ΕΝΑΣ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΣ ΘΥΜΑΤΑΙ
Επιμέλεια: Ζήσης Κατσιούλας
Ο Γιάννης Μαντάς του Κων/νου ή Ντάπος ήταν από τους πρώτους Καλλιπευκιώτες που πήρε το δρόμο της ξενιτιάς μετά τον πόλεμο. Ας παρακολουθήσουμε τον ίδιο να μας λέει πώς περιπλανήθηκε στην ξενιτιά τα πρώτα χρόνια.
«Αποφασίσαμε να φύγουμε για τον Καναδά το 1956. Έφυγα από το χωριό στις 9 Μαρτίου 1956 μαζί με άλλους Καλλιπευκιώτες. Δημήτριο Ζαφείρη (Καψάλη), Ζήση Καστόρη, Γιάννη Μουστακά, Θανάση Κυλινδρή και άλλους.
Είχαμε συγκεντρωθεί κάτω στο σπίτι του Γκρίζια και του Κολώνα. Εκεί είχε μαζευτεί όλο το χωριό για να μας ξεπροβοδίσει. Οι περισσότεροι έκλαιγαν όταν φεύγαμε.
Πήγαμε στον Πειραιά, μπήκαμε σ’ ένα ελληνικό καράβι με ιταλικό πλήρωμα και ξεκινήσαμε. Μετά από λίγες μέρες φτάσαμε στα νησιά Αζόρες απ’ όπου πήραμε καμιά 400 Πορτογάλους και από εκεί πήγαμε για το Χάλιφαξ του Καναδά. Κάναμε να φτάσουμε 13 μέρες.
Μόλις φτάσαμε εκεί, οι υπεύθυνοι της κυβέρνησης μας φώναξαν και μας έδωσαν από 13 δολάρια σαν πρώτο χαρτζιλίκι. Είχαμε και 13 δικά μας και λέγαμε ότι ήμασταν ματσωμένοι…με 26 δολάρια.
Εκεί μας μοίρασαν και ο καθένας τράβηξε για τον προορισμό του. Ο Γκαμπούρας ο Βαγγέλης πήγε στο Γουίντσορ, άλλοι στο Βανκούβερ, στο Τορόντο κλπ. Εγώ πήγα στο Γούνιπεκ βόρεια μαζί με τον Θανάση Γκουντουβά. Εκεί καθίσαμε άνεργοι για δύο βδομάδες αλλά μας τάιζαν καλά. Κατόπιν ήρθε κάποιος και μας είπε να πάμε για δουλειά, να ξεκοπρίζουμε στάβλους με γελάδια. Κάποιος, όμως, μας είπε να μην πάμε εκεί γιατί είχε πολλή και σκληρή δουλειά. (Κάθε γελάδα μια γαλίκα βουνούσε).
Σ’ αυτό το μέρος ήμασταν πολλοί Ευρωπαίοι, αλλά κυρίως Γιουγκοσλάβοι και Ιταλοί. Ζητήσαμε άλλη δουλειά και μας πήγαν σ’ ένα ερημικό δάσος όπου κατασκευάζαμε σιδηροδρομικές γραμμές. Κοιμόμασταν στα βαγόνια. Εκεί καθίσαμε δύο περίπου μήνες και μαζέψαμε λίγα λεφτά. Στείλαμε για πρώτη φορά στα σπίτια μας στην Ελλάδα και κρατήσαμε και εμείς.
Ο Βαγγέλης Γκαμπούρας είχε πάει στο Τορόντο. Μας ειδοποίησε ότι εκεί έχει ελληνικό περιβάλλον και θα περνούσαμε καλύτερα. Είχαμε καμιά διακοσαριά δολάρια. Ήμασταν ματσωμένοι…Πήγαμε στο Τορόντο και δουλέψαμε για ένα μήνα περίπου σε ελληνικό εστιατόριο. Όμως, τα λεφτά δεν μας έφταναν. Μια μέρα εκεί που δούλευα είχα υπεύθυνο κάποιον Εγγλέζο. Αυτός μου φώναζε συνέχεια:
Ε Γκρικ (Έλληνα), έλα πλύνε αυτά, σήκωσε τα άλλα κλπ.
Εγώ δεν άντεχα τις διαταγές και αποφάσισα να φύγω. Το αφεντικό που ήταν Έλληνας με παρακαλούσε να κάτσω αλλά εγώ έφυγα. Τότε είπα στο μακαρίτη Γιώργο Γκουντουβά να πάμε βόρεια στο Κίτιματ γιατί είχα ακούσει ότι εκεί έχει δουλειά και πληρώνουν καλά. Πλήρωναν 9,5 δολάρια την ώρα.
Δεν είχα λεφτά να φύγω και δανείστηκα 100 δολάρια από τον ξάδερφό μου Ζήση Καστόρη. Φτάσαμε με τον Γιώργο Γκουντουβά στο Κίτιματ και δεν γνωρίζαμε κανέναν, ούτε γλώσσα ξέραμε. Εκεί γνωρίσαμε δυο πολύ καλά παιδιά από τις Σέρρες. Μας έδωσα κουράγιο και μας είπαν ότι η κομπανία εκεί δίνει δωρεάν το φαγητό.
Με τα πολύ λίγα εγγλέζικα που ήξερα, πήγα μίλησα στον υπεύθυνο της εταιρείας και αυτός μας είπε ότι δεν έχει δουλειά. Ο Γιώργος ο καημένος, Θεός σ’χωρέστον, στέκονταν δίπλα μου μαζεμένος, χωρίς να λέει τίποτε. Ήταν μέρα Παρασκευή.
Τη Δευτέρα ξαναπήγαμε και μας ρώτησε τι δουλειά κάνουμε. Τον έδειξα το σκαμπάνι…Τότε με πέταξε μια αίτηση να τη συμπληρώσω. Τον απάντησα δεν ξέρω και τη συμπλήρωσε ο ίδιος. Μου είπε να πάω το βράδυ για δουλειά. Το Γιώργο δεν τον πήραν. Εγώ έτρωγα δωρεάν με κάρτα και τάιζα και το Γιώργο. Για μια βδομάδα. Εκεί βρήκαμε και τον Γιάννη Μουστακά που είχε πάει νωρίτερα. Στο μεταξύ έπιασε και ο Γιώργος δουλειά. Τότε ήρθαν από το Τορόντο και οι άλλοι Καλλιπευκιώτες. Τους είχαμε ειδοποιήσει να έρθουν για να είμαστε όλοι μαζί. Εκεί καθίσαμε πέντε χρόνια, φτιάξαμε λίγα λεφτά και ξανακατεβήκαμε στο Τορόντο.
Πέρασα από τότε 43 ολόκληρα χρόνια. Μεγαλώσαμε, γεράσαμε. Έχουμε παιδιά και εγγόνια. Γνωρίσαμε άλλη πατρίδα. Η Ελλάδα είναι η πατρίδα μας και δεν την ξεχνούμε. Όμως εκεί ριζώσαμε. Εκεί θα μείνουμε για πάντα».
Τετάρτη 7 Ιουλίου 1999