Monthly Archives: Φεβρουάριος 2015

Ζωντανές μαρτυρίες από τον Ανδρέα Μασούρα

Την Τρίτη 11 Νοεμβρίου του 2014 επισκεφτήκαμε στο σπίτι του, στον Αμπελώνα, τον Μασούρα Ανδρέα. Ο Ανδρέας, ένας φιλήσυχος και καλοσυνάτος άνθρωπος, όπως και όλα τα αδέρφια του, μας καλοδέχτηκε με την κυρά του την Βικτώρια (κατά τύχη γιόρταζε εκείνη την ημέρα) και μας άνοιξε την καρδιά του. Μας εξιστόρησε διάφορα γεγονότα και αναμνήσεις από την ζωή του. Αν και πέρασε ένα ελαφρύ εγκεφαλικό και κλείνει σε λίγο τα 90, η μνήμη του εξακολουθεί να είναι αρκετά δυνατή. Ας τον αφήσουμε όμως να μας πει ο ίδιος, όσα θυμάται από την ζωή του.

masoyras

* «Γεννήθηκα στην Καλλιπεύκη στις 5 Μαρτίου 1925. Τον πατέρα μου τον έλεγαν Κώστα και την μάνα μου Ελένη. Ήταν κορίτσι του Γιάννη Καζάνα και αδέρφια είχε την Παρασκευή του Δημ. Δούκα και την Σταμούλω που ήταν η πρώτη γυναίκα του Τριαντ. Τσιακάλη. Είχε και έναν αδερφό τον Κωνσταντή που πέθανε όταν γύρισε από τον στρατό. Αδέρφια, κατά σειρά ηλικίας, είχα τον Γιάννη, τον Στέργιο, την Βαρσάμω, μετά ήμουν εγώ στη σειρά, μετά μια Παγώνα που πέθανε, τον Γιώργο (Γούλα) και την Παγώνα του Τσιαπλέ. Οι 2 τελευταίοι είναι εν ζωή.

* Στο σχολείο πήγα μέχρι την Δευτέρα τάξη. Δασκάλους είχαμε τον Λαφαζάνη από εδώ τον Αμπελώνα, τον Ξεφτίλη από την Λαμία, την Κούλα Καραγιάννη και μία άλλη από τα Δέντρα. Την Κούλα την είχα βρει αργότερα στην Φαλάνη όταν πήγα να βγάλω δίπλωμα. Συμμαθητές είχα τον Κώτσιο τον Καρατόλιο. Ήμασταν μαζί στην Α΄ Τάξη ενώ έπρεπε να πάει στην ΣΤ΄. Είχα τον Δημητράκη τον Λαμπίρη και τον Χρίστο τον Μητσιόπουλο. Αυτός τα έπαιρνε γερά τα γράμματα. Στο μπροστινό θρανίο κάθονταν η αδερφή του Κώτσιου, η Βάσω του Καρπούζα και η Αννούλα του Μπαντή. Το σχολείο είχε τότε (1932 – 34) 400 παιδιά και ο Ξεφτίλης κάθε Σάββατο μας έπαιζε βιολί. Από παιχνίδια παίζαμε την «τσιλίγκα» και την «γρούνα» αλλά δεν θυμάμαι πως παίζονταν.

* Τότε με το αντάρτικο είχα τα πρόβατα στην Γκουνταμάνη, στα Τσιαΐρια και ο αδερφός μου ο Γιώργος με τον ξάδερφό μας τον Κώτσιο τον Δούκα τα βοσκούσαν μια μέρα επάνω στα Καλύβια και ήρθαν τα αεροπλάνα και μας σκότωσαν καμιά δεκαριά πράματα και γελάδια που βοσκούσαν στο ίσιωμα. Όσα βοσκούσαν μέσα στα δέντρα δεν τα πείραξαν. Ο Κώτσιος και ο αδερφός μου τρύπωσαν κάτω από μία πέτρα και γλίτωσαν. Είχαν σκοτώσει και 3 αντάρτες. Τότε είχαμε καμιά 40αριά κεφάλια και ο Δούκας 5-6. Μας τσαλάκωσαν τότε. Είχαμε και 5-6 άλογα. Το ένα το είχα μέχρι τώρα αργά και κούτσαινε. Το είχαν χτυπήσει τα αεροπλάνα. Και τα υπόλοιπα που σκοτώθηκαν, μέχρι να ξεψυχήσουν, μας κοιτούσαν στα μάτια. Δάκρυσαν και αυτά σαν άνθρωποι.

* Όταν οι Γερμανοί ήρθαν στο χωριό το 1943 και το περικύκλωσαν, το πρώτο που έκαναν, ανατίναξαν τον μύλο μας εκεί στην Αγία Παρασκευή. Είχαν έρθει και από τους Γόννους. Εγώ παρακολουθούσα από τις Κούτρες, από τον κάτω σταθμό και όταν είδα αυτό, μ’ έπιασε ταραχή. Όταν πρωτοήρθαν οι Γερμανοί το 1941 η οικογένειά μου βρισκόταν στην Γκουνταμάνη. Εκεί είχαμε έναν μικρό φουρνάκο μόλις περνάμε το μεγάλο ρέμα για το Αλάπορνο. Εκεί ήταν μια σπηλιά σαν δωμάτιο μεγάλη. Εκεί είχαμε αλεύρι και άλλα, δεν καταλάβαμε τίποτε. Το 1943 ήρθαν στην Γκουνταμάνη Ιταλοί με έναν Έλληνα δοσίλογο και με πήραν εφτά κεφάλια γελάδια και τα πήγα στο χωριό μαζί με αυτούς. Και όταν φτάσαμε στην Περιστεριά, στα Ντιρλιώτικα, μία δαμάλα έφυγε και γύρισε στην Γκουνταμάνη. Εκεί στην Γκουνταμάνη ήταν επίσης οι οικογένειες του

Κώστα Σαλαμπάση με τα πρόβατα και οι Τσιακαλάδες, ο Ντάλης με τον Μήτρο. Το είχαν σαν χωριό τους εκεί.

* Με το αντάρτικο, πήγα μια βραδιά στο χωριό ν’ αλλάξω ρούχα και είχε ένα γόνα χιόνι. Κάποιοι με είδαν από την πλατεία που ερχόμουν και ως ν’ αλλάξω, έστειλαν σύνδεσμο και κατέβηκα στην πλατεία. Δεν πρόλαβα ούτε να φάω. Μ’ έδωσαν κάτι χαρτιά και μόλις μούργκισε τα πήγα στην Καρυά, στο φρουραρχείο των ανταρτών. Έφτασα εκεί στις 11 η ώρα τα μεσάνυχτα με μισό μέτρο χιόνι. Και μόλις έφτασα εκεί μου είπαν αν έχω κανένα συγγενή για να πάω να περάσω τη νύχτα. Συγγενή είχα αλλά είπα πως δεν έχω κανέναν. Και μου είπαν «θα σου στείλουμε εμείς σ’ ένα σπίτι. Θα περάσεις καλά εκεί». Με έστειλαν σε ένα σπίτι και μόλις πήγα πάνω στο δωμάτιο, ο σπιτονοικοκύρης με ρώτησε «τίνος παιδί είσαι;». Του Κώστα του Μασούρα του λέω. Αυτός είχε δυο κορίτσια και κοιμούνταν δίπλα σ’ ένα ντιβάνι. Τινάζεται τότε το ένα το κορίτσι και μου λέει: «Αντρέα, τι ζητάς εδώ τέτοια ώρα;». Το κορίτσι αυτό το είχε η Δούκαινα η Αλεξάνδρα μοδιστράκι στο χωριό μας και στη γειτονιά μας. Από εκεί το ξέραμε και μας ήξερε. Του είπα αυτό κι αυτό συμβαίνει. Φέγγει η άλλη μέρα και με ξεπροβόδισε ο πατέρας τους. Δεν ήξερε τι έγινε τίποτε απολύτως. Πέρασαν χρόνια και όταν ήμουν στην Καρυά πήγα στο γιατρείο για να γράψω φάρμακα. Εκεί ήταν και αυτό το κορίτσι. Κατίνα το έλεγαν. Εκεί ήταν επίσης ο Βαγενάς, του Αποστόλη του Παπαϊωάννου ο πεθερός με τον αδερφό του το Νίκο. Και πιάσαμε κουβέντα για το αντάρτικο. Και λέω στο κορίτσι. Βρε Κατίνα, τι έγινε τότε με τον πατέρα σου; Και μου λέει: «Αντρέα, τότε που σε ξεπροβόδισε ο πατέρας μου, δεν ξαναγύρισε πίσω. Τον πήραν και τον σκότωσαν». Τότε είχαν σκοτώσει 7-8 άτομα οι αντάρτες.

* Όταν γίνονταν οι εκκαθαρίσεις από τον στρατό, με κάλεσαν και με πήγαν στο σπίτι του Ζαφείρη Καλαμητρώνη (Ζαφείρη Παπαδημητρίου ή Γιαννούλα) πάνω ακριβώς από την βρύση Τρανή. Μας είχαν καλέσει όλους τους τσοπάνους και μας έκλεισαν στο υπόγειο. Μας πέτσωσαν, μας «περιποιήθηκαν» για τα καλά και μας ζητούσαν να παραδώσουμε τα όπλα που δεν είχαμε ποτέ. Μέχρι και με νερό μας έλουσαν, λέγοντας πως θα μας κάψουν με βενζίνη αν δεν τα παραδώσουμε. Μετά μας πήραν και μας πήγαν στη Βαλάγγα, πάνω από το σπίτι του Αντώνη του Πλεύρα (Αντώνη Καστόρη) και μας έβαλαν και σκάβαμε χαρακώματα. Ήμασταν εκεί 13 κρατούμενοι μεταξύ των οποίων και ο Κώστας ο Τσιάτσιος ο οποίος μετά πνίγηκε στο ποτάμι της Καρυάς που είχε πάει για ψάρεμα μαζί με τον Κώστα τον Δούκα του Δημ. και τον Λευτέρη τον Μασούρα. Αφού κάναμε τα χαρακώματα, μας πήραν και φαντάρους κανονικά. Καθίσαμε λίγες μέρες στο χωριό και κατόπιν μας πήγαν στη Λάρισα κι από εκεί με αμάξια στην Λαμία. Από την Λαμία στην Γραμμένη Οξυά στο Γαρδίκι. Φεύγοντας όμως από την Λαμία, σταματήσαμε στο Λιανοκλάδι. Μαζί μας ήταν ένας Χαλκιάς από την Κρανιά που έπαιζε μπουζούκι κι άρχισε να τραγουδάει: «Τα νιάτα δεν τα χόρτασα, δεν θέλω να πεθάνω…». Οι γυναίκες έβλεπαν, άκουγαν το τραγούδι και έκλαιγαν. Μετά μας πήγαν πάνω στα βουνά. Μια άλλη φορά, στο Λιανοκλάδι πάλι, είχαμε και τον Γιάννη τον Τσιάτσιο. Και μας έβαλαν οι αντάρτες. Με πηδήματα πηγαίναμε να κρυφτούμε. Και του Γιάννη του έφυγαν τα ψωμιά που κρατούσε στα χέρια και προσπαθώντας να τα πιάσει, κόντεψε να τον σκοτώσουν. Κατόπιν μας πήγαν στον Ελικώνα και μετά στον Παρνασσό. Καθίσαμε εκεί μεγάλο διάστημα και εμείς ήμασταν λόχος της ταξιαρχίας με επικεφαλής τον γνωστό Κόρκα. Κουραστήκαμε πάρα πολύ. Ούτε στον Γράμμο δεν κουραστήκαμε τόσο. Όπου χρειαζόταν βοήθεια πάντα πηγαίναμε. Εκεί στον Παρνασσό οι αντάρτες διέλυσαν ένα τάγμα. Και δίνει διαταγή ο ταξίαρχος να

πάμε εμείς για να οπισθοχωρήσουν αυτοί που έπαθαν τη ζημιά. Πήγαμε σ’ ένα μέρος στο Λιβάδι, μέσα στο δάσος. Οι αντάρτες ήταν στην Άνω Αγόριανη. Πήγε ο στρατός να τους χτυπήσει και αυτοί γύρισαν πίσω και έστησαν ενέδρα. Ήταν μέσα σε ρεματιά. Και την πρώτη που έριξαν σκότωσαν τον διοικητή του τάγματος. Και αφού οπισθοχώρησαν, έστειλαν εμάς για να βοηθήσουμε. Εμείς ήμασταν ομάδα διοικήσεως του Κόρκα και μας έστειλε πάνω στο ύψωμα. Και μας είπε: «Αν δείτε φωτοβολίδα κόκκινη, να κατεβείτε». Εμείς δεν είδαμε και μας πλησίασαν πολύ οι αντάρτες. Και φωνάζει ένας αντάρτης: «Απάνω τους Σταυρούλα και τους φάγαμε». Και ο Κόρκας μας φώναζε: «Τρέξτε γρήγορα, θα μας σκοτώσουν». Και ένας Καραγιάννης από την Αιγάνη είχε πολυβόλο. Και πιάστηκε το πολυβόλο από ένα κλαδί και νόμισε πως τον άρπαξαν οι αντάρτες. Κατεβήκαμε κάτω και τότε είδα τον Κόρκα που έλεγε: «Τρέξτε όσο μπορείτε, θα μας κυκλώσουν τώρα». Πήγαμε στο Λιβάδι, μπήκαμε στα τζέιμς και κατεβήκαμε στην Αράχοβα. Το πρωί ήρθε στρατός και έστειλαν εμάς πάλι επάνω. Και βρήκαμε τον διοικητή σκοτωμένο και γυμνό όπως τον γέννησε η μάνα του. Και τον βάλαμε στο σαμάρι ενός ζώου και τον κατεβάσαμε. Ήταν και χοντρός και δεν τον χωρούσε. Ο Κόρκας ήταν υπολοχαγός και έκανε χρέη λοχαγού. Ήταν παλαβός κα ήθελε να πάρει γαλόνια. Και πραγματικά έφτασε να γίνει στρατηγός. Αφού τελειώσαμε τις επιχειρήσεις, όλη η ταξιαρχία πήγε στη Στυλίδα. Εκεί μπήκαμε σε καράβι και βγήκαμε στην Θεσσαλονίκη. Από εκεί φύγαμε για τον Γράμμο. Φτάσαμε στην Καστοριά και μετά με τα πόδια πήγαμε σε ένα μέρος που το έλεγαν Μεσοποταμία. Και πάνω στο πλάι ήταν το Νεστόριο. Καθώς βαδίζαμε στον δρόμο, και τον ταξίαρχο τον έβριζε ο Κόρκας. «Μία μου λες αργά, μία μου λες γρήγορα, να τσακιστώ να φύγω να μην σε βλέπω μπροστά μου». Μας πήγε τότε επάνω, απέναντι από το Νεστόριο. Για 15 μέρες ζούσαμε μέσα στα χαρακώματα και τη νύχτα μας έφερναν γαλέτες και νερό. Εκεί παραδόθηκε ένας αντάρτης σε μας και ο ταξίαρχος έδωσε διαταγή σ’ έναν ταγματάρχη να κάνει επίθεση επάνω. Αυτός επιτέθηκε και απέτυχε. Τότε ο Κόρκας λέει στον ταξίαρχο: «Θα πάω εγώ επάνω αλλά θα μου δώσεις δύο διμοιρίες». Και τον έδωσε τις διμοιρίες με επικεφαλής έναν λοχαγό τον Πρωτόπαπα που ήταν γνωστός εδώ στα Τέμπη από το πολύ ξύλο που έριχνε στον κόσμο. Κουμάντο όμως έκανε ο υπολοχαγός Κόρκας. Και κάναμε επίθεση πάνω στην Κολοκύθα. Ήταν εκεί και ο γαμπρός σας ο Μήτσιος ο Παπατόλιος (Δημ. Παπαϊωάννου). Αυτός ήταν τότε στον λόχο κι εμείς στη διμοιρία προστασίας του Κόρκα. Ανεβήκαμε στην Κολοκύθα μαζί με τον αντάρτη που παραδόθηκε γιατί ήξερε το μέρος και τις κινήσεις των ανταρτών. Και λέει ο Κόρκας: «Θέλω 25 εθελοντές για να πάμε πίσω από τους αντάρτες». Δεν βγήκε κανένας και έβγαλε αυτός και πήγαμε από πίσω μαζί με τον αντάρτη. Και μας πήραν χαμπάρι οι αντάρτες και λένε: «Αλτ, ποιοι είστε εσείς;». «Είμαστε ο δέκατος αντάρτικος λόχος» απάντησαν οι δικοί μας. Τα στοιχεία τα είχε δώσει ο αντάρτης. Κάνουμε επίθεση και βγάζουμε τους αντάρτες. Ήταν στις 10 Ιουλίου του 1948. Πιάνουμε μετά το τελευταίο ύψωμα και μας περιλαβαίνουν οι αντάρτες, μας τσιατσιάλσαν ντιπ, μας διέλυσαν. Εγώ ήμουν εκεί με τον Θωμά τον Γκουγκουλιά του Γιργούλ’. Ο Θωμάς είχε πολυβόλο και ήταν πίσω από ένα τρόχαλο. Και παραδίπλα εγώ κι ένας Παζάρας από την Γούνιτσα ένα χωριό κοντά στον Τύρναβο. Κι έρχεται ένα βλήμα. Εγώ τραυματίστηκα και δεν είδα τίποτε άλλο. Ο Παζάρας δεν έπαθε τίποτε. Τον Θωμά τον διέλυσε. Αυτό μου το είπε ο Παζάρας μετά από πολλά χρόνια. Τότε μας διέλυσαν τον λόχο. Εγώ τραυματίστηκα στο χέρι. Είχα βλήμα σφηνωμένο μέσα στα νεύρα, νά και το σημάδι (και δείχνει το σημάδι στο χέρι). Από την έκρηξη τα αυτιά μου έτρεχαν

αίμα, από τα μάτια δεν έβλεπα εκείνη την ώρα. Και μετά από αυτό, μας πήραν και μας κατέβασαν στο Νεστόριο κι από εκεί στο Άργος της Καστοριάς. Και μας βάζουν στο αεροπλάνο 80 τραυματίες και μας κατεβάζουν στην Θεσ/νίκη. Εκεί στο 424 στρ. νοσοκομείο με άνοιξαν το χέρι και δεν μπόρεσαν να μου βγάλουν το βλήμα. Κάθισα 40 μέρες και μετά με έστειλαν στην Αθήνα. Εκεί με έβγαλαν το βλήμα χωρίς νάρκωση και βέλαζα από τον πόνο. Ήθελα ν’ αυτοκτονήσω. Όταν το είδα, είχε όλο τσιμπίδια (ανωμαλίες, προεξοχές, σουβλιά). Και το τύλιξε η νοσοκόμα για να το πάρω για ενθύμιο αλλά ο γιατρός το πέταξε. Στην Αθήνα έκατσα 45 μέρες περίπου και μετά πήρα άδεια και γύρισα στο χωριό.

* Κατόπιν κατέβηκα στην Λάρισα, στο Κέντρο Διερχομένων. Από εδώ όμως έπαιρναν στρατιώτες και έκαναν τις εκτελέσεις στο Μεζούρλο. Και είπα τότε στον εαυτό μου. Καλύτερα να ξαναπήγαινα στον Γράμμο παρά να κάνω αυτή τη δουλειά. Τελικά οι εκτελεστές ήταν εθελοντές. Αν με έπαιρναν εμένα να κάνω αυτή τη δουλειά, θα αντιστεκόμουν κι ας με έκαναν ό,τι ήθελαν. Μετά από εκεί με απόσπασαν στο 57 τάγμα εθνοφρουράς στα Τέμπη. Εκεί ήταν όλο νεοσύλλεκτοι κι εγώ ήμουν παλιός και τραυματίας. Εκεί στα Τέμπη όποιος ήθελε να ταξιδέψει με το τρένο, περνούσε από σωματικό έλεγχο. Τον έβαζαν να γονατίσει, τον έψαχναν και μετά ανέβαινε στο τρένο. Κι ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός, Κασιμάτης το όνομά του, με άλλους τρεις μας έβαλε να κάνουμε έλεγχο. Εγώ στεκόμουν με τα χέρια στις τσέπες και μου λέει: «Εσένα Μασούρα, δεν σε βλέπω καλά». Το ξέρω του λέω. «Γιατί», μου λέει. Ποιον να κάνω έλεγχο του απαντώ. Όλοι δικοί μας είναι. «Θα σε σλαρώσω εγώ, θα σου στείλω στα Αμπελάκια για φυλάκιο», μου λέει. Αλλά ήταν καλός, δεν μου έκανε τίποτε. Και μετά που γυρίσαμε από τον έλεγχο μου λέει: «Άι, τράβα να δίνεις κανένα ποτήρι νερό τους αξιωματικούς». Κατόπιν άλλαξε ο διοικητής και σα να ήταν συνεννοημένος με τους αντάρτες φάνηκε, γιατί έπαιρνε οικογένειες από τους Γόννους με τα κάρα και τους έβαζε να περνούν πρώτοι από δρόμους και άλλα μέρη για να δει αν υπάρχουν νάρκες και μετά να περνάει ο στρατός. Μετά πάλι ήρθε άλλος διοικητής και είπε: «Θα πάρω το τζιπ και άμα υπάρχουν νάρκες, ας τις πατήσω εγώ!». Και με παίρνει ιπποκόμο του και με στρατό πάμε πάνω στον Κίσσαβο, στη Σπηλιά, με τα πόδια. Και μου λέει: «Πήγαινε στο ακριανό σπίτι και πες τους πως το βράδυ θα κοιμηθούμε εκεί εμείς». Πάω εκεί και βρίσκω δύο γερόντους. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και είχαν κρεμασμένο ένα σφαγμένο γουρούνι. Τους λέω, αυτό κι αυτό μου είπε ο διοικητής. «Εντάξει» μου λένε. Μετά μου λέει η γιαγιά. «Πιδί μ’, έχουμι δυο πιδιά αντάρτις». Πάω τα λέω στον διοικητή. Μου λέει αυτός: «Σύρε πες τους ας έχουν παιδιά αντάρτες, δεν πειράζει». Τελικά, δεν καθίσαμε το βράδυ εκεί, γιατί ήρθε διαταγή να φύγουμε. Μόλις φεύγουμε, βγαίνουμε πάνω σε ένα ύψωμα για να γυρίσουμε προς τα Αμπελάκια. Καθίσαμε σ’ ένα μέρος κι εκεί που καθόμασταν, βλέπουμε 5-6 ΜΑΥδες1 με 6-7 γελάδια, πλιάτσικο από την Σπηλιά. «Ποιοι είναι αυτοί;», μου λέει ο δ/τής. Είναι ΜΑΥδες του απαντώ. Μου λέει πάλι: «Σύρε πες τους να έρθουν εδώ». Ήμασταν εκεί ολόκληρο τάγμα. Εγώ ήμουν κοντά στον διοικητή. Κάλεσε εκεί τους ΜΑΥδες, τους έριξε από έναν μπάτσο και τους λέει: «Τσακιστείτε και φύγετε, μακριά από μας». Τα γελάδια τα γυρίσαμε πίσω και διώξαμε τους ΜΑΥδες.

* Μια μέρα, εκεί που κοιμόμουν στα Τέμπη, έρχεται ο Κασιμάτης, δίνει μια κλωτσιά την σκηνή και μου λέει: «Σήκω επάνω. Εγώ δουλεύω για σένα κι εσύ κοιμάσαι;». Τι είναι, τι συμβαίνει; φωνάζω από μέσα. «Την οικογένειά σου πού την έχεις;» με ρωτάει. Είναι στον αμπελώνα, του απαντώ. «Α, εντάξει» μου λέει.

Είχαν κατεβεί όλοι στον Αμπελώνα με τα πρόβατα και 5-6 γελάδια. Κατόπιν με έστειλαν στη Λάρισα στο 1ο Σώμα Στρατού και από εκεί στο Βόλο για να μάθω οδήγηση και να πάρω το δίπλωμα διότι ο οδηγός που είχε το αυτοκίνητο απολύθηκε. Ήταν από τη Μελίκη. Όταν γύρισα, με χρέωσαν ένα αυτοκίνητο τριών τετάρτων και με αυτό πήγαινα την ομάδα ασφαλείας σε διάφορες υπηρεσίες.

* Στον Γράμμο, εκτός από τον Μήτσιο τον Παπατόλιο, είχα και άλλους χωριανούς. Τον Θωμά τον Αντωνίου. Αυτός είχε πολυβόλο. Τον Μήτσιο τον Μπουρονίκο τον αδερφό του Αντρέα που τραυματίστηκε και αυτός λίγο στο μάγουλο. Τον Στέργιο τον Πανάρα που είχε και αυτός πολυβόλο. Πολυβόλο είχε και ο Γιώργος Σαλαμπάσης. Μετά που σκοτώθηκε ο Θωμάς και τραυματιστήκαμε, μας στέλνουν με το πολυβόλο του Θωμά 100 μέτρα παραπάνω στο ύψωμα, προς το πλάι δεξιά. Στο αριστερό μέρος ήταν ο Γιώργος Σαλαμπάσης. Οι αντάρτες έρχονταν προς το μέρος μας και ακούγαμε τα φύλλα από τις οξιές που έκαναν φουρ φουρ. Τότε φώναξε ένας αντάρτης: «Αλέκο, Αλέκο», ήταν το σύνθημά τους. Τότε φωνάζει και ο Γιώργος Σαλαμπάσης: «Εδώ είναι ο Αλέκος». Σα να τους έλεγε, «ρίξτε εδώ, εδώ είμαστε». Και μας περιλαβαίνουν, μας μακέλεψαν. Μας τελείωσαν. Ήταν νύχτα.

* Πολλή παρέα κάναμε με τον πατέρα σου όταν βοσκούσαμε τα πρόβατα στου Καλαμητρώνη το παλιοκόπρι πάνω από τα Δερλιώτικα και στη βρύση Χατζή. Κάναμε και με τον Θωμά τον Αντωνίου. Αυτός ήταν με το θείο σου τον Τούλη. Μαζί είχαν τα πρόβατα. Πρώτα ξαδέρφια ήταν. Ο πατέρας μου πέθανε από προστάτη στα 70 περίπου. Και όποιοι μάλωναν, τον φώναζαν για να τους συμβιβάσει. Ήξερε και γράμματα. ‘Όταν πήγαινε να κατουρήσει βογκούσε. Κρυβόμασταν για να μην τον ακούμε. Στο χωριό έκατσα μέχρι 30 χρονών. Μετά πήγα και παντρεύτηκα στην Καρυά. Η γυναίκα μου Βικτωρία είναι κόρη του Λευτέρη Βαγενά. Εκεί πήρα το επίθετο Γκούμας γιατί η γυναίκα μου είχε έναν άκληρο μπάρμπα με αυτό το επίθετο. Αυτός μας υιοθέτησε και μας έγραψε την περιουσία. Η πεθερά μου και η γυναίκα εκείνου ήταν αδερφές. Ο πεθερός μου είχε ένα χωράφι πάνω στον Αϊ Λια προς το μέρος της Καρυάς. Είχαν καλαμπόκι και το έσπαζαν. Τότε φώναξαν τον Γιάννη τον αδερφό μου που βοσκούσε εκεί κοντά τα πρόβατα για να βοσκήσει την καλαμποκιά. Τους λέει τότε ο Γιάννης: «Γιατί παιδεύεστε, δεν έχετε παιδιά να σας βοηθήσουν;». «Έχουμε ένα κορίτσι» είπαν αυτοί «και θέλουμε και ένα παιδί για γαμπρό, από άλλο χωριό όχι από την Καρυά». Ο παππούς ο Γκούμας ίσως να με ήξερε γιατί αγόραζα πετρέλαιο για τον μύλο και το έβγαζα από την Καρυά. Όλοι οι Καρυώτες με ήξεραν. Πήγαινα και φόρτωνα εφτά ζώα με μπιτόνια πετρέλαιο. Τότε ο αδερφός μου πρότεινε για γαμπρό το Στέργιο τον Κανελλιά, δεν πρότεινε εμένα γιατί εγώ μόλις είχα απολυθεί από φαντάρος και είχα πιάσει δουλειά στη Λάρισα, στον πρόεδρο της Ένωσης. Ο πρόεδρος ήταν από το Καραλάρι και είχε ένα κορίτσι και ένα παιδί και μ’ αγαπούσε πολύ. Είχε χωράφια και κομπίνα και με ήθελε για γαμπρό του. Με ανάγκαζε να παντρευτώ ο Γιάννης ο αδερφός μου αλλά η μάνα μου δεν ήθελε. Και πήγα στο μύλο και βρήκα την μάνα μου μαζεμένη κουβάρι. Ήταν φαρμακωμένη. Μετά ο Γιάννης πρότεινε τον Στέργιο. Τελικά ο παππούς ο Γκούμας ήρθε στο χωριό και ζήτησε εμένα. Τότε είπε η μάνα μου: «Α, αυτού κοντά είναι, θα πααίνω να τον βλέπω».

* Στην Καρυά έκατσα 13 χρόνια. Μετά ήρθαμε στον Αμπελώνα. Στην Καρυά ήμουν ο πρώτος που αγόρασα τρακτέρ. Και μια χρονιά έκανα συνεταιρισμό με τον Θόδωρο τον Γκαζγκάνη και ήρθα στο χωριό και έσπερνα. Το τρακτέρ το είχα αγοράσει το 1959-60. Και ήρθε ο Μήτσιος ο Τζίμας για να τον οργώσω το

χωράφι γιατί δεν ήθελε από άλλον. Τελικά το όργωσε και το έσπειρε ο Θόδωρος και έμεινε ευχαριστημένος. Δεν κατάλαβε. Νόμισε πως το έσπειρα εγώ.

* Παρέα στο χωριό έκανα με τον Δημητράκη τον Λαμπίρη. Αυτός και χόρευε και τραγουδούσε. Και ο πατέρας σου ο Στέργιος τραγουδούσε. Ήμασταν σαν αδέρφια. Και κάθε φορά που βγαίναμε με την γυναίκα μου στο χωριό, πάντα στεκόταν και μας περίμενε να μας μιλήσει. Περισσότερο ήμουν εξωτερικός άνθρωπος. Δεν καθόμουν στο χωριό για να κάνω παρέες.

* Τότε με την πείνα, ΄΄42,΄΄43, ήρθε στην Γκουνταμάνη ένας Γιάννας από το Αργυροπούλι μαζί με άλλους 2-3. Και ήρθαν νύχτα στο μαντρί μας τρεις βαμμένοι. Αυτοί μας παρακολουθούσαν. Τα αδέρφια μου ο Γιάννης και ο Στέργιος είχαν πάει στο χωριό, στους Καραμπαταίους. Πρέπει να είχαν κάποιο γλέντι. Κι εγώ έκατσα στο μαντρί με τον πατέρα μου και τον αδερφό μου τον Γιώργο που ήταν μικρός. Το μαντρί το είχαμε πέρα προς το Αλάπορνο στα χωράφια μας. Εκεί που άρμεγα μια προβατίνα, βλέπω έναν βαμμένο. Η σκύλα χύθηκε να τους φάει. Μου δίνει ένας μία με τον υποκόπανο και μου λέει; «Γιατί δεν βαράς το σκυλί;». Του απάντησα πως δεν πρόλαβα. Με τραβάει ένα δέσιμο γερό, παίρνουν τον πατέρα μου και ο Γιώργος έκλαιγε. Και με βγάζουν στο Γκουντρουσιώτικο στην καλύβα του Σαλαμπάση, στα μνήματα προς τα πίσω. Και λέν’ στον πατέρα μου «να πας να μας φέρεις χίλιες οκάδες σιτάρι». Λέει ο πατέρας μου: «Τόσο δεν μπορώ να σας φέρω. Θα σας φέρω εφτά πράματα, όσο πάρουν». Έστρεξαν με αυτό. Μείγματα, αξάι από τον μύλο κλπ. Με παίρνει ένας εμένα και με βγάζει στην Γκουνταμάνη στα στάλια του Ράφτη. Ήταν μήνας Μάρτης. Εμένα με κράτησαν όμηρο και στον πατέρα μου είπαν ότι «θα σε ανταμώσουμε από το αλώνι του Σαλαμπάση μέχρι τις Παλιόπορτες, στου Κόλια τα χωράφια. Φτάνει ο πατέρας μου στο χωριό και πάει στους Καραμπατάδες. Ήταν και ο Νικόλας ο ξάδερφός μας εκεί. Μόλις τους είπε τα καθέκαστα, ο πατέρας μου με τον Νικόλα φόρτωσαν τα ζώα και έφυγαν για πάνω. Οι Καραμπατάδες και τ’ αδέρφια μου πήγαν στην αστυνομία. Πήραν μαζί έναν χωροφύλακα και βγήκαν στο αλώνι του Σαλαμπάση. Εκεί ο χωροφύλακας έριξε μια ντουφεκιά και ο κλέφτης που με κρατούσε, μόλις άκουσε το όπλο, με πήρε για να φύγουμε. Μπροστά εγώ, πίσω αυτός, με έβριζε και έλεγε «τι είναι αυτό;». Δεν ξέρω του έλεγα εγώ. Τραβούσαμε πάνω για το πλάι, τ’ Απαλνά τα Καλύβια. Κι αυτός από τον φόβο του μου είπε να βαδίσω γρήγορα. Του λέω, δεν μπορώ γιατί μου έχεις τα χέρια σφιχτά δεμένα. Ήμουνα τότε 17-18 χρονών. Αυτός από το φόβο του με λασκάρισε το δέσιμο και τώρα μπορούσα να βγάζω τα χέρια. Βαδίζαμε πάνω σε ένα μονοπάτι και αν έκανες δύο βήματα χανόσουν μέσα στο σκοτάδι. Λέω τότε με το μυαλό μου, αυτός δεν με ντουφεκάει. Και κόβω κάτω προς τα μνήματα, με έχασε αυτός. Στου Σαλαμπάση παρακάτω βλέπω τον ξάδερφό μου τον Νικόλα να κατεβαίνει προς τον Γιώργο για να δει τι κάνει. Μόλις με βλέπει με λέει: «Τρέξε να προλάβεις τον πατέρα σου για να γυρίσει τα πράματα πίσω». Πήγα, πρόλαβα τον πατέρα μου και γύρισα τα ζώα πίσω φορτωμένα. Οι Καραμπατάδες ήταν όλοι εκεί με τα όπλα. Νύχτα ήταν. Φέγγει καμιά φορά η μέρα και λέμε στους Καραμπατάδες να τα μάσουμε όλα και να πάμε σ’ αυτούς για ασφάλεια. «Όχι» μας είπαν οι Καραμπατάδες. «Λίγα χορτάρια έχει εκεί». Τελικά δεν πήγαμε. Ήρθαν αυτοί σε μας και γίναμε καμιά δεκαριά άτομα. Τελικά αυτόν τον Γιάννα τον βρήκαν αργότερα οι αντάρτες και τον σκότωσαν πάνω στις Πλάκες τις δικές μας. Έγραψαν και ένα γράμμα που έγραφε. «Όποιος τον πάρει από εδώ, θα έχει την ίδια τύχη!». Δεν τον πήρε κανένας. Τον έφαγαν τα σκυλιά. Ήταν ένας πεινασμένος που έψαχνε για πλιάτσικο.

* Από προέδρους θυμάμαι τον Τσιαμαντάνα (Αστέριο Γκουντουβά), τον Γκούμα, τον Γαζέτα (Χρίστο Ζαφείρη). Παλιούς δεν θυμάμαι. Προπολεμικά και ο πατέρας μου είχε κάνει, για ένα μικρό διάστημα, πρόεδρος της κοινότητας και τον σέβονταν όλοι στο χωριό. Ο αδερφός του πατέρα μου ο Γιάννης ήταν πολύ πισωδρομικός. Τον μάλωνε η θεία μου να βγει στο καφενείο και δεν έβγαινε. Η θεία μου ήταν πολύ καλή. Ήταν κορίτσι του Γκατζιά. Την Λάτσιω, τη γυναίκα του Αναστάση του Κούσιου την είχε αδερφή. Όταν ανοίξαμε εμείς τον μύλο, οι περισσότεροι νερόμυλοι έκλεισαν. Οι μυλόπετρες ήταν κομματιαστές και την μηχανή τη λύσαμε για να την μεταφέρουμε στο χωριό. Τα μετέφερε με τα ζώα του ο Ζησιός ο Μπουτιός (Ζήσης Πετρωτός) από το Δερλί. Όταν μας έκαψαν οι Γερμανοί τον μύλο, ζέψαμε 4 βόδια και μεταφέραμε στην Καρυά τη μηχανή και τις πέτρες. Ο Κανάκης ο Μιχαντάς είχε 4 ρόδες από τρένο και ο Γιαννής ο Κούφας (Ιωάννης Τσιακάλης) ήταν σοφό μυαλό κι έφκιασε κάρο. Το ζέψαμε στα βόδια και μαζί με 5-6 άτομα τα βγάλαμε από το Μερκέζι κι από εκεί στα Μπγιάδια και στην Καρυά. Από εκεί τα φορτώσαμε σε αυτοκίνητο τις πέτρες και τη μηχανή και τα πήγαμε στη Λάρισα. Η Καρυά είχε τότε χωματόδρομο για αμάξια. Από το χωριό μέχρι το ποτάμι, καθαρίζαμε τον δρόμο για να περάσουμε. Τυράγνια μεγάλη είχαμε. Το πατρικό το Μασουράτικο ήταν το σημερινό σπίτι του Νικόλα. Αυτό που κάθεται σήμερα ο αδερφός μου ο Γούλας ήταν του Γκαναβούρα. Από πίσω του Καρατόλιου και του Μούργκα ήταν του Τσιρέβελου. Όταν αρραβωνιάσαμε την Παγούνω ήμασταν στο καφενείο του Γκέτσιου και ο Τσολάκης έπαιζε βιολί. Ήρθε και ο Γιάννης ο Καζάνας, ξάδερφος της μάνας μου. Κατά τύχη είχαμε και μια προβατίνα στο φούρνο και έστειλα τον Θωμά τον Μασούρα να πει στο σπίτι και έστειλαν κρέας στο μαγαζί. Η νυφαδιά μου η Αλσαβώ ήταν παλικάρι. Τα ετοίμασε όλα και τα έστειλε. Γλεντήσαμε μέχρι το πρωί. Μας πήρε η μέρα. Στην παρέα μας ήταν και ο γαμπρός μας ο Κώτσιος ο Τσιαπλές. Σε πολλούς γάμους ήμουν μπράτιμος. Ήμουν και στον πατέρα σου.

* Οι αντάρτες κάποιον έψαχναν κάποτε και κατά λάθος έπιασαν τον αδερφό μου τον Γιάννη και τον κρέμασαν. Τότε πάει κάποιος Παπαστεργίου από την Τσαριτσάνη που ήταν καπετάνιος και τους λέει: «Αυτόν πιάσατε;». Ήταν μαζί φαντάροι στην Αλβανία. Τότε διέταξε δύο αντάρτες τον ξεκρέμασαν και τον ανέβασαν πάνω σε ζώο και τον πήγαν στο χωριό. Και είπε στους αντάρτες: «Μόλις θα φτάσετε, θα τον βάλετε να γράψει το όνομά του σε ένα χαρτί και θα το φέρετε εδώ». Ήθελε να σιγουρευτεί ότι έφτασε καλά. Στον Αμπελώνα έκανα όλες τις δουλειές. Χωράφια, πρόβατα. Στην Καρυά ήμουν από τους πρώτους. Έβαζα και τσοπάνο. Είχα 200 γίδια και μετά τα έφκιασα πρόβατα. Μια χρονιά πήγα τα πρόβατα να τα βοσκήσω στο χωριό, στα Καντζιούρια και ο Κώστας Παπαναστασίου που ήταν πρόεδρος επί δικτατορίας στο χωριό μας με έβαλε πρόστιμο 200 δραχμές και τις πλήρωσα. Εγώ δεν ήμουν δημότης Καλλιπεύκης και δεν μπορούσα να βοσκήσω. Στην Καρυά ήμουν ο πρώτος που έφκιασα γιδομάντρι έξω από το χωριό. Στην Καρυά, εκτός από εμένα, ήταν παντρεμένοι (σώγαμπροι) και ο Μανώλης ο Καστόρης, ο Γιάννης ο Στέμπερης (Ιω. Γκουρμπαλής), ο Τζίκας ο Κατσιάτης (Ζήσης Μούργκας), η Δέσπω του Ζιάκου (Δέσπω Μπούτσικα) και μια αδερφή του Αντώνη του Πλεύρα (Αντώνη Καστόρη). Αυτή είχε άντρα από την Ραψάνη αλλά έμεναν στην Καρυά. Αυτός ο άνθρωπος υπόφερε πολύ από τον στρατό στον εμφύλιο.

1. ΜΑΥδες = πολίτες που επάνδρωναν τις Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου (ΜΑΥ)

Επιμέλεια και παρουσίαση Κατσιούλας Ζήσης

Κοινωνικά

Γεννήσεις

* Η Γόνη (Παγώνα) Θωμά Τσιαπλέ και ο σύζυγός της Βαγγέλης Παναγούλης απέκτησαν το 1ο παιδί, αγόρι (Λάρισα).

* H Ζαραλή Μαρίνα του Νεοκλή και της Δήμητρας Τσικατάρα και ο σύζυγός της Ιγνάτιος Τζανέτος απέκτησαν το πρώτο παιδί, αγόρι.

* Ο Παναγιώτης Καραμπατής και η σύζυγός του Ζωή Ζησοπούλου απέκτησαν το 1ο παιδί αγόρι (Λάρισα).

 

Αρραβώνες

* Ο Γκούμας Χαράλαμπος του Ζήση με την Μπόλια Βιργινία από το Μακρυχώρι.

* Ο Παπαδημητρίου Πολύζος του Αστερίου και της Χρυσάνθης Καραμπατή με την Καποδίστρια Βασιλική από την Γιάννουλη

 

Γάμοι

* Ο Παντελής Γκουγκουλιάς του Δημητρίου και της Ηλέκτρας με την Γεωργαντζιά Mαρία (κόρη της Παπαστεργίου Ιω. Αγγελικής).

* Ο Τσιούγκος Ιωάννης του Δημητρίου με την Λαζάρου Δήμητρα

* H Βασιλεία Πανταζή του Γεωργίου και της Γεωργίας Ιωάννου Μανωλούλη με τον Μίγκο Ηλία, Βοστόνη (ο γάμος έγινε στην Παραλία Κατερίνης)

* H Ζαραλή Μαρίνα του Νεοκλή και της Δήμητρας Τσικατάρα με τον Ιγνάτιο Τζανέτο από την Μάνη (Θεσ/νίκη).

* Ο Απόστολος Καραμπατής του Αθανασίου με την Ιωάννα Σιούντα από Θεσσαλονίκη

 

Θάνατοι

* O Τσιούγκος Ιωάννης του Λεωνίδα ετών 45, Τρίκαλα

* H Δεμερτζή Παρασκευή χήρα του Χρίστου ετών 89 (Καλλιπεύκη).

* Η Μουσουλή Ελένη του Αντωνίου ετών 68 (Φαλάνη).

* Η Οικονόμου Παγώνα του Κων/νου το γένος Τσούκα ετών 89 (Λάρισα).

* Η Δούκα Μαρία χήρα του Ιωάννου το γένος Γκαραφλή Μανώλη ετών 77 (Λάρισα).

* Η Σιώκου (Κατσιαούνη) Παγώνα χήρα του Αποστόλου ετών 85 (Τύρναβος).

* Η Μητσιόπουλου Σταματία χήρα του Γεωργίου ετών 86 (Καλλιπεύκη).

* Ο Κυλινδρής Αθανάσιος του Αστερίου ετών 91 (Τορόντο Καναδά).

* Ο Δουλαπτσής Απόστολος του Δημ. ετών 88 (Τορόντο – Καναδάς).

* O Σιώκος Βαγγέλης του Ιωάννου ετών 78, (Καλλιπεύκη), ανήμερα Χριστουγέννων.

* Η Τσιλιμένη Στέλλα χήρα του Δημητράκη, ετών 86 (Λάσισα), 7 Ιαν. 15.

* Ο Καρπούζας Χρίστος του Ιωάννου, ετών 84, (Λάρισα).

* Ο Διονύσιος Ρημαγμός του Γεωργίου ετών 75, (Λάρισα).

* Ο Κουτσιαρής Αστέριος του Δημ. ετών 64 (Λάρισα)

* Ο Παπαστεργίου Αντώνιος του Χρίστου ετών 60 (Αμπελώνας).

Η δύναμη και η σημασία της εξιστόρησης

Στο φύλλο 145 του 2014, διάβασα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την επιστολή του κ. Απόστολου Καστώρη  που αναφέρονταν στη λίμνη του χωριού.  Αφορούσε αναμνήσεις, μνήμες της παιδικής και ύστερης ηλικίας του για τη λίμνη, τις οποίες θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε και μαρτυρίες. Συχνά ο χρόνος σβήνει λεπτομέρειες και ίσως διαφοροποιεί κάποιες άλλες από γεγονότα που βιώνει κανείς ως παιδί. Όμως η φαντασία καλύπτει τα κενά και δημιουργεί ένα αποτέλεσμα αφηγηματικά και πολιτισμικά ενδιαφέρον.  Θέλω να συγχαρώ τον κ. Καστώρη για την εξιστόρηση αυτή καθώς φωτίζει με τη δική του προσωπική ματιά ζητήματα που αφορούν την Καλλιπεύκη, δηλαδή την τοπική «ιστορία». Ο αναγνώστης της εφημερίδας έχοντας ή όχι κάποια συναισθηματική ή άλλου τύπου σχέση με την Καλλιπεύκη,  γνωρίζει με τον τρόπο αυτό ένα κομμάτι του τόπου. Οι εξιστορήσεις αυτές έχουν επιστημονικό  ενδιαφέρον καθώς αποτελούν ένα κομμάτι του παζλ που ο χρόνος τεμαχίζει και σκορπίζει. Είναι συνεισφορά στην τοπική ιστορία οι καταθέσεις τέτοιου χαρακτήρα. Δημιουργούν δεσμούς στους νέους, δίνουν πληροφορίες στους μελετητές κ.α.

Με την επιστολή μου αυτή απευθύνω έκκληση σε κάθε Καλλιπευκιώτη και Καλλιπευκιώτισα να ανοίξει διάλογο με τη μνήμη του και να ακολουθήσουν το παράδειγμα του κ. Καστώρη. Να γράψει δηλαδή γεγονότα από την παιδική του ηλικία στην Καλλιπεύκη. Γενικού χαρακτήρα, για οτιδήποτε(ιστορκό, γεωγραφικό, κοινωνικό θέμα, τρόπο που έπαιζαν, μνήμες από το σχολείο, περιστατικά  καθημερινά, «γκάφες», και γενικά ότι αφορά τη ζωή τους στο χωριό, περιστατικά των υλοτόμων στο δάσος…). Ακόμη αν θυμούνται διηγήσεις, θρύλους που οι μεγαλύτεροι τους εξιστορούσαν για υπαρκτά ή «φανταστικά» περιστατικά στις βρύσες, στο δάσος, τον πόλεμο κ.α. Οι τυχόν ενδοιασμοί που μπορεί να σκεφτεί ο καθένας για  τον τρόπο γραφής και εξιστόρησης, δεν θα πρέπει να αποτελέσουν εμπόδιο στην προσπάθεια, καθώς η «προφορικότητα» του λόγου συγχωρεί  και παρακάμπτει ατέλειες λεκτικές και γλωσσικές. Ο αυθεντικός λόγος πάντα εκτιμάται.

Το ΔΣ του Συλλόγου μπορεί αφενός να δημοσιεύσει τις μαρτυρίες αυτές, αφετέρου να δημιουργήσει ένα υλικό αφηγηματικό, που με την κατάλληλη επιστημονική επιμέλεια μπορεί να αποτελέσει  το περιεχόμενο κάποιου εντύπου. Ας εγκαινιάσει μια στήλη στην εφημερίδα με τίτλο π.χ. «Θυμάμαι…Μνήμες και μαρτυρίες  των παιδικών χρόνων στην Καλλιπεύκη». Θα είναι μια παρακαταθήκη μνήμης.

Τασούλα Δημ. Τσιλιμένη

Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Ευχαριστήριο

Με αφορμή το 6ο Φεστιβάλ Αφήγησης Ολύμπου, θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου προς το ΔΣ του Συλλόγου για την συνεργασία του προς όφελος της επιτυχίας των εργασιών του Φεστιβάλ. Με ενθουσιασμό και μεράκι ο Πρόεδρος Δημ. Γκαζγκάνης αλλά και τα άλλα μέλη(Ματίνα Μιχαντά, Στέργιος Καλλούσης, Γκουγκουλιάς Παντελής…), ανταποκρίθηκαν σε όλες τις συναντήσεις που προγραμματίσαμε ως Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, ανταλλάξαμε απόψεις και γενικά δημιουργήθηκε ένα ανοικτό πεδίο διαλόγου. Υλοποίησαν με επιτυχία κάθε δραστηριότητα που είχαν αναλάβει. Ως νέοι άνθρωποι διακρίνονται από διάθεση,  δημιουργικότητα, ενθουσιασμό και αξίζουν την εμπιστοσύνη των κατοίκων της Καλλιπεύκης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειξαν, σε συνεργασία με το εκλεγμένο μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου κ. Τάσο Κούσιο και παλαιότερο μέλος του Συλλόγου Θωμά Τσιαπλέ, για τη διαμόρφωση του σχολείου ώστε να αξιοποιηθεί για το Φεστιβάλ, αλλά και για μελλοντική φιλοξενία του «σπιτιού της αφήγησης και του παραμυθιού», η δημιουργία του οποίου θα φέρει πολλά κέρδη στην Καλλιπεύκη. Προσωπικά είμαι διαθέσιμη σε ανοικτή  συζήτηση για να παρουσιάσω την ωφελιμότητα λειτουργίας του «σπιτιού της αφήγησης» στην Καλλιπεύκη, από οικονομικής και πολιτιστικής πλευράς. Εύχομαι στα μέλη του ΔΣ, υγεία, δημιουργικότητα καλή συνέχεια στο πολύτιμο έργο τους.

Τασούλα Δημ. Τσιλιμένη

Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

 

Οι πλημμύρες αποκάλυψαν ελληνιστικούς τάφους στη Λάρισα (στους Γόννους)

Οκτώ τάφοι ελληνιστικής περιόδου ήρθαν στο φως στους Γόνους Λάρισας εξαιτίας των έντονων βροχοπτώσεων, που είχαν ως αποτέλεσμα να πλημμυρίσει μια αγροτική περιοχή του Δήμου.

001_-γ-Σ-δ-δ-β-ι-Χ-ξ-γ-Ω_-Υ-θ-ζ-ζ-θ-β_-ν-Σ-ο-θ-μ

Τα ορμητικά νερά παρέσυραν αγροτικό χωματόδρομο φέρνοντας στην επιφάνεια ευρήματα, που οδήγησαν την Αρχαιολογική Υπηρεσία να διερευνήσει το θέμα.

Η Υπηρεσία προχώρησε σε ανασκαφή και τελικά αποκάλυψε τους οκτώ τάφους, που σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις χρονολογούνται στα τέλη του 4ου με αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα.

Από τους οκτώ τάφους που ήλθαν στο φως μόνον ο ένας περισώζεται, ενώ οι άλλοι είναι κατεστραμμένοι.

Πυρ γυνή και γούνα από την ομάδα «ονείρων θαύματα»

Η «Ονείρων Θαύματα» είναι μια ομάδα ερασιτεχνών ηθοποιών που με μοναδικό κίνητρο την αγάπη τους για το θέατρο διεκδικεί τα τελευταία χρόνια το δικό της μερίδιο ύπαρξης ανάμεσα στο πειραματισμό, στην ελεύθερη έκφραση, στη σκέψη και στην επικοινωνία.

Η ομάδα αυτή καλεσμένη του ΜΕΣΑΚ «Η ΠΑΤΩΜΕΝΗ», έδωσε στην Καλλιπεύκη και στα πλαίσια του Φεστιβάλ του Δάσους, την παράσταση «Πυρ, γυνή και… γούνα!» βασισμένη στο έργο των Ρέϊ Κούνεϊ  και Τζον Τσάπμαν, «Not now darling». Στο χώρο αναψυχής της Πατωμένης, το Σάβατο 26 Ιουλίου 2014. Μια κωμωδία με πρωτότυπο περιεχόμενο, εκλεπτυσμένο χιούμορ και κωμικοτραγικές καταστάσεις.

Τυχεροί όσοι τη βραδιά αυτή βρεθήκαμε εκεί!

002_-γ-Σ-δ-δ-β-ι-Χ-ξ-γ-Ω_-α-Χ-Σ-ν-κ-θ

Την Ομάδα «Ονείρων Θαύματα» θα τη βρείτε στην οδό Άρεως 24. Και στο  τηλ.6972-700971.

 

Συνέντευξη με τη Γωγώ Νησιώτη

Το Σάββατο 26 Ιουλίου 2014 (της Αγίας Παρασκευής) μου μήνυσε η φίλη μου Γωγώ Νησιώτη, (του Γιάννη Νησιώτη και της Αγγέλας Κανελιά – εγγονή του Γιάννη Κανελιά, που ήταν κλητήρας στη Βουλή), πως θέλει να μου δώσει μια «συνέντευξη», για να δημοσιευθεί στο επόμενο φύλλο της εφημερίδας μας και μάλιστα επέμεινε! Φυσικά και δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, όπως και η εφημερίδα μας, που τη δημοσιεύει. Τη Δευτέρα λοιπόν 28 Ιουλίου 2014, κατά τις 11.00 το πρωί, είμαστε στην αυλή του σπιτιού της γιαγιάς της Γεωργίας (σύζυγο του μακαρίτη, Γιάννη), όπου περνά τα καλοκαίρια της η Γωγώ εδώ και πολλά χρόνια. Πρέπει να σας θυμίσω εδώ πως σε προηγούμενο φύλλο, είχα κάνει μια αναφορά για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Γωγώ, στις μετακινήσεις της, προτρέποντας το Δήμο να πράξει τα δέοντα.
002_+γ+Σ+δ+δ+β+ι+Χ+ξ+γ+Ω_+Υ+σ+Υ+σ_2

Με τη Γωγώ στην αυλή του σπιτιού της

  • Για τι θέλεις να μου μιλήσεις, Γωγώ;
  • Για το δρόμο από το σπίτι μας μέχρι την εκκλησία.
  • Και γιατί θέλεις να μου μιλήσεις γι αυτόν;
  • Γιατί κάναμε αγώνα να στρωθεί με άσφαλτο, να μπορώ να βγαίνω από το σπίτι μου. Και πριν έβγαινα αλλά με μεγάλη δυσκολία και μόνο όταν ήταν ο πατέρας μου εδώ.
  • Και ποιος έστρωσε με άσφαλτο το δρόμο; Τι ξέρεις;
  • Τον έστρωσε ο Δήμαρχος, με τη βοήθεια του Τάσιου Κούσιου και του Θωμά Τσιαπλέ (σημείωση: πρόεδρος τοπικού συμβουλίου ο πρώτος και δημοτικός σύμβουλος ο δεύτερος).
  • Και θέλεις να τους πεις κάτι;
  • Ναι. Ένα μεγάλο ευχαριστώ μέσα από την εφημερίδα.
  • Προφορικά δεν φτάνει;
  • Προφορικά τους το είπα με ένα χειροκρότημα, από την πόρτα της αυλής, την ώρα που εργάζονταν εδώ μροστά!
  • Δηλαδή χάρηκες που έγινε ο δρόμος; Και γιατί;
  • Ναι! Πολύ. Γιατί τώρα θα μπορώ να βγαίνω βόλτα και με τη μαμά και με τη βοήθεια του θείου μου Θωμά (Καραμπατή). Και θα μου δοθεί η ευκαιρία να επικοινωνώ και με άλλους ανθρώπους πέρα από αυτούς που μας επισκέπτονταν.
  • Για πες μου, Γεωργία (Γωγώ), πόσο δύσκολο είναι να ζεις καθισμένη πάντα σε αναπηρικό αμαξίδιο;
  • Πολύ! Και για μένα και για την οικογένειά μου. Εύχομαι από την καρδιά μου να μην το ζήσει κανείς.
  • Σχολείο πηγαίνεις, Γωγώ;
  • Ναι. Στη Β’ τάξη του Ε.Ε.Ε.Ε.Κ. Ηλιούπολης (Σημείωση: Ειδικό Επαγγελματικό Εκπαιδευτήριο Ειδικής Εκπαίδευσης Κατάρτισης – είναι το δευτεροβάθμιο σχολείο για παιδιά με ειδικές ανάγκες).
  • Τι θα ήθελες να συμβεί στη ζωή σου, Γεωργία;
  • Να περπατήσω, να μπορέσω να σηκωθώ μια μέρα και να σταθώ στα δικά μου πόδια!
  • Σου το ευχόμαστε όλοι, Γωγώ. Θα ήθελες να προσθέσεις κάτι ακόμα;
  • Ναι! Θα ήθελα να ευχαριστήσω επίσης από τη εφημερίδα, τον Θωμά Καραμπατή που κάνει τόσα πολλά για μένα. Θα ήθελα ακόμη να παρακαλέσω τον Δήμαρχο, να συνεχίσει τις προσπάθειες για να γίνει κάποια στιγμή ολόκληρο το χωριό προσβάσιμο. Και τέλος να ευχαριστήσω και την «Ωραία Καλλιπεύκη» που θα δημοσιεύσει αυτή τη συνέντευξη.

002_-γ-Σ-δ-δ-β-ι-Χ-ξ-γ-Ω_-Υ-σ-Υ-σ_1

Η Γωγώ με το Θωμά Καραμπατή, ύστερα από μια βόλτα στην είσοδο της αυλής (του σπιτιού της).

 

Παναγιώτης Παπαϊωάννου