Ο Κοσμάς τη δέχτηκε και κάποια στιγμή είπε; «Αν το καβάκι πέσει προς τη δύση, η Ελλάδα θα δει καλά. Αν πέσει προς την ανατολή, θα είναι άσχημα». Όμως έπεσε προς τη δύση και ήρθε η λευτεριά.

Τότε παίζαμε κι εμείς «κόλιντα» και «σούρβα» και σε όσα σπίτια δεν άνοιγαν λέγαμε το τραγούδι: «Κυρά μου το σπιτάκι σου να γεμώσει καλιακούδια». Μας έδιναν μια κουλούρα βρίζινη. Γνωρίζαμε ποιοι είχαν καθάριο αλεύρι και πηγαίναμε σ’ αυτούς. Από παιχνίδια παίζαμε το «λιθάρι». Πηδούσαμε στις «τρεις» και στα «κουνιάρικα», δηλ. ποιος θα βγει πρώτος. Στο λιθάρι δε μου έφτανε κανένας. Ήταν μια στρόγγυλη πέτρα και την πιάναμε με το ένα χέρι. Ζύγιζε δύο με τρεις οκάδες.

Εγώ παντρεύτηκα το 1929 με προξενιά. Με την έκανε η μαμή Κατερίκα Πατούλια που ήταν θεία μου. Τη γυναίκα μου την είχαν φέρει από τις Σέρρες μπιλιτζίκια αλλά ο θείος μου ο Μίλιος τα έκοψε και τα μοίρασε και σε άλλα κορίτσια. Τότε νοικοκυραίοι στο χωριό ήταν οι Γκουγκουλιάδες και οι Μαντάδες και κάποιος Κουτσιαρής είχε πάει σώγαμπρος σε έναν Μητσιόπουλο. Όταν πήγε εκεί, επειδή βρήκε ένα τραπεζικό χρέος 300 δραχ. αυτοκτόνησε με την καραμπίνα μέσα στο μπαχτσέ.

Κάτω στη Σπάρτη είχε πάει ένας Τσιλιμένης (Ταφίλης). Πήγε φαντάρος και παντρεύτηκε εκεί. Είχε πάρει προίκα 40 στρέμματα πορτοκαλιές και λεμονιές. Μετά πήγε εκεί και ο αδερφός του ο Γιάννης ο οποίος παντρεύτηκε και αυτός εκεί. Εγώ με τον Γιάννη δουλεύαμε μαζί στις Σέρρες και η γυναίκα του από τη Σπάρτη τον έγραψε ότι δυστυχεί μαζί με τα παιδιά τους: «Πήγα στη μικρότερη αδερφή να μου δώσει το βασταγό (γάιδαρο) να πάω για τσάκνα και δεν μου τον έδωσε. Και τότε πήγα, φορτώθηκα, έψησα το ψωμί και τάισα τα παιδιά για να μη μείνουν νηστικά». Αυτά του έγραψε. Και τότε λέω στο Γιάννη να γράψει στη γυναίκα του ότι δέκα μέρες ακόμη έχουμε θέρο, ότι παίρνουμε πολλές παράδες και να κάνει υπομονή. Ό,τι του είπα τα έγραψε στη γυναίκα του και αυτή του απάντησε: «Αυτό το γράμμα που μ’ έστειλες, ποιος σε οδήγησε και το έγραψες;». Στη Σπάρτη είχε πάει και ο Στέργιος Τσιμόπουλος. Αυτός δούλευε στα καπνά που τα είχε η αμερικάνικη εταιρία Στάντερ και έπαιρνε 80 δραχ. μεροκάματο. Οι καπνεργάτες εκεί έκαναν στάση και ζήτησαν αύξηση. Τότε ο Αμερικάνος δ/ντής αναγκάστηκε και τους έδωσε 120 δραχ. μεροκάματο. Αυτά γίνονταν μετά το 1940. Ο Τσιμόπουλος κατόπιν πήγε στη Θεσ/νίκη, παντρεύτηκε εκεί και η γυναίκα του τον έφαγε όλα τα λεφτά. Τελικά, πέθανε εκεί.

Υπήρχαν στο χωριό και κεραμιδαριά. Έρχονταν οι Κοκκινοπουλαίοι, αυτοί που ήρθαν από την Αλβανία, και έφτιαχναν κεραμίδια αλλά ήταν άγριο το χώμα και δεν έκανε για κεραμίδια. Τα κεραμιδαριά ήταν στην Καραβίδα εκεί όπου είναι σήμερα το γήπεδο και το εικονοστάσι.

* Ο Ιωάννης Σιώκος πέθενε σε ηλικία 95 ετών.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ