Ζωντανές μαρτυρίες από τον Κωνσταντίνο Παπαστεργίου

Στις 22 Αυγούστου του 2008 μιλήσαμε με τον μπαρμπα – Κώτσιο τον Παπαστέργιο και τον παρακαλέσαμε να μας διηγηθεί κάτι από τα περασμένα. Αυτός, 90 χρονών σήμερα, μας διηγήθηκε διάφορα γεγονότα της ζωή του και κυρίως της μαύρης δεκαετίας 1940 – 1950. Μας περιέγραψε δύσκολες εποχές και πονεμένες από τις οποίες όμως, πρέπει να αντλούμε διδάγματα και να προβληματιζόμαστε. Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύεται όπως ακριβώς το καταγράψαμε. Δεν διορθώσαμε τίποτε, γι’ αυτό και παρατηρούνται μερικά συντακτικά και άλλα λάθη. Τις ζωντανές μαρτυρίες κατέγραψε ο Κατσιούλας Ζήσης.

023_PAPASTERGIOY 017_PAPASTERGIOY

 

Γεννήθηκα στην Καλλιπεύκη το 1920. Πατέρας μου ήταν ο Παπαστεργίου Αστέριος και μητέρα μου η Αγγελίτσα Τσικρικά. Δάσκαλο είχα τον Γκαναβούρα. Αυτός ήξερε πολλές γλώσσες και όπως είχα ακούσει, είχε πάει στην Ελβετία. Δεν γνωρίζω αν ταξίδεψε και σε άλλες χώρες. Καθόταν εκεί που είναι σήμερα η Κοινότητα και το Σπίτι του Σιώκου (Μπένια). Το χωριό τότε είχε «απαρηγόρητη» φτώχεια. Τα παιδιά πήγαιναν και βοσκούσαν μία αγελάδα, δυο βόδια, ένα γομάρι και τα περισσότερα δεν πήγαιναν στο σχολείο. Τα κορίτσια δεν τα έστελναν καθόλου στο σχολείο εκτός από εξαιρέσεις. Πριν από το 1940 οργώναμε με τα βόδια και με τα άλογα. Τα καλύτερα βόδια τα είχε ο πατέρας μου και ο Τιγούλας (Παπαστεργίου Αστέριος και αυτός) και ήταν μεταξύ τους πρώτα ξαδέρφια. Πήγαιναν στη Μακεδονία, στο Ρουμπλούκι και τα αγόραζαν ειδικά για το χωράφι. Ζυγούς βοδιών έφτιαχναν σχεδόν όλοι οι Καλλιπευκιώτες. Εγώ έφτιαχνα, ο Χρίστος ο Γαζέτας (Ζαφείρης), ο πεθερός του ο Νικόλας ο Μασούρας, ο Μήτσιος ο Απρίλης (Δημ. Γκουντουβάς) και ποιος δεν έφτιαχνε. Θυμάμαι και τον Κώστα τον Μασούρα που ήταν πρόεδρος και τον Γιάννη τον Καρπούζα που ήταν γραμματέας.

Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος το 1940, ήμουν εδώ στο χωριό και δεν είχα πάει φαντάρος ακόμη. Μπαίνοντας οι Γερμανοί στο χωριό, δεν έκαναν τίποτε. Μόνο πήραν διάφορα τρόφιμα για να φάνε. Από την οικογένειά μας είχαν πάρει 5 – 6 αρνιά. Τα είχαμε στο σπίτι του Μήτσιου του Μασούρα. Το άλλο πρωί έμασα τα πρόβατα και τα πήγα στις Κούτρες. Όταν μαθεύτηκε ότι οι Γερμανοί έρχονται στο χωριό, όλοι αναστατώθηκαν αλλά ευτυχώς δεν πείραξαν κανέναν. Όταν το χωριό σηκώθηκε και πήγαμε να κρυφτούμε στο δάσος, εμείς είχαμε πάει στου Παπανικόλα. Εκεί ήταν ακόμα ο παππούς ο Μπαντής, ο Ζησιός ο Μπουτιός (Πετρωτός) και άλλοι. Είχαμε μαζί μας ζώα και διάφορα πράγματα. Μα δεν βρέθηκε ένας με μυαλό και να μας πει πού πάμε; Την ημέρα που οι Γερμανοί έκαιγαν το χωριό εγώ ήμουν στην Πάδη Σπανού μαζί με το Μήτσιο τον Γκουγκουλιά, τον Αποστόλη Πανάρα και έναν άλλο. Εκείνη την ώρα έβλεπα το σπίτι μας που καιγόταν και επειδή πάνω σε ένα κουτλουγιόμοσμα είχα κρύψει δυο χειροβομβίδες, παρακολουθούσα για να δω τι θα γίνει. Τελικά δεν έσκασαν.

Οι Γερμανοί είχαν φέρει από την Πουλιάνα και τη Σκαμνιά περίπου 2.000 πρόβατα και τα είχαν στο μύλο του Μητσιόπουλου. Από αυτά έκοβαν και έτρωγαν. Όταν οι Γερμανοί έκλεισαν τον κόσμο στον Άγιο Θεόδωρο, ήμουν κι εγώ μέσα. Ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλον. Δεν μπορούσαμε να κουνήσουμε ούτε το πόδι μας. Πάνω στον γυναικωνίτη, είχαμε τον Μήτσιο τον Τσιριβή (Καστόρη) και τον πειράζαμε. Κάναμε αστεία και δεν καταλαβαίναμε τι μας περιμένει. Το πρωί ήρθε ένας Γερμανός αξιωματικός στάθηκε στην πόρτα και μετά άρχισε να διαλέγει διάφορα άτομα. Όσους διάλεξε, τους πήραν για τη Ραψάνη. Μετά μας έβαλαν τον έναν πίσω από τον άλλον και μας έβαλαν να περάσουμε μπροστά από το παλιό καφενείο του Τσίγκα (Οικονόμου). Μέσα ήταν κάποιος συνεργάτης και τον έβαλαν να αναγνωρίσει αντάρτες. Πίσω μου είχα το Μήτσιο τον Καρατόλιο. Έτρεμε από το φόβο ο άνθρωπος γιατί φοβόταν μην τον προδώσει κανείς. Τον λέω: «Τι φοβάσαι; Εγώ θα σε προδώσω βρε βλάκα;».

Φαντάρος πήγα το 1945 λόγω καταστάσεων. Δεν πήγα κανονικά. Απολύθηκα από την Κρήτη στις 3 Μαρτίου του 1947. Δεν με κράτησαν στο στρατό παρ’ όλο που ήταν Εμφύλιος, γιατί με θεωρούσαν κομμουνιστή. Θεός να φυλάξει. Ούτε ήταν κανένας από το σόι μας κι ανάθεμα αν ήξερα τι ήταν ο κομμουνισμός. Τον Ιούνιο του 1947, εγώ και άλλοι πολλοί συμπατριώτες βρεθήκαμε στον Όλυμπο. Οι αντάρτες είχαν ανακοινώσει ότι όποιος βρεθεί στο χωριό, θα δώσει λόγο. Και από φόβο  φύγαμε καμιά σαρανταριά άτομα. Εμένα και μερικούς άλλους μας φώναξε ο Γιαννής ο Κούφας (Ιω. Τσιακάλης). Μας είπε να πάμε στα Τζιαφέρια γιατί μας θέλουν οι αντάρτες. Ο δε παππούς ο Μπουρονίκος (Καραβασίλης) μας είπε: «Παιδιά πάμε, γιατί θα μας σκοτώσουν». Πήγαμε εκεί και μετά έστειλαν στο χωριό το Γιάννη τον Καζάνα να φέρει ψωμί για όλους μας. Τους είπα να πάω κι εγώ αλλά δεν με άφησαν. Ο Καζάνας πήγε αλλά εμένα δεν μου έφερε ψωμί. Κατόπιν μας χώρισαν σε ομάδες και κάναμε μία διμοιρία. Διμοιρίτης ήταν ο Τέγος ο Τσιρέβελος και εγώ ομαδάρχης. Κάθε ομάδα είχε από 4 – 5 άτομα και η διμοιρία καμιά τριανταριά. Αφού μας χώρισαν μας είπαν: «Εμπρός, ακολουθείστε τους αντάρτες». Μπροστά από εμάς αλλά και από πίσω ήταν αντάρτες. Εγώ όμως, με κανέναν τρόπο δεν ήθελα να πάω κοντά τους. Ήμουν ορκισμένος να μην πάω. Από κει πιο πάνω από τα Τζιαφέρια είχε περάσει ο Ζησιός ο Τσιάτσιος και πήγαινε πέρα στ’ Αλέξη. Τότε λέω στον παππού σου τον Κώστα το Μαντά.

– Σμιθιρό (συμπέθερε), δεν φεύγεις κι εσύ κοντά στον Τσιάτσιο;» Αυτός μου λέει:

– Εσύ πού θα μείνεις μοναχός σου;

– Άντε, φεύγα βρε χριστιανέ μ’, του λέω, εγώ δεν κάθομαι εδώ, θα φύγω. Αλλά δεν έφυγε.

Κατεβήκαμε στο Μύλο του Μαραγκού κι από εκεί πάνω στο Μπεχτέσι. Εκεί μαζευτήκαμε άνθρωποι από πολλά χωριά. Πουλιάνα, Σκαμνιά, Καρυά και άλλα πολλά. Εκεί γινόταν χαμός. Κόσμος πολύς, γομάρια ν’ αγκαρίζουν, σκυλιά να γαβγίζουν… Δε λες αλίμονο! Μαύρα χάλια, ανίλα μεγάλη. Καμιά φορά ακούω τον Τέγο τον Τσιρέβελο να με φωνάζει. Μου λέει: «Πήρες χαμπάρι τι γίνεται;». Πήρα, του απαντώ. Θα ξεπατωθούμε τώρα. Πού να πάμε, του λέω, πού να πάμε, ποιος θα μας φυλάξει; Τέλος πάντων, με νέα διαταγή πήραμε πέρα το Μέγα Πλάι και γυρίσαμε πίσω προς το λεπτοκαρίτικο που ήταν μια βρύση, στο Τιούγκι. Βρίσκω το Βαγγέλη τον Τσούκα και το Μήτσιο το Λιόβα. Φίλοι ήμασταν. Με ρώτησαν αν έχω ψωμί και τους είπα όχι. Μετά μου είπαν, να σηκωθώ να φύγω. «Φύγε Κώτσιο, θάρρο μ’ και μείν’ κανένας φίλος για να μας θυμάται, δε θα μείν’ κανένας μας», μου είπε ο Βαγγέλης. Ξέρω κι εγώ, βρε Βαγγέλη, του λέω. Πώς να φύγω; Μας έχουν πολύ στριμωγμένους. «Φύγε», μου λέει ξανά. Θα δω τι θα κάνω, του ξαναλέω εγώ. Και από τότε δεν τον ξαναείδα. Τον ξαναείδα όταν γύρισε από την εξορία. Μετά μας πήγαν σε ένα υψωματάκι. Εκεί μιλούσαν οι αντάρτες μεταξύ τους και άλλοι έλεγαν να μας αφήσουν να πάμε στον τόπο μας και άλλοι έλεγαν όχι. Ο Μήτσιος ο Τσούκας μου έλεγε να παρακολουθώ τι συζητάνε γιατί εκείνον δεν τον δεχόταν εκεί. Εγώ πήγα και άκουγα. Γυρίζω και του λέω ότι αυτό κι αυτό συμβαίνει. Συζητάνε τι θα γίνουμε εμείς. Στο μεταξύ, από πίσω μας ερχόταν ο στρατός. Ζαρώσαμε λίγο εκεί αλλά είχαμε διψάσει. Είχαμε την πείνα, είχαμε και τη δίψα! Μας έφεραν παγωμένο χιόνι για να ξεδιψάσουμε. Μετά από μέρες το έφερα στο χωριό το χιόνι.

Καμιά φορά, εκεί που ήμασταν ξαπλωμένοι εγώ, ο Χρίστος ο Μαυροδήμος (Γκουγκουλιάς), ο Χρίστος ο Τσικρικάς, ο Νάσιος ο Μαντάς και άλλοι,  δούλευε μέσα μου πώς να φύγω. Λέω στο Χρίστο το Μαυροδήμο πόσο μακριά είμαστε από το Λιτόχωρο για να σηκωθούμε να φύγουμε. Μου απαντάει τότε: «Μη μιλάς γιατί θα σε πάρουν και θα σε σκοτώσουν». Μετά έβγαλαν διαταγή οι αρχηγοί να βγούμε στις κορυφές του Ολύμπου, αυτές που φαίνονται από το χωριό. Ένας Τριανταφύλλου από το Μπαλαμούτι βγάζει το πιστόλι και λέει: «Τραβάτε, γιατί θα σας σκοτώσω όλους». Νύχτα ήταν. Παίρνουμε τη ράχη πάνω και στο δρόμο φτάνω τον Τέγο το Γιργουλή (Αστέριο Μιχαήλ). «Εσύ είσαι Κώτσιο;», μου λέει. Εγώ είμαι του απαντώ. «Ακολούθα τη φάλαγγα γιατί θα φύγει και δεν θα τους βρούμε», με ξαναλέει. Ακολουθώ τη φάλαγγα και αφήνω τον Τέγο πίσω. Προφτάνω τη Χαϊμαδή του Γκαναβούρα από το Δερελί και μου λέει: «Κώτσιο, έχω  τέσσερις ελιές. Έλα να σου τις δώσω για σχώριο, γιατί εγώ θα σκοτωθώ». Χαιρετηθήκαμε και εγώ προχώρησα. Μετά από ένα τέταρτο έπεσε σε ένα βράχο και σκοτώθηκε μέσα στο σκοτάδι. Πάει αυτή… Από πίσω ερχόταν ο στρατός. Προχωρώ, προχωρώ και φτάνω τον παππού σου τον Κώστα το μακαρίτη. Απ’ να μην έσωνε αυτή η μέρα Ζήση… Δεν κρίναμε ντιπ ο ένας στον άλλον. Ο στρατός μάς είχε στήσει ενέδρα. Και σαν αρχίζει να βάζει με τα πολυβόλα… χαμός γινόταν. Βρισκόμασταν τώρα στην πιο ψηλή κορυφή που φαίνεται από εδώ το χωριό, λίγο πλάι προς το Λιτόχωρο. Σηκώθηκε ο παππούς σου και φώναξε: «Μη βάζετε παιδιά. Είμαστε πολίτες». Απαντούν από το στρατό: «Αν είστε πολίτες Βούλγαροι, ελάτε από το δεξιό». Τώρα, άμα σε λένε Βούλγαρο, μπορείς να πάς; Τέλος πάντων, εγώ γύρισα λίγο δεξιά. Σκοτάδι ήταν και δεν έβλεπα. Πήγα να φύγω, να το σκάσω και έπεσα από έναν βράχο. Ως να φτάσω στο βράχο, έριξαν τρία φωτιστικά βλήματα για να δουν γιατί ακούγονταν τα άρβυλα που φορούσα. Ήμασταν πολύ κοντά με το στρατό και άλλοι το έσκασαν στο δρόμο όπως ανεβαίναμε. Τέλος πάντων, χούιξα πάν’ κάτ’ στο βράχο και δεν μπορούσα να σταματήσω πουθενά. Λίγο παρακάτω είχε λίγο ίσιωμα και είχε και χιόνι. Κουτουρού πήγαινα. Τα άρβυλα γλιστρούσαν στο χιόνι και τελικά κατέβηκα σε μια γουρνούλα. Σηκώνομαι και βλέπω μπροστά μου το Γιάννη τον Κυρατζούλη από την Κρανιά. Ήταν αντάρτης. Είχε δύο τροβάδια δεμένα δισάκι στον ώμο και είχε μαζί του ένα παιδάκι από τη Σκαμνιά 17 – 18 χρονών, τόσο. Πήγε να φύγει και τον λέω. Πού πας; Και μου λέει: «Άσε με, βρε παιδί μου, άσε με, με γέλασαν και μ’ έφεραν εδώ!». Δε σε γέλασαν, του λέω. Τα θέλησε ο κωλαράκος σου. Τώρα το κεφάλι σου πού θα το βάλεις; τον ξαναλέω. «Να, θα κάτσουμε μαζί, θα μαζέψουμε πέτρες και θα μπούμε μέσα», με ξαναλέει. Άιντε γεια σου του λέω. Αυτός έκατσε εκεί και την άλλη μέρα τον σκότωσαν μαζί με το παιδί. Εγώ, όπως είχα γυρίσει στην πάντα, άκουσα έναν θόρυβο και η ώρα ήταν χαραή. Βρε, τι να είναι αυτό; λέω από μέσα μου. Ήταν ο Στέργιος ο Ρημαγμός του Γεωργίου που είχε πάει σώγαμπρος στον Τζίμα στο Δερελί και ο μακαρίτης ο Νίκος ο Κυλινδρής του Κων/νου. Πήγα και έπιασα ένα πηξάρι και παρακολουθούσα τι θα γίνει. Ξαφνικά, μια φωνή μου λέει: «Έι, ποιος είσαι;». Έτρεμα από το φόβο, δεν μπορούσα για να σηκωθώ. Ήταν ο Γιαννής ο Τσιακάλης (Κούφας): «Μη φοβάσαι, μου λέει». Κι εκείνη τη στιγμή ακούσαμε βογκητά και φωνές: «οχ λελέ, οχ, οχ, μπαμ, μπουμ, ανίλα… Είχαν αρχίσει οι εκτελέσεις από το στρατό και άλλα πολλά.

Φεύγω από εκεί μαζί με τα παιδιά και δεν ξέραμε πού να πάμε. Τελικά κατεβήκαμε εκεί που τελειώνει η χαράδρα. Κάνουμε κάτω απ’ λες και βρίσκουμε μια περιστεριά. Μπαίνω μέσα κατακουρασμένος κι έβλεπα προς τα πάνω. Από εκεί που ήταν ο στρατός, βλέπουμε να κατεβαίνουν και έξι Καρυώτες. Το ίδιο δρομολόγιο κατέβηκα κι εγώ. Ο ένας είχε το κεφάλι του σπασμένο, τα ρούχα του ματωμένα και το αίμα ήταν παγωμένο. Έρχονται εκεί, χαιρετηθήκαμε. Πάνω γινόταν πετσοκωμός. Έκατσαν αυτοί και σηκωθήκαμε εμείς για να φύγουμε. Μας ακολούθησαν και οι Καρυώτες. Έι, τους λέω. Εσείς πού πάτε; Είμαστε εμείς τρεις και έξι εσείς, εννιά. Με μια ριπή θα μας φάνε όλους. Κρυφτείτε, σκορπιστείτε, τους λέω. Σκόρπισαν και δεν τους ξαναείδα. Παίρνω εγώ τα παιδιά παραπέρα και τα λέω να καθίσουν.

Κατά το μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου κάποιοι κάθονταν. Είχε έναν όχτο και έναν πολίτη. Αυτός ήταν από την Καρυά και λεγόταν Κουκουμήτρος. Θα πάω να δω ποιοι είναι αυτοί, είπα. Πήγα και είδα. Ο ένας ήταν αντάρτης. Κανένα αούτο θα ήταν. Είχε άσπρες κάλτσες μάλλινες και το όπλο δεμένο στην πάντα και συζητούσαν με τον Κουκουμήτρο. Πήγα ίσια παναθέ, δεν πήραν χαμπάρι. Έκανα να τον πάρω το όπλο αλλά σταμάτησα λίγο και του ζήτησα τσιγάρο. Μου έδωσε αυτός. Κόβω πέρα και φεύγω. Γύρισα πίσω και πήρα τα παιδιά. Το Ρημαγμό και τον Κυλινδρή. Γύρω στα 20 χρόνια και οι δύο. Πολύ καλά παιδιά όμως. Τα παίρνω και κόφτο σιακάτ’. Εκεί που κατεβήκαμε, βρήκαμε τρεις κάδες με γάλα. Βουτυνέλο ήταν. Πάνω από τον Άγιο Διονύσιο. Εκεί είχε τα γίδια ο Μήτσιος ο Μέγας από το Λιτόχωρο. Πήγαινε το γάλα εκεί και έβγαζε βούτυρο. Εμείς, με το σκόρπισμα που κάναμε από εκεί πάνω, μαζευτήκαμε κάμποσοι σ’ αυτό το μέρος. Ο μακαρίτης ο Σκρούμπας (Δημήτριος Παπαδόντας), ο αδερφός του ο Γιώργος ο Πατσάκης (Παπαδόντας), ο Γκέτσιος ο Στέργιος, η Παρασκευή Μιχαντά, ο Γιάννης ο Γκουρμπαλής (Μπαρμπαλιός), τα κορίτσια της Κακάλαινας (Φωτεινή Μασούρα), η Γραμματή και η Μαριγούλα, αν θυμάμαι καλά και άλλοι. Τέλος πάντων, σε λίγο βγήκαν εκεί στο γάλα έξι στρατιώτες με δυο μουλάρια. Εμείς κρυφτήκαμε. Βρήκαν το γάλα αλλά δεν το πείραξαν καθόλου ούτε το έχυσαν. Αφού δεν το πείραξαν και νύχτωσε πάλι, οι δικοί μας πείνασαν. Ο Αντώνης ο Πλεύρας και ο Γιώργος (Καστόρης Αντώνης και Γιώργος), ήθελαν γάλα και μου είπαν να πάω για να πάρω. Βρε, τους λέω, οι στρατιώτες βρήκαν το γάλα και δεν το πείραξαν, τι έριξαν μέσα; Ήταν εκεί στο γάλα και ο Αλέξης ο Κοντίλας (Γκαγκανάσιος) και ο Κώτσιος ο Καραφωτιάς (Καρατόλιος).

Καμιά φορά, χάλια, χάλια αδιόρθωτα…, την άλλη μέρα βγήκε ο στρατός και είδε να λείπει το γάλα. Τότε παρουσιάζεται δυο χωριανοί μας και καταδίνουν ότι εδώ μέσα είναι κρυμμένοι 80 αντάρτες. Και μας πλακώνει το πυροβολικό από το Λιτόχωρο, μπάμπα μπούμπα… Εμείς ήμασταν κρυμμένοι στην Αρκούδα μέσα στις ρεματιές, τα βράχια και τα λακκώματα. Τώρα; Τώρα εγώ πήγα και βρήκα μια περιστερούλα και ζάρωσα εκεί. Έκοψα κάτι μέλια (κλαδιά από μέλιο), τα έμπηξα μπροστά και καλύφτηκα. Οι άλλοι; Άλλοι σιαδώ, κι άλλοι σιακεί. Και τους είχα πει. Προσέξτε πού πατάτε. Μην περπατάτε στα μονοπάτια και φαίνονται τα πατήματα. Πατάτε από πέτρα σε πέτρα Θα βγουν και θα μας σφάξουν όλους εδώ μέσα. Κι όπως βγήκαν. Πρέπει να σκοτώθηκαν μερικοί εκεί πέρα.

Καμιά φορά που λες, βαδίσαμε ακόμα λίγο κι εγώ πήγα κι έπιασα μια μεγάλη τροχάλα και μέσα ήταν σαν σχισμένη. Θα ήταν 17 Ιουνίου του 47. Πήγα και έπιασα καραούλι στην τροχάλα. Οι άλλοι χώθηκαν μέσα σε κάτι αρκουδοπόρναρα για να καλυφτούν. Ήταν πρωί και αφού σταμάτησε το πυροβολικό να χτυπάει, τους είπα να σηκωθούν για να φύγουμε. Ο στρατός πάει για συσσίτιο τώρα. Ήταν απέναντι από τον Άγιο Διονύσιο. Δεν έχουν τώρα σε κάθε τρόχαλο και παρατηρητή. Εντάξει, τους λέω; Εντάξει είπαν. Αλλά αυτοί το σκάτωσαν. Εμένα με παράτησαν μόνο και αυτοί πήγαν και παρουσιάστηκαν στο στρατό. Τότε μερικοί «έφαγαν τα κεφάλια» τους. Τους λέω προτού παραδοθούν. Να κατεβαίνετε προς τα κάτω και ανάλογα με το μέρος, θα κάνετε και το βάδισμα. Άμα τα πεύκα είναι πυκνά, να μαζεύεστε και άμα είναι αραιά, να αραιώνετε. Να μην τραβήξουν ριπή και φάνε 15. Να πάει ένας, το πολύ δύο. Εγώ τους λέω, κατεβαίνω από το τ’σκάρ’ κάτω, είχα κανούτα κάπα και δεν φαινόμουν. Εντάξει; Εντάξει λένε. Τους αφήνω απού λες εκεί και αυτοί σηκώνονται, δένουν μαντίλια στα ξύλα και πάνε και παρουσιάζονται στο στρατό πάνω από το μοναστήρι. Σαν τους βάζουν στα χέρια… φάλαγγα. Σκότωσαν το Νίκο τον Κυλινδρή. Τον εκτέλεσαν γιατί ήθελε να πει στο λοχαγό ότι δεν φταίει και να ρωτήσουν γι’ αυτό κάποιον σύντροφό του. Ο λοχαγός μόλις άκουσε τη λέξη «σύντροφος», αγρίεψε και το εκτέλεσε το παιδί. Εκεί πήγαν να σκοτώσουν και το Χρίστο τον Τσολάκη. Τότε πετιέται στη μέση ο Χρίστος ο Γκαμπούρας που ήταν με το στρατό και λέει στο Λοχαγό: «Ο πατέρας του έχει ακόμη τον κασμά στον τάφο για να πάει να δουλεύει για να τον μεγαλώσει. Δεν θα το πειράξτε το παιδί» και γλίτωσε ο Χρίστος.

Αφού εμένα με άφησαν, οι άλλοι τράβηξαν για τη σπηλιά όπου αγίασε ο Άγιος Διονύσιος. Από εκεί έκανα κάτω ρεματιά ρεματιά. Αυτούς που παρουσιάστηκαν στο στρατό, τους κατέβασαν φάλαγγα απέναντι από το σταυρό που ήταν το εικονοστάσι. Τους συγκέντρωσαν εκεί και τραβάει ο στρατός μια ριπή από πέρα και παίρνει το Γιώργο το Μανίκα στη μέση. Πάει αυτός… Μια σφαίρα το Νίκο το Γκέτσιο τον πήρε λίγο στο φρύδι ξοψ. Από εκεί τους κατεβάζουν στο Λιτόχωρο. Εγώ, μετά το αγίασμα πήρα τη ρεματιά και κατέβηκα σε έναν μύλο στο Λιτόχωρο. Πίνω νερό, πλένομαι, χτενίζομαι και πήγαινα για το Λιτόχωρο ενώ έπαιρνε να νυχτώνει για τα καλά. Στο δρόμο βρήκα ένα χωροφύλακα. «Ποιος είναι;» μου λέει. Άνθρωπος είπα. Εσύ; «Κι εγώ άνθρωπος, έλα εδώ» μου λέει. Πάω κοντά του, με ρωτάει: «Ποιος είσαι; Τι ζητάς εδώ;». Του λέω, έχει στρατό εδώ; Με πήραν οι αντάρτες κι έφυγα. «Έλα» μου λέει, «να πάμε μαζί μέσα στο Λιτόχωρο». Πάμε στην αστυνομία. Εκεί ήταν μη και χειρότερα… Μερικοί από την Καρύτσα με έψαχναν μήπως και βρουν τίποτα. Εκείνη την ώρα περνούσε από εκεί ένα παιδί από τη Σκοτίνα. Με φωνάζει: «Ω Κώτσιο». Του λέω. Τι ζητάς εδώ; Ποιοι είναι εδώ από τη Σκοτίνα; Είναι ο τάδες, ο τάδες, ο τάδες μου απαντάει. Τράβα και πες ότι ο Κώτσιος είναι στην αστυνομία. Πήγε, τους είπε. Κινήθηκαν οι Σκοτνιώτες τροχάδην. Έρχεται ένας λοχαγός, Παπακωνσταντίνου λεγόταν, και μου λέει: «Από πού είσαι; Πώς λέγεσαι;». Τάδες του λέω. «Εμένα με ξέρεις;» με ξαναλέει. Όχι του απαντώ. «Εγώ έκατσα στο σπίτι του προέδρου σας του Γιάννη του Σιώκου. Έκανα παρέα με τον πατέρα σου. Ήμουν στρατιώτης. Έλα εδώ» μου λέει. Με παίρνει από εκεί και με πάει σε ένα υπόγειο. «Έλα να σου δείξω μια χωριανή σου» μου λέει. Εκεί ήταν η … Τη ρωτάει αυτός: «Τον γνωρίζεις αυτόν;» και έδειξε εμένα. «Όχι», λέει αυτή. Τέλος πάντων, ας μην πούμε άλλα, δεν πρέπει. Από εκεί με πήγε στα μαγειρεία για να φάω και μετά στον ταξίαρχο. Αυτός με ανέκρινε για να πάρει πληροφορίες για τους αντάρτες. Παπαδόπουλος λεγόταν. «Από πού ήταν οι αντάρτες, από τους Γόννους ή από τη Ραψάνη;». Του λέω, δεν ξέρω τίποτε γιατί δεν με είχαν εμπιστευτικό όργανο. Με παίρνει το απολυτήριο του στρατού, το διαβάζει και με λέει «πάρ’ το, βάλ’ το μέσα». Μου λέει μετά: «Γνωρίζεις κανέναν εδώ στο Λιτόχωρο;». Τι να τον κάνω κι αν γνωρίζω; του απαντάω. «Να πας να μείνεις εκεί», μου ξαναλέει. Δεν φεύγω από δω το στρατό, του λέω κι εγώ. Λέει σε κάποιον τότε. «Πάρ’ τον και πήγαινέ τον στο λόχο διοικήσεως». Εκεί έρχεται ένας στρατιώτης, Τούζος Κων/νος λεγόταν. Αυτός γνώριζε το Χρίστο το Μαυροδήμο γιατί ήταν στο χωριό μας και καθόταν στο σπίτι του. Μου λέει: «Τι κάνει ο Χρίστος ο Γκουγκουλιάς;». Δεν ξέρω, του λέω, αν ζάει ή δε ζάει.  «Αχ, το βλάκα!», λέει αυτός. «Αχ, το βλάκα!». Εκεί έκατσα 5 – 6 μέρες. Από εκεί πήγα στη Σκοτίνα και από εκεί στο χωριό.

Ο παππούς σου ο Κώστας ο Ντάπος πιάστηκε πάνω στον Όλυμπο, στην ενέδρα. Μου το είπε ο Γιώργος ο Καστόρης (Δαυλιάης), που ήταν και αυτός εκεί πάνω και ανταμωθήκαμε μετά στο Λιτόχωρο. Του λέω. Πού είναι ο πατριώτης; Τον παππούς σου τον λέγαμε πατριώτη. «Άσ’ τα, μου λέει». Τι βρε; «Τον σκότωσαν», με απαντάει. Ο Καραμαλιός (Απόστ. Καραμπατής), γλίτωσε το Νίκο τον Κοκότη. Το Χρίστο το Μαυροδήμο τον γλίτωσε ο Μήτσιος του Σπύρου του Παπαγιαννούλη. Εκεί πάνω σκότωσαν μόνο τον παππού σου.

Εγώ παντρεύτηκα το 1952 με την Αγγιλκώ Θεοδοσίου. Την προξενιά την έκανε η μάνα μου που ήταν και μαμή. Από τη ζωή μου είμαι ευχαριστημένος. Εύχομαι να είναι όλα τα ανδρόγυνα αγαπημένα όπως εμείς. Και όλα τα αδέρφια αγαπημένα. Μόνο ένα πράγμα δεν ξεχνώ στη ζωή μου. Που μου έστειλαν οι αντάρτες από το Λιβαδάκι στο Μαυρέλι των Τρικάλων. Με φόρτωσαν αλεξίπτωτα και τα πήγα εκεί επί Γερμανικής Κατοχής. Και περάσαμε από τα Ραντοσίβια της Ελασσόνας μέσα από τη γερμανική φάλαγγα. Μαζί με μένα ήταν και ο Γιάννης ο Παπαϊωάννου (Παπατόλιος) και ο Κώτσιος ο Ντούρος. Πήγαμε στο Μαυρέλι, παραδώσαμε τα αλεξίπτωτα και από εκεί ήρθαμε στο χωριό. Εγώ στο δρόμο είχα αντιδράσει στους αντάρτες και μας είχαν για κρεμάλα. Το Γιάννη τον Παπατόλιο τον πήραν όμηρο στο Λιβαδάκι κι εγώ πήγα στη Σκοτίνα. Όταν γύρισα στο χωριό πήγα για να κόψω χορτάρι και μόλις με είδαν στο σπίτι, μου λένε: «Έλα, η κοσά σε περιμένει…».

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ