Οι Καλλιπευκιώτες και οι ελαιώνες του Κιτσιλέρ
Το Κιτσιλέρ είναι το σημερινό χωριό Ελιά λίγα χιλιόμετρα δυτικά των Γόννων. Πήρε φυσικά το όνομά του από τις πολλές ελιές που είναι κατάφυτες στην περιοχή.
Οι ελαιώνες του Κιτσιλέρ είναι δημιούργημα της προπολεμικής, μεταπολεμικής εποχής, ακόμα και επί τουρκοκρατίας. Τους ελαιώνες αυτούς οι Καλλιπευκιώτες τους έχουν ποτίσει με ιδρώτα και τραγούδια. Τους έχουν δημιουργήσει από το μηδέν, η περιοχή πριν πολλές δεκαετίες ήταν γεμάτη από αγριελιές και πουρνάρια. Καλλιπευκιώτες εργάτες ξεχέρσωσαν τα πουρνάρια και “άνοιξαν” χωράφια για να φυτευτούν ελιές, ενώ παράλληλα μπόλιασαν τις άγριες. Φεύγοντας, οι Τούρκοι στις αρχές του περασμένου αιώνα, θέλησαν να πουλήσουν την περιοχή στους Καλλιπευκιώτες, αλλά αυτοί δεν άφηναν τα βουνά.
Σ’ αυτούς λοιπόν τους απέραντους ελαιώνες, εργάστηκαν πολλά χρόνια οι Καλλιπευκιώτες για να εξοικονομήσουν πέντε κουταλιές λάδι, όταν στα δύσκολα χρόνια ήταν πολύ απαραίτητο. Δούλεψαν προπολεμικά αλλά περισσότερο μεταπολεμικά.
Την εποχή της συγκομιδής εκατοντάδες Καλλιπευκιώτες κατέβαιναν στο λιομάζεμα μαζί με άλλους εργάτες από Καρυά, Βερδικούσια, Ξηροκρανιά, Σκοτίνα κ.λπ. Οι συνθήκες εργασίας ήταν πρωτόγονες και σκληρές, δούλευαν από “ήλιο σε ήλιο” όπως λένε και οι ίδιοι και οι απολαβές πολύ μικρές ως μηδαμινές. Στη δεκαετία του 1950 το μεροκάματο ήταν ένα καλό λάδι με 12 ώρες εργασία. Κατόπιν στη δεκαετία του 1960 ανέβηκε στα δύο κιλά. Από το 1970 οι συνθήκες εργασίας άρχισαν να βελτιώνονται και να αυξάνει το μεροκάματο.
Κατά τον εμφύλιο πόλεμο 1946-49 πολλοί Καλλιπευκιώτες έμεναν μόνιμα στους Γόννους και δούλευαν στις ελιές. Και γνωρίζεται πόσο ήταν το μεροκάματο; Ακούστε λοιπόν, ήταν ένα αδράχτι. Μάλιστα καλώς διαβάζετε, ένα αδράχτι. Δηλαδή βουτούσαν το αδράχτι μέσα στο λάδι και αμέσως το έβγαζαν και το στράγγιζαν μέσα σ’ ένα δοχείο. Όσο λάδι στράγγιζε από το αδράχτι, τόσο ήταν και το μεροκάματο. Δηλαδή μισό φλιτζάνι λάδι και αν έφτανε τόσο.
Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν τρισάθλιες. Όλοι οι εργάτες μέσα σ’ αυτούς και οι Καλλιπευκιώτες, κοιμούνταν μέσα σε στάβλους αποθήκες και χαμόσπιτα στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Μέσα σε μια αποθήκη κοιμόταν 50 και 60 ακόμα και 70 άνθρωποι. Ο Θεός φύλαξε από ασθένειες. Μαγείρευαν οι γυναίκες μετά την εργασία και όσοι δεν είχαν μαζί τους ή στη συντροφιά γυναίκες, εφοδιάζονταν από το χωριό κάθε Σάββατο. Κάθε Σάββατο ένας ή και περισσότερα άτομα από κάθε ομάδα ανέβαιναν στο χωριό με τα πόδια και προμηθεύονταν ψωμί, πατάτες και φασόλια.
Όλα τα εφόδια τα κατέβαζαν στον ώμο γιατί οι βλάχοι “νοικοκυραίοι” δεν άφηναν να πάνε τα ζώα μέσα στους ελαιώνες. Πέρα από τα παραπάνω αξίζει να σημειώσουμε και τα παρακάτω. Όταν κάποια χρόνια στα 1958 με 1960, όταν οι εργάτες δούλευαν από “ήλιο σε ήλιο” ο Καλλιπευκιώτης Μανόλης Γκαβούτσικος, κουρασμένος από τις πολλές ώρες, θέλησε να απαλύνει τον κάματο με το τραγούδι της εργατιάς: “Ήλιε γιατί μας άργησες να ‘ρθεις να βασιλέψεις σε καταριέται η εργατιά και οι ξενοδουλευτάδες”. Το αφεντικό του έδιωξε από τη δουλειά. Κάποιος Αγορογιάννης για να αναγκάζει τους εργάτες να δουλεύουν χωρίς σταματημό έκανε το εξής.
Έπιανε τον κάθε εργάτη χωριστά χωρίς οι άλλοι να παίρνουν χαμπάρι και του έδινε ένα αβγό. Ο εργάτης νόμιζε ότι το αφεντικό, τον είχε για καλό και μόνον σ’ αυτόν είχε δώσει αβγό. Έτσι χωρίς ο ένας να γνωρίζει ότι και οι άλλοι έχουν αβγό, πήγαιναν στη δουλειά. Όταν ο “αφέντης” έβλεπε τεμπελιά ή κούραση για να ενεργοποιήσει τους εργάτες έλεγε: “ε! συ με τ’ αβγό…”. Ακούγοντας αυτή τη φράση οι εργάτες δούλευαν περισσότερο γιατί ο καθένας νόμιζε ότι μόνο αυτός έχει αβγό άρα γι’ αυτόν το λέει.
Πέρα όμως από όλα αυτά τα μη ευχάριστα και δύσκολα υπήρχαν και ευχάριστες στιγμές. Στιγμές που απάλυναν τον πόνο και την κούραση. Από το πρωί που έπιαναν δουλειά και ως τις 11 με 12 το μεσημέρι, όσο ακόμα η κούραση δεν έρχονταν βαριά, βούιζαν οι ελαιώνες από δημοτικά τραγούδια. Άρχιζε ο καλύτερος σε κάθε παρέα και ακολουθούσαν όλοι οι άλλοι. Κάθε χωριό συναγωνίζονταν το άλλο.
Το βράδυ σαν έτρωγαν, μαζεύονταν όλοι έξω από τις αποθήκες και κουβέντιαζαν. Εκεί γίνονταν και τα περισσότερα αστεία. Αξέχαστες μένουν ακόμα πολλές αστείες ιστορίες που έχουν συμβεί στους ελαιώνες. Και όλοι ήταν απλοί, ήσυχοι, ανέχονταν και διασκέδαζαν με τα αστεία και τις πλάκες που γίνονταν. Μερικές φορές πολύ “χοντρές”.
Άλλοι πάλι διασκέδαζαν στα δύο μικρά καφενεία ή πήγαιναν στους Γόννους με τα πόδια. Απ’ όλους τους εργάτες, οι Καλλιπευκιώτες ξεχώριζαν και ξεχωρίζουν ως σήμερα. Γι’ αυτό οι βλάχοι στο Κιτσιλέρ τους προτιμούσαν και τους κρατούσαν ως το τέλος της συγκομιδής.
Τις πληροφορίες έδωσε ο Μιχαντάς Γεώργιος
Επιμέλεια Κατσιούλας Ζήσης