Category Archives: Φύλλο 117

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ

oik1

 

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ

oik2

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Κοινωνικά 

Γεννήσεις:

Η Δούκα Ελευθερία του Κων/νου και ο σύζυγός της Κολώνας Δημήτριος απέκτησαν το 2ο παιδί, αγόρι (Γόννοι)

Ο Γκουγκουλιάς Ζήσης του Δημ. (Μαυροδήμος) και η σύζυγός του Όλγα Μπίλλα απέκτησαν τα πρώτα δίδημα παιδιά, αγόρι & κορίτσι (Λάρισα)

Η Γκαντάκη Στέλλα του Νικολάου και ο σύζυγός της Ντίγκας Ιωάννης απέκτησαν το 2ο παιδί, κορίτσι

Ο Γκουγκουλιάς Νικ. του Δημητρίου και η σύζυγός του Φυλλιώ, απέκτησαν το 2ο παιδί, αγόρι (Καλλιπεύκη)

Ο Μιχαήλ Αστέριος και η σύζυγός του Αγγέλα, απέκτησαν το 4ο παιδί, κορίτσι (Καλλιπεύκη)

Αρραβώνες: 

Η Σταματία Κατσιούλα του Αντωνίου με τον Καμηλούδη Δημήτριο  από το Μεγάλο Μοναστήρι Λάρισας 

Διάλυση αρραβώνα:

Ο Χρίστος Καραμπατής και η Χριστίνα Παπαδοπούλου από τη Μάντρα Λάρισας, διέλυσαν τον αρραβώνα τους 

Γάμοι:

Ο Γκουρμπαλής Αθανάσιος του Βασιλείου με τη Δήμητρα Δερβίση από τη Σούρπη του Βόλου (είναι υπάλληλοι στην Αθήνα)

Η Μαντά Βασιλική του Δημητρίου και της Οικονόμου Μαρίας με τον Κακανούλια Αλέξη από τη Φαλάνη (Λάρισα)

Ο Νικόλαος Πολυζάς του Αποστόλου με την Καλιακούδα Δήμητρα από την ξηρο-Κρανιά Ελασσόνας (Αμπελώνας)

Ο Μασούρας Απόστολος του Φάνη με την Ρημαγμού Ελένη του Αντωνίου από τους Γόννους (Γόννοι)

Θάνατοι:

Ο Γκέτσιος Νικόλαος του Ιωάννου, ετών 82 (Λάρισα)

012 Getsios

Ο Γκέτσιος Νικόλαος του Θεοχάρη, ετών 74 (Λάρισα)

Η Καραμπατή (Μπατζγιώργη) Παρασκευούλα, χήρα του Αποστόλου, ετών 81 (Καλλιπεύκη)

Η Καρατόλιου Ελισάβετ (Βέτα)  σύζυγος του Γεωργίου, ετών  61 (Λάρισα)

Η Βασιλική Δημησιάνου το γένος Ιωάννου Τακούλα, ετών 84 (Καλλιπεύκη)

Ο Σιώκος Βασίλειος του Ιωάννου (Μπένιας), ετών 66 (Λάρισα)

Η Παπαστεργίου Σταματία (Σταμούλω), χήρα του Χρίστου, ετών 82 (Αμπελώνας)

Η Κανελλιά Βαρσάμω χήρα του Δημητρίου, ετών 84 (Καλλιπεύκη).

Η Γκουντουβά (Γουτς) Μαρία χήρα του Κων/νου, ετών 84

Ο Παπαδόντας Γεώργιος του Θεοχάρη, ετών 96 (Αμπελώνας)

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΠΟΥ ΛΑΒΑΜΕ

Μπράβο σας!!!

Υπάρχουν πράγματι στιγμές που δεν μπορούμε να εκφράσουμε με λόγια, είτε γραπτά, είτε προφορικά αυτό που αισθανόμαστε.
Αυτό ακριβώς αισθάνομαι κι εγώ, που νομίζω ό,τι και να γράψω δε θα μπορέσω να εκφράσω το θαυμασμό μου, τα μπράβο μου και τις ευχαριστίες μου στο Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου μας για όλα όσα έκανε τα προηγούμενα 7 – 8 χρόνια. Τους βγάζω όλους το καπέλο, σκύβω με ευγνωμοσύνη μπροστά τους, τους βάζω ΔΕΚΑ (10) άριστα με τρεις τόνους.
Το τι έκαναν, το τι προσέφεραν αυτοί οι άνθρωποι στο χωριό μας ήταν ανεπανάλη­πτο, ξεπέρασε τη φαντασία μας. Όλες οι εκδηλώσεις άριστα οργανωμένες. Ημερίδες, χοροεσπερίδες, συνεργασίες με πανεπιστήμια και εκδηλώσεις παντός τύπου, εκδρομές, τα άψογα ημερολόγια, η εφημερίδα κ.ά.
Μέχρι συνάντηση με τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας είχαν!!! Κράτησαν την Καλλιπεύκη στο φως της δημοσιότητας επί σειρά ετών. Εξέδωσαν βιβλία που κάθε γνή­σιος Καλλιπευκιώτης πρέπει να έχει. Αλλά και αυτό το βιβλίο του φίλου μου Ζήση Κατσιούλα «Η Καλλιπεύκη του Ολύμπου, ιστορία, λαογραφία», είναι κάτι το ανεπανάληπτο. Όλη η ιστορία της Καλλιπεύκης. Ποιος το διάβασε και δεν έμεινε άναυδος.
Εγώ το αποκαλώ «το ευαγγέλιο» της Καλλιπεύκης. Ζήση, αξίζεις πολλά συγχαρητήρια, για την υπομονή και έμπνευση που είχες να κάνεις όλη αυτή τη δουλειά.
Όλοι πρέπει να διαβάσουν λοιπόν το «ευαγγέλιο» μας. Γιατί θα γίνουν πλουσιότεροι στις γνώσεις τους, θα ξέρουν την ιστορία μας.
Θυμηθήκαμε πολλά, μάθαμε πολλά, και ο καθένας έμαθε ιδίως στα παιδιά μας και για τους προγόνους των. Εγώ πάντως καμαρώνω για τους προγόνους – συγγενείς μου κλπ. Επίσης με καμάρι παρουσιάζω σε φίλους και μη αυτό το βιβλίο. Τι άλλο να πω, χίλια μπράβο!!!
Το 1984 όταν σε γενική συνέλευση είπα σαν Δ.Σ. ότι «βάλαμε γερά θεμέλια από μπε­τόν αρμέ», για να κτιστεί ο Σύλλογος πάνω τους δε φανταζόμουν ποτέ ότι ο σύλλογος θα γινόταν (αλληγορικά) ουρανοξύστης. Νιώθω λίγη ζήλια, που δεν έτυχε να είμαι κι εγώ μαζί σας. Σας εκφράζω τον απεριόριστο θαυμασμό μου!!!
Επίσης θέλω να ευχηθώ στο νέο Δ.Σ. που έχει και μέλη από το παλιό, να συνεχίζει το ίδιο δυναμικά και ν’ ανεβάσει το Σύλλογο και την Καλλιπεύκη ακόμη ψηλότερα. Πρόεδρε (σειρά) και οι άλλοι της γενιάς μου με τους νεότερους, πιστεύω δε θα μας απογοητεύσετε. Καλή δύναμη. Καλή Επιτυχία σας εύχομαι ολόψυχα.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΟΥΝΤΟΥΒΑΣ

Μια φωνή σίγησε για πάντα.

Μια φωνή λιγότερη άφησε στην Καλλιπεύκη μετά το θάνατο της η Παρασκευούλα Καραμπατή του Απόστολου, διότι ήταν μόνιμος κάτοικος του χωριού της.
Η Παρασκευούλα έφυγε από τον κόσμο τούτο στις 11 Νοεμβρίου 2005 για τη γειτονιά των Αγγέλων, όπου θα συναντήσει τ’ αγαπημένα της πρόσωπα: σύζυγο, μάνα, πατέρα, γιαγιά, αδέλφια κλπ.
Έκλεισε τα μάτια της παντοτινά, σε ηλικία 80 ετών. Στη μακρόχρονη ζωή της γνώρισε τις χαρές και λύπες μαζεμένες, χωρίς μέτρο, όπως τις δέχονται οι περισσότερο» άνθρωποι.

Η Παρασκευούλα ήταν τύπος που έλεγε «τα σύκα – σύκα και τη σκάφη – σκάφη», όπως καταλα­βαίνετε δε γνώριζε πολιτική για να σκέφτεται το κόστος των λόγων και έτσι καμιά φορά μπορεί να έφθανε και στην παρεξήγηση από κάποιον.

Ήταν το πρώτο παιδί από την πολύτεκνη ομογένεια του Αθανασίου Καλούση, ο οποίος χάθηκε κατά τον εμφύλιο πόλεμο του 1947 μαζί με 150.000 θύματα και των δύο παρατάξεων, που νόμιζαν ότι θα φτιάξουν έναν άλλον πιο… όμορφο κόσμο Τόσο κόσμο, δε χάσαμε ούτε στο Β’ παγκόσμιο πόλεμο!…
Από μάνα έμεινε ορφανή πολύ νωρίτερα κα από μικρό κορίτσι ανασκούμπησε τα μανίκια της και πήρε θέση μάχης για την επιβίωση, με βοηθό πρώτη και καλύτερη τη γιαγιά της Παρασκευούλα Γκουρμπαλή πρώτα της πολυμελούς οικογένειας που γεννήθηκε της πατρικής και στη συνέχεια της δικής της νέας, που δημιούργησε με το γάμο της με τον Απόστολο Καραμπατή.

Από τον ευλογημένο αυτό γάμο, γεννήθηκαν τα τρία αγόρια: ο Γιάννης, ο Θανάσης και ο Γιώργος σημερινοί οικογενειάρχες, ο καθένας με τη σειρά του.
Ατυχώς εδώ δεν είχαμε αυτό που λέει ο λαός «της καλομάνας το παιδί το πρώτο να είναι κορί­τσι» και έτσι δεν απόκτησε το κορίτσι που κάθε μέρα περιμένει και το οποίο θα είναι το αποκούμπι σ’ όλη της ζωή της και ιδιαίτερα στα γεράματα. Πώς να το κάνουμε, όσα και να προσφέρουν τ’ αγόρια στη μάνα θα είναι λιγότερα μπρο­στά στην κόρη.

Οι μόνιμοι κάτοικοι θα τη θυμούνται να βόσκει τα πρόβατα παρά την αναπηρία της που απέ­κτησε στα γεράματα. Δυστυχώς δεν έβρισκε το χρόνο να ξεκουραστεί, πού τέτοιες πολυτέλειες σ’ ένα σπίτι με κοπάδι από πρόβατα και όχι μόνο.

Ο λόγος που μου κάνει να γράψω αυτές τις γραμμές είναι να την ευχαριστήσω και γι αυτά που έκανε για μας τα μικρότερα αδέλφια της. Το σπίτι της ήταν πάντα ανοιχτό και μας καλοδεχόταν με το συχωρεμένο Αποστόλη τον άνδρα της και τα παιδιά της, όταν είχαμε την ανάγκη τους.

Δε θα ξεχάσω το ζεστό ψωμί, τις πίτες, τα γεμιστά με τις νοστι­μότατες Νεζεριώτικες πατάτες, την αχνιστή φασουλάδα, το βραστό γάλα κλπ και πάντοτε η καλή συμβουλή.
Για τα λίγα αυτά και για πολύ περισσότερα που έκανες, ας είναι ελαφρό το Νεζεριώτικο χώμα που σκεπάζει εσένα και όλους τους πατριώτες μας με τα προτε­ρήματα και τα ελαττώματα, διότι ουδείς αναμάρτητος σ’ αυτό τον κόσμο.
Στο καλό αγαπημένη μας αδελφή, ο αδελφός σου,

ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΛΟΥΣΗΣ

Μόνο λίγα λόγια στη Μάνα μας που έφυγε…

Μάνα δε βρίσκεται λέξη καμία νάχει στον ήχο της τόση αρμονία… Λέει το ποίημα που μάθαμε στο δημοτικό σχολείο.

«Μάνα, γλυκιά μανούλα μου σε κράζω, είσαι μακριά μου». Έφυγες στις 10 του Νοέμβρη για τον παράδεισο. «Το μαχαίρι της λύπης βούλιαξε στην καρδιά μας». Όλοι γύρω σου με θλιμμένα μάτια, λυγμούς και δάκρυα.
Ήσουν 86 ετών κι όμως σε θέλαμε κοντά μας. Θέλαμε να μας μιλάς, θέλαμε να μας συμβουλεύεις. Θέλαμε ν’ ακουμπούμε με σιγουριά πάνω σου.
Κλαίμε μάνα γιατί σε χάσατε, κλαίμε μάνα για όσα τράβηξες να μας μεγαλώσεις, με τόσα που πέρασες ποτέ δε λύγισες. Ούτε στο ατύχημα του Βασίλη έδειξες ότι λυγίζεις ο καημός σου ήταν μεγάλος και σ’ έτρωγε συνέχεια, αλλά εσύ «βράχος». Κι όταν τον χάσαμε ήσουν απαρηγόρητη.
Ήσουν η μάνα που μαζευόμασταν όλα τ’ αδέλφια γύρω σου, ήσουν ο συνδετικός κρίκος της αλυσίδας και της οικογένειάς μας.

010 giagia

Υπέφερες τα πάντα με υπομονή και καρτερία. Δεν ήθελες ν’ αδικήσεις κανένα σου παιδί, ήσουν ακριβοδίκαια σ’ όλα σου. Ήθελες πάντα να δίνεις, να προσφέρεις και δε ζήταγες τίποτε. Κι εκείνο που μας, ζήτησες όταν ήσουν στα τελευταία σου ήταν: «Να μείνουμε ενωμένοι, νάμαστε αγαπημένοι, να στηρίζουμε ο ένας τον άλλον, να μη σκορπίσουμε». Και θυμάμαι με πόνο εκείνο που σε στενοχωρούσε ήταν:  Αν πεθάνεις, πού θα μας αφήσεις μόνους κι απροστάτευτους…
Σε κλάψαμε μανούλα μας όλα τα παιδιά σου, οι νύφες σου, οι γαμπροί σου, τα δέκα πέντε εγγόνια σου και τα δισέγγονα σου, σ’ αποχαιρετήσαμε όλοι μας. Ήλθαν από το χωριό οι συγγενείς μας από τον Αμπελώνα η αδελφή σου και οι άλλοι συγγενείς από τη Λάρισα και από άλλα μέρη. Και πολύς κόσμος από το χωριό τη Γλαύκη, που έμεινες τελευταία και σε φρόντιζε ως τα τελευταία σου η Γεωργία, η κόρη σου.
Σε συνοδεύσαμε ως την τελευταία σου κατοικία πλήθος κόσμου. Έτσι όπως ήθελες νάναι γεμάτο το σπίτι μας με κόσμο.
Μάνα θα μας λείπεις πάντα!
Μάνα θα σε θυμόμαστε πάντα.
Μάνα ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκέπασε!…

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΥΝΤΟΥΒΑΣ

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Οι γεροντότεροι … Καλλιπευκιώτες 

Η ζωή αυτή δεν έχει αρχή και τέλος. Άλλοι πεθαίνουν νέοι και άλλοι σε πολύ βαθιά γεράματα. Το πώς και το γιατί είναι υπόθεση του Θεού και όχι δική μας. Εξάλλου ο χασάπης, όπως λέει και λαϊκή ρήση, σφάζει από όλα τα ζώα. Και νέα και παλιά. Έτσι, σύμφωνα με αυτά, αρκετοί Καλλιπευκιώτες έχουν ξεπεράσει τα 90 χρόνια. Οι γεροντότεροι όμως,  που ζουν σήμερα και πλησιάζουν τα 100 χρόνια είναι λίγοι. Πάντως οι γυναίκες έχουν τον πρώτο λόγο σε μακροβιότητα. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας (αν είναι σωστές), οι μακροβιότερες γυναίκες σήμερα είναι η Γκαμπούρα Αγλαΐα του Αστερίου και η Καλούση Παγώνα του Αλέξη (Αλέξινα Γκουγκουνέλινα).

009 Kaloush     013 Gampoura

Καλούση Παγώνα – Γκαμπούρα Αγλαΐα

     Η γιαγιά Γκαμπούρα Αγλαΐα είναι από το γένος του Αποστόλη Κάγκουρα και σήμερα είναι 99 χρόνων (ούτε και αυτή θυμάται). Διαμένει στη Λάρισα από το 1960 και ζει μαζί με το γιο της τον Αγοραστό. Είναι πολύ καλά στην υγεία της και το μόνο πρόβλημα που έχει είναι τα αφτιά της γιατί δεν ακούει καλά. Τα ίδια ακριβώς χρόνια έχει και η Καλούση Παγώνα.  Αυτή είναι από το γένος Τριαντάφυλλου Μαντά (Τσιμπιρή) και ζει στην Αθήνα μαζί με το γιο της Γιάννη. Από πλευράς  υγείας είναι και αυτή καλά αλλά αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα με τα πόδια της και βρίσκεται συνέχεια στο κρεβάτι.

Ο γηραιότερος από τους άντρες, μέχρι και τις 27 του περασμένου Δεκέμβρη, ήταν ο Παπαδόντας Γεώργιος του Θεοχάρη που ζούσε στον Αμπελώνα από το 1951 περίπου. Πέθανε σε ηλικία 96 ετών στις 27 Δεκεμβρίου 2005. Μακροβιότερος αυτή τη στιγμή (αν έχουμε καλή πληροφόρηση) είναι ο Θωμάς Γκουγκουλιάς (Παντζάλας). Γεννήθηκε το 1911, ζει στην Καλλιπεύκη, έχει καλή υγεία και σήμερα (2006) είναι 95 ετών. Σε απόσταση αναπνοής τον ακολουθούν και αρκετοί άλλοι με 90, 91 και 92 χρόνια.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Οι πρώτοι μετανάστες στη Γερμανία

Οι πρώτοι Καλλιπευκιώτες που πήγαν μετανάστες στη Γερμανία ήταν ο Δημήτρης Παπαδημητρίου το Ζαφείρη και ο Μπουρονίκος Χρήστος του Αστερίου το έτος 1959». Ο Χρήστος σήμε­ρα βρίσκεται στον Καναδά. Όπου ζει με την οικογένεια του. Ο Δημήτριος ζει και αυτός οικογενειακά στη Λετττοκαρυά, όπου πριν μερικά χρόνια είχε εστιατόριο με το γαμπρό του Γιάννη Πατούλα.

Το μαγαζί του έγραψε ιστορία όσο το λειτουργούσαν αυτοί και όλοι οι Καλλιπευκιώτες περνούσαμε από εκεί για έναν καφέ και για την ωραία ατμόσφαιρα. Τα χρόνια όμως πέρασαν. Οι καιροί άλλαξαν, ο καλαμπουρτζής μπάρμπα – Γιάννης μας άφησε και ο Μήτσος της Ηράκλειας, όπως τον ξέρουμε οι περισσότεροι, είναι συνταξιούχος. Το μαγαζί το έδωσαν σε κάποιον άλλον να το δουλεύει, ενώ ο ίδιος ασχολείται με ενοικιαζόμενα δωμάτια. Κάπου – κάπου περνούμε από εκεί και τα λέμε.

014 G 015 G

Αύγουστος 1961 στο «Μερκέζι»

Τις περασμένες Αποκριές πάλι ανταμώσαμε και αυτή τη φορά τα είπαμε για τα καλά. Μας ά­νοιξε την καρδιά του και μας μίλησε με νοσταλγία και περηφάνια για τα περασμένα, αλλά κυρίως για τα χρόνια που ήταν μετανάστης. Μας τα εξιστόρησε όλα από την αρχή και ας παρακολουθήσουμε τα όσα μας είπε. Πραγματικά έχουν μεγάλο ενδιαφέρον.

 

«Προτού να μεταναστεύσω, γύρισα όλα τα βουνά και άφησα τα ρούχα μου στα έλατα μαζεύοντας οξό από τα έλατα. Φτώχεια μεγάλη, αλλά και όρεξη για ζωή. Το χωριό δε με κρατούσε και α­ποφάσισα να ξενιτευτώ. Ήμουν ο πρώτος μετανάστης στη Δυτική Γερμανία. Πήγα σαν τουρίστας με παπούτσια αλβανικά, παντελόνι Μάλτας και για βαλίτσα χρησιμοποίησα ένα τσουβάλι από λινάτσα που έβγαζε κάργα! Και όλα αυτά λόγω έλλειψης χρημάτων. Αγαπητοί πατριώτες Καλλιπευκιώτες, μετανάστες σε όλα τα μέρη της γης, ο καθένας σας έχετε τη δική σας περιπέτεια όπως κι εγώ. Και σήμερα αποφάσισα να σας γράψω την περιπέτεια μου σαν τουρίστας με τον τροβά για τη Γερμανία στις 13 Δεκεμβρίου 1959. Ξεκινήσαμε με μια σύσταση που είχαμε από δύο αδέρφια του Δημ. Γερομιχαλού από την Άνω Σκοτίνα. Ήταν Οκτώβριος μήνας και είχε μια μέρα όλο ομίχλη, δεν έβλεπες το δάκτυλο σου.

016 G senden

Σουηδία 1961: Όρθιοι: Δούκας (δεύτεροσ) Β. Παπαδημητριου Δ.(τρίτος), καθιστοί: Καρατόλιος Γ. Παπαδημητρίου Γ. Δούκας Γ.

017 G oloi

Αυστρία

Ξεκινήσαμε με το Χρήστο το Μπουρονίκο, τον ξάδερφο μου και πήγαμε στο Νεράκι στα σύ­νορα Καλλιπεύκης – Σκοτίνας, μέσα στο δάσος για να βρούμε το Γερομιχαλό. Φωνάζαμε μέσα στο αχανές δάσος να μας ακούσει. Και θυμάται τι λέγαμε τότε με το Χρήστο: «Αυτή η αντάρα θα φέρει μια μέρα με ήλιο και ξαστεριά», και όπως έφερε, καλές μέρες στη ζωή μας και στο μέλλον μας.

Τέλος πάντων, βρήκαμε το Γερομιχαλό, πήραμε τη σύσταση και ετοιμαζόμαστε τέσσερα παι­διά για να φύγουμε. Εγώ, ο Χρή­στος, ο Ζήσης Καστόρης του Κανάκη και ο μακαρίτης ξάδερφος μου Κώστας Παπαδημητρίου ή Γιαννούλας.

Ξεκινήσαμε να πάμε στη Ραψάνη να βγάλουμε φωτογραφίες για τα διαβατήρια. Φωτογράφος ήταν ο γνωστός Γιαννούλας, αλλά αυτός είχε πάει στην Αιγάνη όπου γινόταν πανηγύρι. Πήγαμε τότε ποδαρόδρομο ως την Αιγάνη. Εκεί βγάλαμε φωτογραφίες και γυρίσαμε στο χωριό. Εκεί όμως, μετάνιωσαν ο Ζήσης και ο Κώστας και μείναμε ο Χρήστος και εγώ. Ειλικρινά, αγανακτισμένος, απελπισμένος, άφραγκος και ψύχραιμος, είπα η φτώχεια δεν υποφέρεται άλλο. Και τότε λέγω στο Χρήστο: Ή με ακολουθείς ή φεύγω μόνος μου. Τελικά, με ακολούθησε και κατεβήκαμε στη Λάρισα να βγάλουμε διαβατήρια. Εκεί παρουσιάστηκαν άλλα εμπόδια. Η Νομαρχία δεν ήθελε να μας βγάλει χαρτιά, διότι έδιναν μόνο για σπουδές, αλλά τελικά τα καταφέραμε και μας έδωσαν τα διαβατήρια μετά από δύο εβδομάδες.

Χρήματα δεν υπήρχαν και όσο να ετοιμαστούν τα χαρτιά καθόμασταν στη Λάρισα και τρώ­γαμε μια φορά την ημέρα, μόνο μεσημέρι, σε ένα εστιατόριο που το έλεγαν «Μοράνο», αν θυμάμαι καλά. Τα βράδια κοιμόμασταν στο Αλκαζάρ και επειδή ο Χρήστος κάπνιζε πάρα πολύ, τον μάζευα γόπες για να καπνίσει. Ευτυχώς εγώ δεν κάπνιζα.

Πήγαμε πάλι στο χωριό για να ετοιμάσουμε, αλλά χρήματα δεν υπήρχαν. Τότε ο μακαρίτης ο πατέρας μου, πήρε προκαταβολή από το γαλατά το Ζαρογιαννη 3.000 δρχ., που ήταν ακριβώς 100 δολάρια Αμερικής. Αυτά έπρεπε να τα φυλάξουμε σαν κόρη οφθαλμού προκειμένου να περάσουμε από τα σύνορα Αυστρίας – Γερμανίας. Είχαμε κάτι ψιλά να κινηθούμε κατά το ταξίδι κινήσαμε από Καλλιπεύκη για Λεπτοκαρυά με τα πόδια, αλλά εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Ο Χρήστος που ήταν ράφτης στο επάγγελμα και μεγαλύτερος μου, επειδή ντρεπόταν, δε θέλει να πάρει καθόλου το τσουβάλι – λινάτσα, τη βαλίτσα μας όπου είχαμε τα μάλλινα ρούχα. Τότε εγώ σαν μικρότερος, αναγκάστηκα να το κουβαλήσω από την Καλλιπεύκη ως τη Σκοτίνα και τη Λεπτοκαρυά. Από εκεί θα παίρναμε το τρένο για τη Θεσσαλονίκη. Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη και πήγαμε να βγάλουμε εισιτήριο. Εκεί μας είπαν ότι πρέπει να βγάλουμε και βίζα από το προξενείο της Γιουγκοσλαβίας. Ήταν θυμάμαι, ημέρα Παρασκευή και οι Γιουγκοσλάβοι είχαν εθνική γιορτή. Δε δούλευαν και τη βίζα θα την παίρναμε τη Δευτέρα. Πάλι δυσκολίες, στενοχώρια.

Και σαν να μην έφταναν αυτά, ο Χρήστος θέλει τσιγάρα πάλι και δε θέλει να φάμε μια μακαρονά­δα να σταθεί λίγο η ψυχή μας. Τον παίρνω, λοιπόν, να ψάξουμε για γόπες περπατώντας όλη τη νύχτα μέσα στους δρόμους. Εκεί που δεν ξέραμε κατά πού πέφτει η Θεσσαλονίκη, τη μάθαμε απ’ έξω. Εκεί στη Θεσσαλονίκη πρωτοφορέσαμε γραβάτα κάτω από μια λάμπα πεζοδρομίου. Έπρεπε να φοράμε γραβάτα γιατί στα διαβατήρια μάς είχανε δηλώσει τουρίστες και όχι εργάτες.

018 G germanos 019 G auto

Ο γαμπρός και τα μπρατίμια – Αύγουστος 61 το πρώτο αυτοκίνητο στην Καλλιπεύκη

Τη Δευτέρα το βράδυ, 13 Δεκεμβρίου 1959, μπαίνουμε στο τρένο για τη Γερμανία. Στην τσέπη δεν υπάρχει ούτε δραχμή, εκτός από τα 100 δολάρια, τα οποία τα είχαμε για να περάσουμε τα σύνορα Αυστρίας – Γερμανίας. Εδώ όμως ήταν να κλαις και να γελάς. Γραβάτα ο Μήτσιος, γραβάτα και ο Χρήστος χωρίς δραχμή στην τσέπη. Συνάμα να είναι και τουρίστες! Και το τσουβάλι στην αγκαλιά να μην το χάσουμε. Αλλά, πώς θα μοιάζαμε τουρίστες χωρίς τσουβάλι; Και Μάλτα παντελόνι και αλβανικά παπούτσια; Οι μεγάλοι τα γνώριζαν αυτά και στους νέους φαίνονται παράξενα. Η Ελλάδα δεν ήταν πάντα όπως σήμερα.

Αυτά είναι τα απίστευτα και όμως αληθινά. Ο Χρήστος που βρίσκεται στον Καναδά, όταν πάρει την εφημερίδα θα του σηκωθούν οι τρίχες της κεφαλής του, γιατί τον γυρίζω πολλά χρόνια πίσω. Τελικά ταξιδέψαμε όλη νύχτα, φτάσαμε στα σύνορα της Αυστρίας, έγινε ο έλεγχος των διαβατηρίων και των 100 δολαρίων. Εμείς περάσαμε από όλα, αλλά όσοι δεν είχαν τα 100 δολάρια, τους γύρισαν στην Ελ­λάδα.

Τα στομάχια μας τώρα ήταν άδεια και χτυπούσαμε στα λαγγόνια. Ένας νεαρός Θεσσαλονικιός, Ντάρος λεγόταν, ήταν στο ίδιο κουπέ με μας. Πήγαμε στο Μόναχο. Εκεί σπούδαζε ο αδερφός του γιατρός και του πήγαινε τρία καρβέλια ψωμί χωριάτικο, ώρα του καλή τού ανθρώπου, μας κατάλαβε που πεινούσαμε και έκοψε από ένα καρβέλι και μας έδωσε. Βολευτήκαμε πρόχειρα και καμιά φορά φτάνουμε στο σταθμό του Μονάχου. Από εκεί θα πηγαίναμε με άλλο τρένο 10 χλμ. μακριά. Η πόλη λεγόταν Νιου Ουλμ. Και τώρα, άντε να βρεις ποιο τρένο και ποια γραμμή πρέπει να πάρουμε, με γλώσσα καθόλου, το τσουβάλι στον ώμο και άντε να τα βγάλεις πέρα με τόσο κόσμο αγράμματοι άνθρωποι! Η γραβάτα χτυπούσε στα στήθια μας σαν τα καλοκαιρινά κουδούνια στα κουρεμένα πρόβατα. Και από πάνω να είμα­στε ταπί και ψύχραιμοι. Τελικά βρήκαμε το τρένο και καμιά φορά φτάσαμε στο περιβόητο Ουλμ.

Από το σταθμό πήραμε ταξί για να μας πάει στην πόλη που δούλευε ο φίλος μας ο Γερομιχαλός από τη Σκοτίνα. Για κακή μας τύχη πάλι, ο φίλος μας είχε φύγει από αυτή τη δουλειά και είχε πάει σε ένα χωριό 20 χλμ. έξω από την πόλη. Μας έστειλαν τότε στο Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας για να μας πουν πού δουλεύει και πού μένει. Εκεί, πράγματι μας εξυπηρέτησαν ευγενκά. Ίσως συγκινήθηκαν οι άν­θρωποι σε τέτοια κατάσταση που μας είδαν, με γραβάτες από τη μια και το τσουβάλι από την άλλη. Για να πάμε στο χωριό Σέντεν που έμεινε ο φίλος μας έπρεπε να βρούμε το πρακτορείο των λεωφορείων. Το χωριό ήταν 5 χλμ. μακριά. Πήραμε το λεωφορείο και εμείς στεκόμασταν μπροστά στην πόρτα και δείχναμε τη σύσταση μήπως και προσπεράσουμε το χωριό και χαθούμε πάλι. Ώρα της καλή μια ευγενική Γερμανίδα, μας έδωσε να καταλάβουμε ότι η σύσταση αυτή ήταν στη γειτονιά της.

Ήταν παραμονές Χριστουγέννων, χιόνι κάργα και η θερμοκρασία κάτω από το μηδέν. Αλλά πάλι εί­χαμε ατυχία. Ο φίλος μας μόλις είχε φύγει, γιατί ήταν νυχτερινός. Όλα αυτά μας έδωσε να κα­ταλάβουμε η σπιτονοικοκυρά του, μια ψυχρή και άπονη γυναίκα. Δε συγκινήθηκε ούτε από το τσουβάλι που κουβαλούσαμε. Όμως ξέχασα να σας πω ότι το τσουβάλι Καλλιπεύκη – Γερμανία το είχα χρεωθεί εγώ με «εκατόν οχτώ». Ο Χρήστος μου έλεγε, αν δε θέλεις να το κουβα­λήσεις, πέτα το, εγώ δεν το παίρνω. Και έτσι τα χάλια του τσουβαλιού ήταν όλα δικά μου.

Ήταν αργά νύχτα και απένα­ντι από το σπίτι ήταν ένα δασάκι από έλατα. Εκεί τη βγάλαμε όλη τη νύχτα μέχρι να ξημερώσει και να έρθει ο φίλος μας από τη δουλειά, τον οποίο δεν τον γνωρίζαμε φατσικώς. Τέλος πάντων, είπαμε από πού είμαστε και ότι οι δικοί μας γνώριζαν τον αδελφό του που ήταν μαζί τσοπάνοι στη Δουριανή. Εδώ είχαμε και λίγο τύχη. Ο φίλος μας, μας πήγε σε ένα άλλο εργοστάσιο ξυλουργικό και μας έβαλε στη δουλειά. Ήμασταν πολύ εργατικοί και μας έδωσαν ένα δωμάτιο μέσα στο εργοστάσιο, όπου ήρθε μετά και ο φίλος μας και μέναμε μαζί. Ηταν παραμονές Χριστουγέννων και οι Γερμανοί ψώνιζαν χριστουγεννιάτικα. Βγήκαμε και εμείς στην αγορά. Άλλοι μας κοιτούσαν άγρια, γιατί είχαν χάσει και από εμάς τον πόλεμο και άλλοι μας πλησίαζαν. Πληρωθήκαμε τα πρώτα 65 μάρκα για μια εβδομάδα. Το ένα μάρκο ήταν τότε 7,50 δρχ. Αρχίσαμε με το Χρήστο τις οικονομίες και όταν γράφαμε στους δικούς μας στο χωριό, γράφαμε από μία κόλλα και τις βάζαμε στον ίδιο φάκελο.

020 G gamos
Ο γάμος του Δ. Παπαδημητρίου στη Λεπτοκαρυά

Πέρασαν τα Χριστούγεννα, αλλά κανένας Γερμανός δε μας έκανε πρόταση να γιορτάσουμε μαζί. Ένας Γερμανός, αλλά Σέρβος στην καταγωγή, ελαφρύ να είναι το χώμα που τον σκέπασε, είχε πάει στη Γερμανία μετά τον πόλεμο και παντρεύτηκε μια Γερμανίδα με την οποία απέκτησαν 4 αγόρια και 3 κορίτσια.

Τα 6 ήταν παντρεμένα. Με αυτόν δουλεύαμε μαζί και το σπίτι του ήταν ένα χιλιόμετρο μακριά. Αυτός την παραμονή των Χριστουγέννων μας είπε ότι θα έρθει να μας πάρει για να κάνουμε μαζί Χριστούγεννα. Πράγματι, την πρώτη μέρα μας πήρε και φάγαμε μαζί. Αυτός ήξερε τι θα πει μετανάστης. Είχε δικά του κοτόπουλα και περάσαμε πολύ καλύτερα από τα Καλλιπευκιώτικα Χριστούγεννα, γιατί τα περνούσαμε στις Καρυές, βόσκοντας τα γίδια. Ξέχασα να αναφέρω ό­τι μόλις πήραμε τα πρώτα χρήματα, βγήκαμε για ψώνια και πήγαμε σε ένα μεγάλο σφαγείο ό­που έσφαζαν ένα άλογο που το είχαν σκοτώσει με πιστόλι. Το αίμα οι Γερμανοί το μάζεψαν, γιατί το έβαζαν στα σαλάμια. Από τότε ο Χρήστος δεν ξανάφαγε σαλάμι, ούτε άλλα κρέατα. Ε­δώ τελειώνει η ιστορία για το 1959 και μπαίνουμε στο νέο χρόνο.

Εδώ τώρα αρχίζει το Καλλιπευκιώτικο κουτσομπολιό. Ρω­τούσαν οι χωριανοί τους γονείς μας και τους συγγενείς να μάθουν τι κάνουμε και αυτοί απαντούσαν πως είμαστε καλά, ότι πιάσαμε δουλειά και ότι όλα είναι μια χαρά. Τότε μερικοί χωριανοί άρχισαν να σχολιάζουν και έλεγαν ότι χαθήκαμε στη Γιουγκοσλαβία και ότι δεν έχουμε εισιτήρια για να γυρίσουμε.

Στο μεταξύ στη Γερμανία είχε κάθε Σάββατο χορούς με ορχήστρες. Εμείς, παιδιά, τότε, με ροδοκόκκινα μάγουλα από το πεύκο, ντυθήκαμε καλά, περιποιηθήκαμε και πήγαμε στο χορό. Οι Γερμανίδες μάλωναν ποια να μας πρωτοπορεί για να χορέψει με μας. Μας πήγαν στα μπαρ, μέθυσαν μαζί μας και βγάλαμε «πονηρές» φωτογραφίες. Μια μέρα θυμήθηκα μια ιστορία με το Στέργιο τον Κατσιαούνη και τον Πούλιο τον Τσιούγκο. Ο Πούλιος είχε πει κάποτε στο μακαρίτη τον Ανδρέα Μιχαντά. «Μαγαζί έ­χεις εσύ, Ανδρέα; Επιτρέπεται να μην έχει δύο «κορίτσια» μέσα στο μαγαζί;». Τότε σκέφτηκα ότι, αφού λένε κουτσομπολιά στο χωριό, θα τους κάνουμε κι εμείς «αντίποινα». Στείλαμε στον Αν­δρέα αυτές τις φωτογραφίες και αυτός τις έβαλε στο καφενείο για να βλέπουν οι παππούδες.

Εκεί καταλάβαμε πώς ζουν οι άνθρωποι και τελικά πήραμε την απόφαση να μείνουμε εκεί, να κάνουμε λίγα χρήματα, να καλοζήσουμε και αργότερα να γυρίσουμε στην πατρίδα. Αφού πέ­ρασε λίγος χρόνος, είπα στο Χρήστο, που ούτε το τσουβάλι κουβαλούσε ούτε μαγείρευε, ότι πρέπει να παντρευτούμε, να πάρουμε δυο κορίτσια από τον τόπο μας για να προκόψουμε. Ζητήσαμε διαμέσου των συγγενών μας, κορίτσια από το χωριό, αλ­λά η απάντηση ήταν αρνητική και περιφρονητική. Νόμισαν ότι αλητέψαμε και πέσαμε απότομα στην εξέλιξη. Δεν …είδατε τις φωτογραφίες που έστειλαν έλεγαν.

Βρισκόμαστε στο τέλος του 1960 και έρχεται στη Γερμανία ο αδερφός μου ο Γιάννης, μικρό παιδί με κοντά παντελόνια και ο ξάδελφος μου ο Βαγγέλης ο Δούκας. Έπιασαν μαζί μας δουλειά. Μετά από δύο – τρεις μήνες παίρνουν τη σύσταση μας ο Αντώνης Κατσιούλας, ο Απόστολος Γκουντουβάς του Βασίλη και ο Γιώργος Καρατόλιος του Ιωάννη και έρχονται και αυτοί στη Γερμανία. Μένουν μαζί μας, εί­μαστε στο ίδιο εργοστάσιο και οι Καλλιπευκιώτες γίναμε έξι άτομα. Μετά από λίγο καιρό έρχο­νται άλλα τρία άτομα από τους Γόννους. Ο Γιώργος Τσιούρβας, ο Σωτήρης Χατζής και ο κουμπάρος μου Γιάννης Γιαννάκης ή Μπουτιός και έτσι γίναμε 9 άτομα. Δουλεύαμε και διασκεδάζαμε όλοι μαζί, αγαπημένοι και ενωμένοι. Μέσα σ’ αυτό το χρόνο ήρθαν και άλλοι από Καλλιπεύκη και Σκοτίνα. Μάθαμε λίγα γερμανικά και μπορούσαμε να επικοινωνούμε. Εγώ πολλές φορές έκανα το διερμηνέα και εξυπηρετούσα στη δουλειά και στο Δη­μαρχείο όταν με φώναζαν γιατί άρχισαν να έρχονται πολλοί Έλληνες και έπρεπε να γραφούν στα Δημοτολόγια.

Κάποτε αποφάσισε να έρθει και ο αείμνηστος γαμπρός και α­δερφός μου, ο Γιάννης Πατούλιας ή Γιάννης, έτσι τον ήξεραν οι μεγάλοι. Ήρθε μαζί με την αδελφή μου τη Μαρία και μαζί αντιμετωπίσαμε πολλές καταστάσεις. Με τα ατελείωτα καλα­μπούρια του ξεχνούσαμε τα βάσανε της ξενιτιάς. Σιγά – σιγά κάναμε σχέσεις με Γερμανούς και μας καλούσαν για καφέ. Βγαίναμε μαζί έξω και διασκεδάζαμε. Πολλούς από αυτούς τους φιλοξενήσαμε στην Ελλά­δα, στη Λεπτοκαρυά, για να ανταποδώσουν την καλοσύνη που μας έδειξαν. Πέρασαν από τότε περίπου 44 χρόνια και ακόμη διατηρούμε σχέσεις, αλληλογραφούμε και τηλεφωνούμαστε. Έχουν να λένε ακόμη για μας, το ίδιο και εμείς.

Αυτά μένουν στη ζωή, όπως λέει και ένα τραγούδι «Όλα περνούν και χάνονται σαν τα λου­λούδια του Απρίλη και στη ζωή μας μένουν μόνο οι καλοί μας φίλοι «Ήμασταν αγαπημένοι Έλληνες και Γερμανοί. Εμείς δείξαμε άψογη διαγωγή γι’ αυτό και είμαι περήφανος που είμαι από την Καλλιπεύκη. Διότι οι Καλλιπευκιώτες όπου και αν βρισκόμαστε εντός και εκτός Ελλάδας, είμα­στε το παράδειγμα και προπαντός γλεντζέδες, φιλόξενοι και κοινωνικοί.

Το έτος 1961 αρχίσαμε πλέον να διασκορπίζουμε σε διάφορες δουλειές. Εγώ παίρνω απόφαση και έρχομαι στην Ελλάδα με άδεια για να παντρευτώ. Παίρνω γυναίκα από τη Λεπτοκαρυά και μέσα σ’ ένα χρόνο αρραβωνιάζομαι, παντρεύομαι και βγάζω χαρτιά για τη γυναίκα μου. Όταν ήρθα, ήρθα με δυο Γερμανούς

δασκάλους τον Ούβερ και το Γιόζεφ, τους φιλοξένησα στην Καλλιπεύκη και πήγαμε στον Όλυμπο με τα πόδια. Έμειναν πολύ ευχαριστημένοι. Τότε έφερα και μια ξυριστική μηχανή στον αστυνόμο Ρεντίνα Αναστάσιο, κατόπιν παραγγελίας, αλλά όταν το έμαθε ο τότε γραμματέας Μασούρας Αστ., δεν με εξυπηρετούσε για να βγάλω τα χαρτιά της γυναίκας μου. Αλλά τέλος καλό, όλα καλά. Όταν φτάσαμε με τους Γερμανούς στο χωριό, οι περισσότεροι δρόμοι ήταν αδιάβατοι και για να περάσει το αυ­τοκίνητο, ρίχναμε ξύλα μπλάνες ώσπου να φτάσουμε στο σπίτι μου. Το βράδυ βγήκαμε στο κα­φενείο του Μιχαντά και παρόλο που ήταν τέλος Αυγούστου και ο κόσμος είχε ακόμη αλώνια, το καφενείο γέμισε από χωριανούς για να δουν τους Γερμανούς. Μαζί μας καθόταν ο αστυνόμος και οι Γερμανοί φοβήθηκαν γιατί τους κοιτούσαν με περιέργεια. Τους εξήγησα ότι είναι οι πρώτοι Γερμανοί που έρχονται μετά τον πόλεμο και ο αστυνόμος μου είπε να τους πω να μη φοβούνται, διότι εδώ έχουμε ελεύθερη Ελλάδα. Και μετά από τις εξηγήσεις αυτές οι Γερμανοί πήραν θάρρος.

Το 1961 φύγαμε από αυτή την πόλη με ένα φίλο μου από τη Σκοτίνα, το Μήτσιο Πλεξίδα, και πήγαμε βόρεια στο Λιούμπεκ, 800 χιλιόμετρα από το Ουλμ και 60 από το Αμβούργο, το μεγαλύ­τερο λιμάνι της Γερμανίας. Αλλά και εδώ είχαμε μεγάλη ατυχία. Πέσαμε σε τυφώνα. Είχε πολύ αέρα, πολύ βροχή φούσκωσε η θάλασσα και έκανε μεγάλες καταστροφές σε λιμάνια και εργοστάσια. Δεν άφηνε τίποτε όρθιο. Ρεύμα δεν υπήρχε και οι σταθμοί, λιμάνια, αεροδρόμια κλπ., ήταν με λαμπάδες. Ξενοδοχεία δεν υπήρχαν γιατί τα ξεσκέπασε ο αέρας και οι άνθρωποι απαγορευόταν να κυκλοφορούν. Τη βγάλαμε δυο μερόνυχτα στο σιδηροδρομικό σταθμό με τη γυναίκα μου. Και μετά από τέτοιο κακό, πού να βρεις δουλειά; Τελικά, μετά από δύο μέρες, πιάσαμε δουλειά σ’ ένα μεγάλο εργοστάσιο όπου δούλευαν 30.000 εργάτες σε τρεις βάρδιες. Από τις τριάντα χιλιάδες, οι είκοσι εννιά χιλιάδες ήταν γυναίκες και μόνο 1.000 άνδρες, μηχανι­κοί, διευθυντές και λίγοι εργάτες, όπως εμείς. Από την πρώτη κιόλας μέρα εργασίας μας όρμη­σαν οι Γερμανίδες να μας φάνε, γιατί ήταν όλες χήρες από τον πόλεμο. Οι γυναίκες μας φοβή­θηκαν μη μας χάσουν και μας το είπαν καθαρά: «Ή πάμε στην παλιά πόλη ή γυρίζουμε στην Ελλά­δα». Ο φίλος μου που ήταν λίγο του «γλυκού νερού», μου είπε να διώξουμε τις γυναίκες στην Ελ­λάδα για να έχουμε «άσυλο». Εγώ διαφώνησα και πήγα να ψάξω δουλειά σε άλλο εργοστάσιο. Πήρα τη γυναίκα μου και πιάσα­με δουλειά σε εργοστάσιο που έφτιαχνε κονσέρβες, διότι είχε θάλασσα. Είχε επίσης εκεί εργοστάσιο αυτοκινήτων και βαμβακουργίας. Σ’ αυτό το χωριό είχαμε συμπληρώσει με τη γυναί­κα μου 6 μήνες και 6 μήνες είχα­με να μιλήσουμε ελληνικά, γιατί δεν βγήκαμε καθόλου έξω. Το χωριό λεγόταν Σχλούτοπ και απείχε από την Ανατολική Γερμα­νία 100 μέτρα. Εκεί ήταν η τελευταία στάση του λεωφορείου και μετά από 6 μήνες το πήρα για να πάω στην πόλη. Στην πόλη βρήκα ένα συμμαθητή μου από τους Γόννους. Ήταν ο Στέλιος Παζιάνας. Στην Κατοχή η οικογένεια μου και οι συγγενείς μας οι Μπουρνικάδες, μέναμε στους Γόννους και με το Στέλιο πηγαίναμε μαζί σχολείο και παίζαμε μπάλα στ’ αλώνια. Ήταν σε μικρότερη τάξη και τον φωνάζαμε ο Τσιλής ο Μαύρος ή ο Τσιλής της Αρχόντως. Τον κοιτάζω, λοιπόν, καλά στη στάση και τον φωνάζω: «Τσιλή Μαύρε, Τσιλή της Αρχόντως». Αυτός μόνο που δεν έπεσε κάτω από τον αιφνιδιασμό που του έκανα. Δε με γνώρισε αλλά κατόπιν του θύμισα τα παλιά και θυμήθηκε. Τον ρώτησα πώς βρέθηκε στη Γερμανία και μου είπε ότι σπούδαζε, αλλά έμπλεξε με μια Γερμανία και τα παράτησε. Αργότερα έμαθα ότι παντρεύτηκε. Εδώ αφού τακτοποιήθηκα από σπίτι και δουλειά, έφερα από την προηγούμενη πόλη το γαμπρό μου Γιάννη Πατούλια, την αδελφή μου Μαρία, τον αδελφό μου Γιάννη και το μακαρίτη πρώτο ξάδελφο μου Νίκο Μπουρονίκο, αδελφό τού Χρήστου. Κατόπιν έφερα από την Ελλάδα την αδελφή μου Βαγγελή. Μετά από ένα χρόνο περίπου, γέμισε και αυτό το χωριό από Καλλιπευκιώτες πάλι. Ήρθε ο Αντώνης Απ. Κατσιούλας, ο Γιάννης Μασούρας στο εργο­στάσιο αυτοκινήτων με σύμβαση.

Ήρθαν επίσης με σύμβαση τα αδέλφια Κώστας, Πέτρος και Δημήτριος Παπαστεργίου (Κόλιας), ο Κώστας Κανελλιάς της Νάσαινας της Μπανούσαινας. Τα γράφω με τα παρατσούκλια για να καταλαβαίνουν όσοι διαβάζουν. Κι εμείς έχουμε το ψευδώνυμο Καλαμητρώνης ή Γιαννούλας, ενώ λεγόμαστε Παπαδημητρίου.

Η θητεία μας στη Γερμανία κράτησε 7 χρόνια. Δουλεύαμε 16 ώρες την ημέρα, Σάββατα, Κυριακές, Χριστούγεννα και Πασχαλιά. Εργαζόμασταν υπερωρίες γιατί είχε πολύ δουλειά, οι Γερμανοί όμως εργάζονταν μόνο 8 ώρες. Κάναμε καλά μεροκάματα και το αφεντικό μας είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Εμείς ανοίγαμε και κλείναμε το εργοστάσιο, εμείς ήμασταν «αφεντικά». Όταν αποφασίσαμε να γυρίσουμε στη Λεπτοκαρυά, το αφεντικό στεναχωρήθηκε πολύ και μας είπε, αν καθίσουμε, θα μας βοηθήσει να βγάλουμε νταλίκα για να κάνουμε μεταφορές τα προϊόντα τα δικά του. Μας είπε και τούτο: «Καλά κάνετε και φεύγετε στην πατρίδα σας, γιατί κι εκεί θα προκόψετε, διότι είστε εργατικοί». Εγώ δούλευα στην κουζίνα και έφτιαχνα πάνω από 50 είδη κονσέρβας. Και όταν ερχόταν υγειονομικός έλεγχος, πάντα μας έδιναν συγχαρητήρια.

Το 1966 ανοίγουμε μια νέα σελίδα. Γυρίζουμε στην Ελλάδα, στη Λεπτοκαρυά και ανοίγουμε πρατήριο βενζίνης και εστιατόριο. Το μαγαζί που αγοράσαμε ήταν παρατημένο. Πελάτες δεν είχε καθόλου. Πρώτα ήρθα εγώ με τη γυναίκα μου και μαζί με την αγορά, παραλάβαμε και πολλά προβλήματα. Κατόπιν ήρθε και ο γαμπρός μου ο Γιάννης με την αδελφή μου και γίναμε τρεις οικογένειες μαζί με τους παππούδες.

Εδώ αρχίζουν πάλι τα δύσκολα. Δε βγάζαμε από το μαγαζί ούτε για φαγητό. Αποφασίζω τό­τε να φύγω μετανάστης για τον Καναδά. Γράφω στο εργοστάσιο στη Γερμανία και μου στέλνει έ­να δίπλωμα μάγειρα. Αφού πήρα το δίπλωμα είπα στον εαυτό μου ότι δεν το κουνάω από εδώ και θα δείξουμε όλοι τι αξίζουμε. Εμείς έχουμε γονίδιο Καλλιπευκιώτικο, καταγόμαστε από περήφανο χωριό και δεν πρέπει να το βάλουμε κάτω. Και πραγματικά, χωρίς να έχουμε ιδέα από μαγειρική, εστιατόρια και βενζινάδικα, μέσα σε δύο χρόνια σταθήκαμε στα πόδια μας, ορθώσαμε το μαγαζί με τον τρόπο μας, και κάναμε να μας αγαπήσουν και αυτοί που δεν ήθελαν να μας δουν, γιατί έλεγαν ότι τους πήραμε το «μάτι» του χωριού, δηλ. το καλύτερο μαγαζί.

Μέσα σε λίγα χρόνια κατορθώσαμε να μην προλαβαίνουμε για να φάμε από την πολύ και καθαρή δουλειά που κάναμε. Με τον αείμνηστο Γιάννη, φάγαμε σαράντα χρόνια γλυκό ψωμί. Είχαμέ ένα ταμείο, ένα έξοδο. Παραπάνω από μισή ζωή ήμασταν αλυσίδα. Δεθήκαμε σαν μια οι­κογένεια γι’ αυτό και προκόψαμε.

Όλη αυτή την ιστορία, τη χαρίζω σε όλους τους αγαπημέ­νους και άξιους Καλλιπευκιώτες, γιατί είναι ικανοί και το έ­δειξαν με το θάρρος τους και την παλικαριά τους. Εγώ σήμερα ζω στη Λεπτοκαρυά, και μετά από όλα αυτά που σας διηγήθηκα, είμαι με τέσσερα μπάι-μπας και ο αείμνηστος αδερφός Γιάννης Πατουλιάς, έφυγε από τη ζωή. Μας κόστισαν όλα αυτά με τη ζωή μας. Μετά την επέκταση της Εθνικής Οδού και το φράξιμο που μας έκαναν, η ζημιά στην επιχείρηση μας (εστιατόριο, ξε­νοδοχείο, βενζινάδικο), ανέρχεται στο 90%. Αλλά και πάλι λέμε «Δόξα το Θεό», αγαπητοί συ­μπατριώτες. Όπου φτάνει η «Ωραία Καλλιπεύκη» η εφημερίδα του Συλλόγου μας, διαβάστε και τη δική μας ιστορία.

Υστερόγραφο:

Στο τέλος αφήσαμε δύο αστείες ιστορίες, που μας διηγή­θηκε πάλι ο Δημήτρης Παπαδημητρίου. Ας τις απολαύσουμε:

Α. Κάποτε ήμασταν με το γαμπρό μου στη Γερμανία στο Λιούμπεκ, είχαμε αφήσει μούσια και γένια για ένα διάστημα. Αφού μεγάλωσαν τα γένια μας αρκετά, πήγαμε με το Γιάννη σε ένα εργοστάσιο όπου εργάζονταν και έμειναν πολλοί Έλληνες. Εκεί σταθήκαμε σαν αδιόριστοι παπάδες και περνούσαν πολλές γυναίκες για να μας δουν και να πάρουν την ευχή μας. Γονάτιζαν και μας φιλούσαν τα χέρια. Ο καλαμπουρτζής ο Γιάννης, κάθε φορά που του φιλούσαν το χέρι, έλεγε: «Την ευχή μου να έχετε τέκνα μου». Εμείς δεν μπορούσαμε να συγκρατηθούμε από τα γέλια.

Β. Περίπου το φθινόπωρο του 1990 είχαμε πάει εκδρομή με λε­ωφορείο από τη Λεπτοκαρυά στη Βουλγαρία για τρεις μέρες. Την πρώτη βραδιά κοιμηθήκαμε στο ξενοδοχείο «Ευρώπη» και μια δραχμή Ελληνική αντιστοιχούσε με 9 Βουλγαρικά λέβα. Βγήκαμε έξω να ψωνίσουμε και επειδή ήταν πολύ φθηνά αγοράσαμε πολλά πράγματα, αλλά ένα ζευγάρι ηλικιωμένων από το διπλανό δωμάτιο ψώνισε περισσότερα πράγματα και την άλλη μέρα θα φεύγαμε για τη Φιλιππούπολη, την παλιά ελληνική πόλη. Ο γέρος με τη γριά προσπαθούσαν να βολέψουν τα πράγματα τους στη βαλίτσα, αλλά αυτή δε χωρούσε και δεν έκλεινε.

Για μια στιγμή ακούω τον παππού να λέει στη γριά: «Κατέβα εσύ να ανέβω εγώ», εννοούσε πάνω στη βαλίτσα. Μετά λέει η γριά στον παππού «κατέβα εσύ να ανέβω εγώ γιατί εσύ δεν μπορείς». Συνάμα η πόρτα του δωματίου ήταν λίγο ανοιχτή και ακουγόταν καθαρά τι έλεγαν, αλλά εμείς δεν βλέπαμε τι γινόταν μέσα.

011 G germanos

Αύγουστος 61 με τον γερμανό στην «Τρανή»

Αυτό επαναλαμβανόταν για αρκετή ώρα. Τότε λέω στη γυναίκα μου: «Εμείς βρε γυναίκα, είμαστε πολύ πιο νέοι και ούτε ένα βράδυ δεν κάναμε τίποτα. Για να δω, τι συμβαίνει εκεί μέσα;…».

Αφού κοίταξα κιλά, βλέπω ότι δεν μπορούσαν να κλείσουν τη βαλίτσα οι παππούδες και έβαλα τα γέλια. Με ρωτούσε η γυναίκα μου τι είδα και όταν της εξήγησα, το έβαλε κι αυτή στα γέλια. Αυτό το περιστατικό στη Βουλγαρία μου έμεινε αξέχαστο».

Αγαπητέ Δημήτρη, σε ευχαριστούμε πολύ για όσα μας έγρα­ψες. Πραγματικά είναι μεγάλη και σπουδαία η ιστορία σου. 

Λίγα πράγματα γνωρίζουμε για σας που ξενιτευτήκατε και περάσατε τόσα πολλά. Με τα όσα εξιστορείς εδώ, γνωρίζουμε το παρελθόν αλλά κυρίως τη ζωή των ξενιτεμένων μας, που δεν ή­ταν απλή, αλλά πολύ ταραχώδης και γεμάτη περιπέτειες.

Σου ευχόμαστε να είσαι πάντα καλά με την οικογένεια σου, να ανταμώνουμε και να τα λέμε.

Εμείς θα περιμένουμε και άλλοι χωριανοί να μας γράψουν και να μας διηγηθούν τη δική τους ιστορία και περιπέτεια. Δεν είναι ντροπή να λες όσα πέρασες στη ζωή, καλά και άσχημα αλλά πρέπει να είστε υπερήφανοι όλοι οι ξενιτεμένοι γιατί τολμήσατε να φύγετε σε μια εποχή, που ούτε γράμματα ξέρατε ούτε είχατε πάει κανείς σας πιο πέρα από το χωριό μας.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Από δίμηνο σε δίμηνο

Σχολιάζει ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Τηλ.: 2331020867 & 6972446533 – kallipefki@site.gr   

ΤΟ ΑΔΙΑΧΩΡΗΤΟ ΣΕ ΔΥΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΦΗΓΗΣΗΣ
Η «έκρηξη» των παραμυθιών
Τα παραμύθια δεν είναι πλέον παιδική υπόθεση. «Πουλάνε» εντυπωσιακά. Μάρτυρες δύο καλοκαιρινά φεστιβάλ
Τα παραπάνω είναι τίτλος, υπέρτιτλος και υπότιτλος από ΤΑ ΝΕΑ, 24/08/2005, ένθετο ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ – ΘΕΜΑΤΑ σε δισέλιδο άρθρο της ΧΑΡΗΣ ΠΟΝΤΙΔΑ, που αναφέρεται στη «Γιορτή Παραμυθιών Κέας» και στο «2ο Φεστιβάλ Αφήγησης Κάτω Ολύμπου» και σίγουρα δεν είναι μόνο αυτά που γράφτηκαν για τα «παραμύθια».

Για… φωτεινούς ταξιδιώτες, ήταν ο τίτλος άρθρου στο «ΕΘΝΟΣ» 24-25/12/05 με προορισμό την άνω Σκοτίνα και τον ξενώνα «Συντρινάνη» και με αναφορές στην Καλλιπεύκη και στον ξενώνα «Ασκουρίς», το οποίο φιλοξένησε και μια φωτογραφία του χωριού μας με χιόνια και στο βάθος η «Μεταμόρφωση».

024 skotina

Δήμος Γόννων: Τη δική του ιστοσελίδα στο διαδίκτυο  απέκτησε ο Δήμος μας (www.gonnoi-dimos.gr) με πολλές και διάφορες πληροφορίες για την περιοχή, τις δραστηριότητες και την πολιτιστική κίνηση, με λίγες πληροφορίες για την Καλλιπεύκη, χωρίς σύνδεση με το ΜΕΣΑΚ «Η ΠΑΤΩΜΕΝΗ», γιατί;

 027 gonoi

Κοινότητα Καρυάς: Τη δική της ιστοσελίδα στο διαδίκτυο απέκτησε και η γειτονική μας κοινότητα Καρυάς (www.koinotita-karias.gr) με πολλές και διάφορες πληροφορίες για την περιοχή, τις δραστηριότητες, την πολιτιστική κίνηση, τον Όλυμπο κλπ και μάλιστα και στην αγγλική γλώσσα.

025 karia

Καλλιπεύκη: Πόσα χρόνια είναι σ’ αυτή την κατάσταση η πινακίδα στην είσοδο του χωριού; Μήπως παραμένει έτσι για να μην απογοητεύει περαστικούς και ταξιδιώτες δίνοντας μια πρώτη εντύπωση;

028 epigrafil

Ανάμεσα στην Πόλη και στο Γαλατά: Είναι ο μουσικός δίσκος (CD) του Συλλόγου Δασκιωτών Βέροιας (τηλ.: 2331021066) με τραγούδια της περιοχής των, που μοιάζουν με τα δικά μας και μάλιστα πολύ. Μια καλή προσπάθεια, που αν η πρόταση του προέδρου μας Θ. Τσιαπλέ, έχει απήχηση θα έχουμε και εμείς σύντομα δικό μας μουσικό δίσκο, με μουσικούς και τραγουδιστές πατριώτισσες και πατριώτες.

029 cd

«Το σπίτι του παραμυθά»: Στις 18 Ιουνίου 2005, ημέρα του 2ου Φεστιβάλ Αφήγησης Κάτω Ολύμπου, ο δήμαρχός μας, δεσμεύτηκε και μάλιστα με ενθουσιασμό, ενώπιον όλων των παρόντων, στο χώρο της κατασκήνωσης των προσκόπων και ιδιαίτερα του προέδρου του παιδαγωγικού Τμήματος του πανεπιστημίου Θεσσαλίας, κ. Αναγνωστοπούλου Βασίλη, πως σύντομα η πρόταση του πανεπιστημίου για το «ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΑ» στην Καλλιπεύκη θα γίνει πράξη. Από τότε πέρασαν έξι μήνες και τίποτε δεν ακούστηκε ακόμη. Απ’ όσο γνωρίζω, το θέμα δεν συζητήθηκε ακόμη στο Δημοτικό Συμβούλιο. Τι γίνεται κ. Δήμαρχε; Το χωριό μας θα χάσει και αυτή την ευκαιρία ή όχι; Θα παρακαλούσα για γραπτή απάντηση, η οποία, με ευθύνη του Δ.Σ. του ΜΕΣΑΚ «Η ΠΑΤΩΜΕΝΗ», να δημοσιευθεί στο επόμενο φύλλο της εφημερίδας μας «Η ΩΡΑΙΑ ΚΑΛΛΙΠΕΥΚΗ».

Βραστεροί «Γίγαντες»; Σας μεταφέρω αυτούσιο το διάλογο μεταξύ ηλικιωμένου πατριώτη μας και του πατέρα Βησσαρίωνα, που έγινε στην πλατεία του χωριού, πριν και κατά τη στιγμή, που πρόσφερε στον πατέρα Βησσαρίωνα, δυο «βρασιές» φασόλια γίγαντες, εκφράζοντας έτσι την ικανοποίησή του για την άφιξη του στο χωριό:

«Θα είσαι εδώ;»
«Ναι εδώ θα είμαι»
Φεύγει λοιπόν ο Μπάρμπα – Χρήστος και σε μερικά λεπτά ξαναγυρίζει με μια σακουλίτσα στο χέρι.
«Παπά μου, αυτά είναι για σένα. Είναι φασόλια γίγαντες. Άμα βράσουν, κράτησέ τα. Άμα δεν βράσουν, φέρ’ τα πίσω»…
Είχε και ο ίδιος φαίνεται τις αμφιβολίες του. Το χωριό μας, όπως ξέρετε, φημίζεται για τα φασόλια και όχι για τους «γίγαντες»…

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

EMAILS – Μηνύματα που λάβαμε στην ηλεκτρονική μας διεύθυνση

Emails, μηνύματα που λάβαμε στην ηλεκτρονική μας διεύθυνση kallipefki@site.gr

«Διαβάζει» – σχολιάζει ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου

 

Από την Εύη Γεροκώστα, Αθήνα

Αγαπητοί φίλοι,

Συγχαρητήρια και γι αυτή την πρωτοβουλία σας (αποστολή βίντεο από το 2ο Φεστιβάλ Αφήγησης). Κάθε επικοινωνία μαζί σας και μια έκπληξη. Καλό Φθινόπωρο σε όλους και καλή δύναμη.

 

Από την Βούλα Καραγιάννη – Townley, Αγγλία

Θα ήθελα να εκφράσω τα θερμά μου συγχαρητήρια για την ιστοσελίδα σας, μέσα απ’ την οποία σας νιώθουμε κοντά μας κι ας είμαστε μακριά. Είναι πραγματικά υπέροχο να μπορώ να θαυμάζω το υπέροχο χωριό μου και να διαβάζω με ενδιαφέρον τα όσα συμβαίνουν εκεί. Ο σύζυγός μου John, βρήκε αρκετά από τα άρθρα θαυμάσια (του τα μετέφραζα). Θερμά συγχαρητήρια. Σας ευχαριστούμε.

Μένω στην Αγγλία όπου και εργάζομαι. Ο πατέρας μου κατάγεται από την Καλλιπεύκη, ονομάζεται Νικόλαος Μασούρας του Αστερίου (γιος του Νικολάου). Θερμές ευχές.

 

Από τη Ευαγγελία Λαμπρέλη, Βρυξέλλες

Έλαβα την εφημερίδα την «Ωραία Καλλιπεύκη» και όλες οι ευωδιές του Ολύμπου μπήκαν στην καρδιά μου. Να είστε πάντα καλά.

 

Από τον Γουγουλιά Χρήστο, Λάρισα

Τελικά το χωριό μας είναι απίστευτο!!! Αν μπορείτε βάλτε κι άλλες φωτογραφίες, αν κι αυτές που έχετε είναι καταπληκτικές…

 

Από την Ευαγγελία Λαμπρέλη, Βρυξέλες  

Μου άρεσε το ημερολόγιο! Οι φωτογραφίες υπερεπαγγελματικές! Ο σχεδιασμός εξαιρετικός! Οι ποικίλες πληροφορίες (και μάλιστα σε τρεις ξένες γλώσσες) πάρα πολύ εύστοχες! Ακόμη και το εορτολόγιο πάρα πολύ χρήσιμο (ιδίως για μας τους ξενιτεμένους). Θαυμάσια δουλειά! Καλύτερη δεν θα μπορούσε να γίνει!

Σας ευχαριστώ θερμά.

 

Τις θερμές μας ευχαριστίες σε όλους.

Σας περιμένουμε και πάλι μετά τη «δημοσίευση» της εφημερίδας μας στο δια- δίκτυο και περιμένουμε και άλλους… Μέσα από αυτό (το διαδίκτυο) ο κόσμος (ο τόπος και ο χρόνος) είναι πολύ μικρός!!!   

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Οι τελευταίοι των παραδοσιακών κτηνοτρόφων 

Τα χρόνια περνούν και οι εποχές αλλάζουν σε όλα τα πράγματα. Το ίδιο και στην κτηνοτροφία. Οι παλαιοί παραδοσιακοί τσοπάνοι που έμεναν στο ύπαιθρο σε πρόχειρες καλύβες από σάλομα, σχεδόν εξαφανίστηκαν. Τα γαϊδουράκια με τους κρεμασμένους ματαράδες, τα τροβάδια, τα καρδάρια και τα πανωσάμαρα μαλλιότα, έχουν γίνει και αυτά εικόνα του παρελθόντος. Όμως, παρόλο που όλα έχουν αλλάξει και οι κτηνοτρόφοι μας έχουν πλέον καινούργιες συνήθειες και συστήματα, εντούτοις, μερικοί επιμένουν να ζουν όπως τον παλιό καλό καιρό, «αγνοώντας την πρόοδο» του σημερινού κόσμου και πηγαίνοντας κόντρα στον «πολιτισμό». Τέτοιοι είναι και δυο Καλλιπευκιώτες, τα αδέρφια Ιωάννης και Κων/νος Μπουρονίκος του Αστερίου, που ακόμη αντέχουν στο χρόνο και θέλουν να πηγαίνουν κόντρα στις αλλαγές. Ο Γιάννης γεννήθηκε το 1928 και σήμερα, 2006, είναι 78 χρόνων. Ο Κώστας, ο Κουτσιαρής, όπως τον ξέρουν οι μεγάλοι, είναι γεννημένος το 1930 και μπήκε φέτος στα 76 του. Αν και γέρασαν στην «πατλιά», εντούτοις τα κότσια τους το λένε ακόμη και δεν ξέρουν ως σήμερα τι θα πει φάρμακο και γιατρός. Σαν τα αγρίμια ακολουθούν τα γίδια τους και δεν καταλαβαίνουν από κούραση. Αυτούς, λοιπόν, τους τελευταίους από τους παραδοσιακούς κτηνοτρόφους της Καλλιπεύκης, τους επισκεφτήκαμε το περασμένο καλοκαίρι στη Δουριανή όπου έβοσκαν τα γίδια τους (20-8-2005). Μπήκαμε στην πρόχειρη καλύβα τους που ήταν φτιαγμένη από νάυλον και κλαδιά. Για στρώμα τους είχαν δυο χάρτινες σακούλες και ένα παλιό κλεφτοφάναρο κρεμόταν από μια φούρκα που τους έφεγγε το βράδυ. Όλα ταπεινά και μαζί «πολύ πλούσια» γι’ αυτούς. Μαλλιότα δεν είδαμε γιατί τα τελευταία που είχαν, έλιωσαν και ξεσχίστηκαν από τις ζίγρες και καινούρια δεν «βγάζει το εργοστάσιο».

008 kthnotrofoi1 007 kthnotrofoi2

Σε λίγο το κοπάδι της γδούρας φάνηκε πάνω στο Πετρωτό και ακούστηκαν «χουϊάγματα». Ο ήλιος είχε βασιλέψει πίσω από τις κορυφές της Αγίας Τριάδας και οι σκιές από τα πιξάρια και τις καστανιές είχαν χαθεί και αυτές. Οι δυο μας φίλοι σε  λίγο θα οδηγούσαν τα ζωντανά στο γρέκι για άρμεγμα. Θα τους βοηθούσαν τα παιδιά τους, ο Στέργιος και ο Γιάννης. Σ’ αυτό το μεσοδιάστημα συναντηθήκαμε σ’ ένα μικρό ξέφωτο και μπορέσαμε να πούμε πολλά πράγματα, τόσο για το παρελθόν, όσο και για το σήμερα. Μας άνοιξαν την καρδιά τους και άρχισαν την κουβέντα. Λαλίστατος ο μπαρμπα-Γιάννης, καλός και ο μπαρμπα-Κώστας ο οποίος άφησε στον μεγαλύτερο αδερφό (από σεβασμό) να κάνει την αρχή.

«Γεννήθηκα το 1928, παντρεύτηκα το 1959 με τη Νίτσα Δουλαπτσή, αποκτήσαμε δυο παιδιά αλλά πριν λίγα χρόνια την έχασα τη μακαρίτισσα. Από 16 χρονώ είμαι στα γίδια αλλά μεγάλο κοπάδι κάναμε από το 1950. Το μαντρί το είχαμε και το έχουμε ακόμη στη Γκανή. Εδώ στη Δουριανή βγαίνουμε τα καλοκαίρια. Θυμάμαι ότι μεγάλοι τσελιγκάδες ήταν τότε ο Στέργιος ο Μιχαήλ (ο παππούς ο Γιργουλής), όπως τον ξέρουν όλοι, ο Νάσιος ο Μαντάς, τα αδέρφια Γεώργιος και Κανάκης Καστόρης, ο Αγοραστός Καραμπατής και άλλοι. Πήγα στο σχολείο μόνο τρεις τάξεις και δάσκαλο είχαμε τον Λαφαζάνη. Θυμάμαι ότι πήγαινα μαζί με τον Βαγγέλη Γκαμπούρα και τον Ζαφείρη Αντωνίου που χάθηκε στο Γράμμο με την παλιοκατάσταση. Πιστεύω πολύ στο Θεό και την Παναγία. Μεγάλο τ’ Όνομά τ’.

Τα παλιά τα χρόνια έβγαιναν και φαντάγματα. Μία χρονιά, εκεί στη Λάκα του Πασχάλη είχαμε τα γίδια. Στο κοπάδι μας είχε δυο γίδες και ο πατέρας του Γιώργου του Γιαννούλα. Μία μέρα είχε γεννήσει η μία και πήγαμε να την βρούμε με τον πατέρα του Γιώργου. Εκεί χτυπούσε ένας θόρυβος σαν δερμάτι. Φοβηθήκαμε και φύγαμε. Ήταν δαιμονικά. Σ’ αυτό ακριβώς το μέρος, δίπλα σε ένα ελάτι, ο Γιάννης ο Τσιάτσιος είχε βρει έναν σκοτωμένο και φαίνεται έβγαινε το φάνταγμά του. Άλλη μια φορά πήγαινα στις Βρύσες για τα γίδια. Όταν έφτασα κοντά στα Γεφυρούλια, αριστερά πάνω στη βρύση του Ντούλη, σηκώθηκε ένα φως. Ήταν φλόγα που σηκώνονταν επάνω. Τι να ήταν άραγε; Κι άλλη φορά πήγαινα στα γίδια και περνούσα μέσα από το Βάλτο. Βγήκε τότε κάτι σαν φωτιά, χώθηκε μέσα στο Βάλτο και κατέβηκε ως το Λαγούμι. Αλλά και εκεί στη Βρύση Τρανή, πίσω από το σπίτι μας στο χωριό, στην αστρέχα του Γιαννούλα έβγαινε ένα φάνταγμα, ένας άνδρας στα άσπρα ντυμένος. Εκεί λένε είχε σκοτωθεί κάποιος στο δεύτερο αντάρτικο. Αυτό το φάνταγμα το είδε και ο μακαρίτης ο Τσέλιος ο Δούκας όταν αρραβωνιαζόταν ο Γιάννης ο Πατούλιας με τη Μαρία του Ζαφείρη του Παπαδημητρίου που είχαν το σπίτι ακριβώς πάνω από τη βρύση. Ο μπαρμπα-Τσέλιος πήγαινε να ταΐσει τα πράματα γιατί αυτοί ήταν στον αρραβώνα και μόλις το είδε το χτύπησε και αυτό πέταξε φωτιές. Τότε φοβήθηκε, γύρισε πίσω και πήγε πάνω από τους Γκαβουτσκάδες. Το ίδιο φάνταγμα το είδε και ο Μήτσιος ο Μαυροντήμος. Ακόμα έβγαινε φάνταγμα και δω απέναντι στου Ρακούπ σαν φωτιά».

Έβγαινε κάθε Σάββατο, μολογούσε ο Γιάννης ο Τσιάτσιος, συμπλήρωσε και ο μπαρμπα-Κώστας ο οποίος πήρε στη συνέχεια το λόγο και είπε. «Εγώ γεννήθηκα το 1930, παντρεύτηκα με τη Μαρία Μιχαντά και έχουμε τρία παιδιά. Από την κόρη μου την Αγγέλα που πήρε το Στέργιο το Μιχαήλ, έχω και τρία εγγόνια (σήμερα τέσσερα). Στα γίδια είμαι από το 1953 περίπου και μια ζωή είμαστε μαζί με τον αδερφό μου. Εδώ στη Δουριανή, λίγο παραπέρα και κάτω όπως βλέπουμε τη θάλασσα, είναι το Γκουντρουσιώτικο. Όπως μολογούσε ο Γιάννης ο Μητσέλας (Μητσόπουλος Ιωάννης), σ’ αυτό το μέρος ήταν χωριό. Αλλά έπεσε η κακιά αρρώστια της πανούκλας και οι άνθρωποι έφυγαν και ζήτησαν να καθίσουν στη Σκοτίνα και στη Λεπτοκαρυά αλλά εκεί δεν τους δέχτηκαν και ήρθαν στο δικό μας το χωριό. Οι δικοί μας τους δέχτηκαν και γι’ αυτό δικαιούμασταν το μέρος ως τη θάλασσα. Μετά, όμως, το 1950 μας το πήραν ως τη Ζλιάνα εκεί που σμίγουν τα ρέματα. Η Σκοτίνα ήθελε να μας φέρει τα σύνορα ως εδώ πάνω τη Δουριανή αλλά οι Ζιριώτες (Καλλιπευκιώτες) έβαλαν μάρτυρες έναν από τη Λεπτοκαρυά και έναν Πατσιαβούρα από τους Γόννους νομίζω. Ο δικαστής ήρθε να δικάσει εδώ επί τόπου και οι μάρτυρες είπαν ότι τα μέρη αυτά τα νοίκιαζαν από την Καλλιπεύκη με συμβόλαια φτιαγμένα στη Ραψάνη για να βοσκούν τα κοπάδια τους. Την ημέρα που γινόταν το δικαστήριο χτυπούσαν οι καμπάνες και όλο το χωριό κατέβηκε εδώ κάτω.

Αν και τα χρόνια πέρασαν και γεράσαμε, δεν μας κάνει η καρδιά να πουλήσουμε το κοπάδι. Είμαστε ευχαριστημένοι από τη ζωή που κάναμε. Είναι αλήθεια ότι κουραστήκαμε μια ζωή και πρέπει να τα δώσουμε, αλλά η ψυχή δεν θέλει, πονάει η καρδιά μας. Θα συνεχίσουμε και όσο αντέξουμε…».

Αυτά και άλλα πολλά μας είπαν οι δυο καλοί φίλοι και συγχωριανοί, οι τελευταίοι των παραδοσιακών κτηνοτρόφων. Μαζί τους η κουβέντα ήταν απολαυστική. Εντύπωση μας έκανε το δυνατό μνημονικό τους. Θυμούνταν πολλά γεγονότα και πρόσωπα. Μαζί τους ούτε ραδιόφωνα έχουν, ούτε ρολόγια. Και όμως, πολλά γνωρίζουν και για τα σημερινά πράγματα. Το μυαλό τους είναι πεντακάθαρο παρά το περασμένο της ηλικίας τους. Το σώμα τους υγιέστατο, αδύνατοι και ασκητικοί. Δεν ξέρουν από μπάνια και περιποιήσεις. Η απλή και ασκητική ζωή τούς ικανοποιεί. Κι έτσι, μακριά από τον κόσμο, δεν γνωρίζουν από μίσος και έχθρες. Έχουν αγαθή ψυχή και από το στόμα τους, αν και είναι αγράμματοι, πολλές σοφές κουβέντες θ’ ακούσεις, αλλά και ιστορικά γεγονότα θα μάθεις. Πολλά μας είπαν αλλά σε ένα θα σταθούμε. Και ο κάθε αναγνώστης ας το πάρει και ας το εξηγήσει όπως θέλει. Ρωτήσαμε τον μπαρμπα-Γιάννη να μας πει πώς φαντάζεται το Θεό. Τι είναι ο Θεός. Και αυτός, αφού πρώτα κοίταξε τον ουρανό, μας απάντησε. «Τι να είνι η Θι-ός; Πέτρις κι χώματα πρέπ’ να είνι! Αφού, λέν’, πήγαν ικεί σιαπάν’ κι τα είδαν». Και εννοούσε φυσικά το φεγγάρι. 

Ο Θεός να σας χαρίζει χρόνια και υγεία αγαπητοί συμπατριώτες και ευχαριστούμε για όσα μας είπατε. Μείνετε εκεί μαζί στο μετερίζι όσο ο Θεός σας το επιτρέψει και αφήστε εμάς τους «πολιτισμένους» να πορευόμαστε όπως πορευόμαστε. Πάντως εσείς, είστε σίγουρα, πολύ πιο ευτυχισμένοι από εμάς…

Υ. Γ.  Στους τελευταίους παραδοσιακούς ανήκει και ο Λιόβας Αστέριος 76 ετών σήμερα και κατοικεί μόνιμα στη Σβάρνα όπου και βρίσκεται το μαντρί των ανιψιών του Τριαντάφυλλου και Αθανασίου Μιχαντά. Είναι άνθρωπος με ειδικές ανάγκες (πάσχει στα πάνω και κάτω άκρα) αλλά «καταφέρνει» ακόμη να ακολουθεί το κοπάδι με τα αγελάδια. Ζει και αυτός την ίδια ασκητική ζωή με τους προηγούμενους, αλλά γι’ αυτόν ίσως γράψουμε άλλη φορά.     Ζ. Κ.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Πρόγραμμα διάσωσης του αρκουδοπούρναρου

Επιχείρηση διάσωσης του αρκουδοπούρνα­ρου στην Γκουνταμάνη, γνωστό ως γκι στους περισσότερους, μέσω του προγράμματος «life – φύ­ση». Το πρόγραμμα αυτό αφορά το χωριό μας, αλλά και τα γειτονικά χωριά Κάρυα, Αμπελώνα, στα σύνορα των περιο­χών αυτών, όπου υπάρχουν αμιγείς εκτάσεις αρκουδοπούρναρου.

Ήταν ιδέα του Δασάρχη Λάρισας κ. Γιώργου Παράσχου, για τη σωτηρία και επέκταση αυτού του δάσους και η οποία άρχισε όπως φαίνεται να υλοποιείται.

Σύμφωνα με μαρτυρίες και συγκεκριμένα του Νικολάου Μασούρα, ο οποίος μεγάλωσε στην Γκουνταμάνη, η έκταση που κάλυπτε το δάσος του αρκουδοπούρναρου ήταν πολύ μεγαλύτερη, αλλά καταστράφηκε (κάηκε) το 1940 στον εμφύλιο πόλεμο. Τα αρκουδοπούοναρα ήταν τόσο μεγάλά που ξεπερνούσαν ακόμη και τα έλατα.
Η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λάρισας δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για το πρόγραμμα, το οποίο θα έχει τριετή διάρκεια και θα ξεκινήσει τον Ιούλιο.
Μάλιστα αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα και τη μοναδικότητα του δάσους του αρκουδοπούρναρου στο χωριό μας, η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λάρισας με την επιστημονική συμβουλή του Μουσείου Γουλανδρή – Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων – Υγροτόπων, τη συνεργασία των δασικών υπηρεσιών, αλλά και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, εργάζεται για την προστασία αυτού του δάσους αλλά και την επέκταση του.
Ο ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και συνεργάτης του Μουσείου Γουλανδρή κ. Σπύρος Ντάφης, όσο και η Κατερίνα Μπόλη, που εργάζεται στο Ε.Κ.Β.Υ., υποστηρίζουν ότι η το­πική κοινωνία είναι έτοιμη και ώριμη να προστατεύσει και να αναδείξει τη φυσική κληρονομιά της, αλλά και να διαφυλάξει το δάσος του αρκουδοπούρναρου το μοναδικό αμιγές στην Ελλάδα.
Η ύπαρξη του μοναδικού δασικού οικοσυστήματος στην Ελ­λάδα καθιστούν την περιοχή ξεχωριστή, όπως υποστηρίζουν ο κ. Ντάφης και η κ. Μπόλη.
Το αρκουδοπούρναρο είναι μικρό δέντρο, με στιλπνά πράσινα φύλλα και σφαιρικούς κόκκινους καρπούς, είναι γνωστό σε όλους μας ως διακοσμητικό φυτό και στολίδι των Χριστουγέννων.

Τους αρχαίους χρόνους, σύμφωνα με τον Πυθαγόρα το αρκουδοπούρναρο έφερνε γούρι, έδιωχνε τα μάγια, το κάψιμο στον κήπο έδιωχνε τα φαντάσματα, επίσης έφερε ευτυχία στα νεόνυμφα ζευγάρια.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ: Γιώργος Γκουγκουλιάς – Ένα νέο αστέρι ανατέλλει… 

Το ποδόσφαιρο είναι το πιο δημοφιλές άθλημα σε όλο τον κόσμο γι’ αυτό μαγνητίζει μικρούς και μεγάλους. Το ίδιο συμβαίνει και στην πατρίδα μας. Το ίδιο συμβαίνει και με πολλά Καλλιπευκιωτόπουλα που μπαίνουν στο ποδόσφαιρο και ονειρεύονται το μέλλον. Μέχρι τώρα, όμως, δεν το κατόρθωσε κανένας. Στις δεκαετίες του 1960 και ΄70 πολλά παιδιά του χωριού μας ήταν πραγματικά ταλέντα, αλλά από την ανέχεια και τις δύσκολες καταστάσεις δεν μπόρεσαν να πάνε κάπου για να διακριθούν. Πρώτο λόγο είχε η επιβίωση. Σήμερα τα πράγματα άλλαξαν και οι νέοι έχουν περισσότερες ευκαιρίες, αρκεί να έχουν θέληση, υπομονή και επιμονή. Και όλα αυτά φαίνεται πως τα έχει ένα νέο Καλλιπευκιωτόπουλο στις μέρες μας. Πρόκειται για το γιο του Ζήση Γκουγκουλιά (Τέγα), τον Γιώργο, που εδώ και δυο, τρία χρόνια περίπου, είναι παίχτης στη γνωστή σε όλους ποδοσφαιρική και ιστορική ομάδα της Θεσσαλονίκης, τον Άρη. Φέτος ο Άρης αγωνίζεται στη Β΄ Εθνική και κάνει προσπάθεια για να ξαναγυρίσει στη μεγάλη κατηγορία. Πολλά περιμένει από τα νέα παιδιά που παίζουν και ιδιαίτερα από το δικό μας Καλλιπευκιωτόπουλο, τον Γιώργο Γκουγκουλιά, που τον τελευταίο καιρό είναι σε φόρμα, σκοράρει σχεδόν σε κάθε αγώνα και το όνομά του έγινε γνωστό σε όλη την Ελλάδα. Τη Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2005, στον αγώνα Άρη Καστοριάς, το μοναδικό τέρμα το πέτυχε στις καθυστερήσεις ο Γιώργος ο οποίος μπήκε σαν αλλαγή και πανηγύρισε πολύ έντονα. Το γκολ το αφιέρωσε στον αδικοχαμένο αδερφό του Βαλάντη και στη μικρή του κόρη που δεν πρόλαβε να χαρεί. Τον τελευταίο καιρό, οι αθλητικές εφημερίδες εγκωμιάζουν το ταλέντο του και όλοι βλέπουν ένα νέο αστέρι να ανατέλλει στο χώρο του ποδοσφαίρου.
Αγαπητέ μας Γιωργάκη, πολύ χαιρόμαστε που ακούμε και βλέπουμε την προκοπή σου και τις επιτυχίες σου στο ποδόσφαιρο. Μας έκανες όλους περήφανους τους συμπατριώτες σου. Να είσαι κι εσύ περήφανος γι’ αυτό που είσαι και ευχόμαστε μέσα από την καρδιά μας να φτάσεις πολύ ψηλότερα. Νομίζουμε πως το αξίζεις, γιατί με την υπομονή και τη σκληρή δουλειά όλα μπορούμε να τα πετύχουμε.
Αγαπητέ Ζήση, να χαίρεστε το λεβέντη σας και ευχόμαστε από καρδιάς, όλα να του πάνε καλά και πάντα χαρές να σας χαρίζει.

α) Για όσους δεν γνωρίζουν, ο Γιώργος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Γερμανία όπου πήρε  και τις σωστές βάσεις για το ποδόσφαιρο.
β) Οι φωτογραφίες που δημοσιεύονται είναι από αθλητική εφημερίδα της Θεσσαλονίκης.
γ) Ο Γιώργος αγωνίζεται με τον αριθμό 29 στη φανέλα του, όσα και τα χρόνια του αδικοχαμένου αδερφού του Βαλάντη.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ