Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΜΥΛΩΝΑΣ, Συνέντευξη με το Γεώργιο (Γούλα ) Μασούρα

 

Ο Γεώργιος Μασούρας (Γούλας) του Κων/νου ήταν ο τελευταίος Μυλωνάς της Καλλιπεύκης. Το καλοκαίρι τον επισκεφτήκαμε στο σπίτι του στο χωριό και μας παραχώρησε μια μικρή συνέντευξη, στην οποία μας μιλάει για τον μύλο, αλλά και για πολλά άλλα πράγματα. Ας τον παρακολουθήσουμε λοιπόν και ας τον απολαύσουμε.

Γεννήθηκα το 1931 στην Καλλιπεύκη. Είμαι γιος γιος του Κώστα του Μασούρα και της Μαρίας. Σχολείο πήγα στην Καλλιπεύκη και τελείωσα την Β΄ Τάξη του Δημοτικού. Δάσκαλους τότε είχαμε το Λαφαζάνη και την Ελένη Μπαζακογιάννη. Την γυναίκα του Λαφαζάνη την λέγανε Ελλάδα.

Το 1958 παντρεύτηκα με την Μαρία Αστερίου Γκαμπόύρα  και αποκτήσαμε δυο παιδιά την Ελένη και τον Κώστα. Ο πεθερός μου στα χρόνια της κατοχής πήγε να αγοράσει ένα μουλάρι από την Πουλιάνα σημερινή Κρυόβρυση, για τον Γιάννη Κυλυνδρή (Ραποτίκα ), αλλά δεν ξαναγύρισε στο χωριό τον σκότωσαν οι αντάρτες.

Στον γάμο είχαμε όργανα το Γιάννη Μαλιάρα (Γκουντουβά) και τους Πλευράδες. Με είχε στεφανώσει ο παπα- Νικολής που αργότερα έγινε παπάς  και διάβαζε στην Παναγία στη Λάρισα. Είχε χειροτονηθεί στο χωριό μας και ήταν πολύ δραστήριος.

Ο πατέρας μου είχε κάνει και πρόεδρος στην Κοινότητα για ένα διάστημα ανάμεσα  από τα χρόνια 1925-1930. Τη μάννα μου την έλεγαν Μαρία και ήταν το γένος Ιωάννη Καζάνα. Είχε δυο αδελφές την Παρασκευή, τη γυναίκα του Μήτρου του Δούκα και την πρώτη γυναίκα του Τριαντάφυλλου  Τσιακάλη ( Ντάλη Κούφα) Είχαν και ένα παιδί (αγόρι) τον Κώστα που σκοτώθηκε στο Βουλγαρικό πόλεμο. Μετά από χρόνια είχε πάει ο πατέρας μου και έφερε τα οστά του.

Ήμουν ο τελευταίος μυλωνάς της Καλλιπεύκης μαζί με τον μακαρίτη Τριαντάφυλλο Τσιακάλη. Τον μύλο τον είχαμε πίσω από την Αγία Παρασκευή και ήταν πετρελαιοκίνητος Τον κάναμε το 1936- 1937. Τότε ο πατέρας μου είχε χρήματα και διαφωνούσαν με τον αδελφό μου το Γιάννη. Ο μεν αδελφός μου ήθελε να αγοράσουμε χωράφια στο Αμπελώνα, ο δε πατέρας μου δεν ήθελε να φύγουμε από το χωριό και να πάμε στον Αμπελώνα και του είπε « Δεν πήγα στον Αμπελώνα να χάσω την υγειά μου?» Και τότε αποφάσισαν να κάνουν το μύλο μαζί με τον Τριαντάφυλλο Τσιακάλη. Έδωσαν παραγγελία στη Γερμανία διαμέσου κάποιου εισαγωγέα από τη Σκοτίνα. Φέρανε τη μηχανή έως τους Γόννους και από εκεί ανέλαβε  να τη μεταφέρει με τα μουλάρα του ο Ζήσης Πετρωτός (Ζησιός Μπουτιός). Μαζί με τα μουλάρια είχε ζέψει και δυο βόδια. Με πολύ δυσκολία μεταφέραμε τη μηχανή και τις μυλόπετρες, Τα  δύο βόδια είχαν γονατίσει. Εγκαταστήσαμε το μύλο στο οικόπεδο πίσω από την Αγία Παρασκευή. Είχαμε ένα παιδί, μάλλον από τα Αμπελάκια, το οποίο ήρθε να μας μάθει τη λειτουργία του μύλου. Μαργκάς λεγόταν. Είχαμε και ένα παππού δεν θυμάμαι από πού ήταν ούτε πως λεγόταν, αυτός μας έστρωσε τις πέτρες. Αφού εγκαταστήσαμε το μύλο, αλέσαμε την πρώτη μέρα άμμο για να στρώσουν οι πέτρες και μετά τις χάραξαν. Την άλλη μέρα ο Ζησιός ο Μπουτιός που ήταν και ντελάλης, βγήκε στο Κουκούλι και φώναζε: « Σήμερα ο μύλος του Μασούρα και του Τσιακάλη αλέθει δωρεάν για όλους…» και τότε μαζεύτηκε όλο το χωριό για να δει και να αλέσει. Κατέβηκε τότε και ο γέρος Τσιακάλης Γεώργιος και ο πατέρας του παπα – Στέργιου, ο Χρήστος Τσικρικάς. Ο Χρήστος ο οποίος φορούσε κανούτα κάπα. Χτύπησε το χέρι πάνω στο τραπέζι και είπε στον Τριαντάφυλλο Τσιακάλη: « Τριαντάφυλλε, να κάν’τς τ’ς ‘αλλ’ τ’ς μυλουνάδες, να πέσ’ν οι πέτρις κι τα στεφάνια απ’ τα νιρόμπλια τ’ς».

M_MASOYRAS

Μέχρι από το Σπαρμό ερχόταν και άλεθαν στο χωριό. Εδώ γέμιζε ανθρώπους και ζώα. Ο μύλος δούλευε μέχρι που ήρθαν οι Γερμανοί και τον ανατίναξαν. Τον ανατίναξαν γιατί βρήκαν μια εγγλέζικη μηχανή από αυτοκίνητο, την οποία έφερε ο Φάνης ο Κυρίτσης από του Γόννους που ήταν μηχανικός. Δούλευε και με κάρβουνο και μόλις είδαν την εγγλέζικη μηχανή οι Γερμανοί ανατίναξαν το μύλο.

Ο μύλος επαναλειτούργησε όταν γυρίσαμε στο χωριό το 1950, αφού επιδιορθώσαμε τις βλάβες της μηχανής. Με τη μηχανή αυτή επιχειρήσαμε να στήσουμε πριόνι στον Πευκωτό για να κόβουμε ξύλα και να βγάζουμε σανίδια. Μάλιστα είχαμε κόψει και κούτσουρα για να κάνουμε την εγκατάσταση. Δεν ξέραμε να δουλέψουμε τη μηχανή και αποτύχαμε. Μετά βάλαμε πάλι τη μηχανή στο μύλο, αλλά δεν είχαμε πέτρες.

Αυτή τη φορά φέραμε τρις μυλόπετρες από την Ελασσόνα μέχρι την Καριά με αυτοκίνητο και από την Καριά μέχρι το χωριό με τα βόδια, από τις θέσεις Πηγάδια, Τζιαφέρια, Άγιο Αθανάσιο από το παλιό μονοπάτι.

Ο Μήτσιος ο Τσιακάλης, ο Γιάννης Καραμπατής και πολλοί άλλοι με φούρκες βοηθούσανε για να τις βγάλουμε. Τις μεταφέραμε μια μια πάνω σε πρόχειρο κάρο που είχε φτιάξει ο Ντάλης ο Κούφας. Εκείνος ο μύλος δούλεψε άλλα δύο χρόνια. Μετά πήραμε άλλη μηχανή και μύλο που δούλεψε έως το 1984 –1985, τελευταία χρονιά.

Για ένα διάστημα γύρω στα 1960 στον ίδιο χώρο λειτούργησε και πριονοκορδέλα. Την μηχανή ( μαρκότσι)την είχε φέρει ο Γιαννής ο Τσιακάλης, Την αγόρασε από κάποιο Λαλιώτη που τότε εμπορεύονταν τα ξύλα της Καλλιπεύκης. Κατ΄ αρχήν το μύλο τον δούλευαν τα αδέλφια μου Γιάννης και Ανδρέας και τελευταίος εγώ.

Κάποτε θυμάμαι, ήρθε η Γιώργαινα η Κουτσουγιαννού και είπε στον Ντάλη, ότι την κράτησε αξάι ένα κιλό παραπάνω, Αυτό το έκανε κάθε φορά που άλεθε γιατί φοβόταν να μην την κλέψουν. Κάποια μέρα ήρθε να αλέσει και ο Ντάλης την κράτησε επίτηδες 8 οκάδες αξάι , κατεβαίνει πάλι στον μύλο και λέει στον Ντάλη ότι την κράτησε πάλι μια οκά παραπάνω. Τότε και ο Ντάλης φωνάζει τον άνδρα της το Γιώργο Οικονόμου με τον οποίο ήταν συγγενείς και του λέει: «Σήμερα ήρθε η γυναίκα σου και την κράτησα 8 οκάδες παραπάνω, αλλά αυτή ήρθε και μου είπε ότι την κράτησα πάλι μια οκά». Τότε όλοι το έβαλαν τα γέλια με την πλάκα που έπαθε η Γιώργαινα.

Αφού σας είπα σχετικά με το μύλο τώρα θα σας πω και άλλες ιστορίες :

Κατά την περίοδο της κατοχής στην πείνα περνούσαν από τα μέρη μας πολλοί μαυραγορίτες. Εμείς είχαμε τα πρόβατα στο Γκουντροσιώτικο και ο αδελφός μου ο Γιάννης ήταν αρραβωνιασμένος. Εκεί είχαμε και τα χωράφια μας όπου περνούσε και ο δρόμος για την  Καριά. Για μια στιγμή γάβγιζαν τα σκυλιά και ο αδελφός μου ο Ανδρέας, νομίζοντας ότι ήταν μαυραγορίτες πήγε να τους περάσει από τα σκυλιά. Αυτοί όμως ήταν Κατσαπλιάδες που έκαναν πλιάτσικο και ήταν πεινασμένοι και έπιασαν τον αδελφό μου και τον έδεσαν. Ήταν τρεις. Οι δύο οπλισμένοι και ένας άοπλος. Αφού αργούσε να γυρίσει ο αδελφός μου πήγε και ο πατέρας μου προς τα εκεί. Οι Κατσαπλιάδες ζήτησαν από τον πατέρα μου 200 με 300 οκάδες καλαμπόκι για να ελευθερώσουν τον αδελφό μου που τον είχαν όμηρο. Τότε ο πατέρας μου τους είπε» Προσέξτε μην με χαλάσετε το παιδί και το καλαμπόκι πάω να σας το φέρω». Μετά πήραν το αδελφό μου στο Γκουνταμάνι και ο πατέρας μου επέστρεψε στο χωριό να φέρει το καλαμπόκι όπως είχαν συνεννοηθεί. Θα συναντούσε τους Κατσαπλιάδες  στις Κορομηλιές, κοντά στα Βλάχικα Καλύβια στα Ραφτέικα. Τον αδελφό μου τον είχαν πάει στα Απαλνά Καλύβια. Εγώ που είμαν μικρός άρχισα να σκούζω, είχε σουρουπώσει και ο ξάδελφός μου ο Νικόλας δεν είχε φέρει ακόμα τα γελάδια. Εγώ τέτε άρχισα να φωνάζω: « Ω Νικόλα, πήραν τον αδελφό μ’, ω Νικόλα πήραν τον αδελφό μ’». Εκείνη την ώρα κατέβαινε ο Γκουντής ο Δούκας με τα γελάδια και σε λίγο ήρθε και ο Νικόλας». Στο μεταξύ είχαμε ένα όπλο και σφαίρες το οποίο το έδωσε ένας χωροφύλακας Μητσιάκο τον έλεγαν και ήταν φίλοι με το αδελφό μου το Γιάννη από τότε που είχαμε τα γελάδια στο Ρουτζιούνι. Αρπάζει το όπλο ο Νικόλας και πάει προς τα πάνω, εκεί στο αλώνι το Βλάχικο, στη Γελαδαριά κατέβαινε κάποιος με την άρρωστη κόρη του προερχόμενος από την Καριά. Ο Νικόλας φώναξε « αλτ ποιος είναι;» και όπλισε το όπλο να τον ρίξει. « Βρε εγώ είμαι ο Πιτσιάβας από τον Παραπόταμο». Αφού αναγνώρισε τον Πιτσιάβα μέσα στο σκοτάδι, του είπε να περάσει από την Καλύβα με την κόρη του να περάσει τη νύχτα εκεί , αλλά αυτός φοβήθηκε και συνέχυσε το δρόμο του. Στο μεταξύ είχαν έρθει στην καλύβα τα κουνιάδια του Γιάννη οι Καραμπαταίοι, οι οποίοι άρπαξαν τα όπλα και άρχισαν να πυροβολούν. Από τη Μαμούτη άρχισαν να πυροβολούν και οι Πιτκαίοι, βλάχοι από τα Γρεβενά. Αυτοί είχαν τα γίδια τους εκεί. Τα σκυλιά γάβγιζαν τα όπλα έριχναν γινόταν χαμός. Μαζί ήταν και ένας χωροφύλακας, Βαγγέλη τον έλεγαν και ήταν από τη Βερδικούσια. Στο μεταξύ οι απαγωγείς, οι δύο από αυτούς πήγαν στο μέρος που συμφώνησαν και περίμεναν το καλαμπόκι, ο άλλος έμεινε να φυλάγει τον αδελφό μου. Για μια στιγμή ο αδελφός μου λέει στο ληστή « Δεν με ξεσφίγγεις λίγο γιατί με κόπ’καν τα χέρια μ’». Αυτός τον ξέσφιξε λίγο και ο Ανδρέας λύθηκε και όπως ήταν ξεθαρρεμένος τον δίνει μια νταγκλιά και το έβαλε στα πόδια. Φορούσε αντί για παπούτσια κομμάτια από λάστιχο αυτοκινήτου. Όταν ο ληστής προσπαθούσε να τον λύσει του είπε « και μένα με πήραν αυτοί οι κλέφτες, μαυραγορίτες είμαι». Ήταν και αυτός πολύ φοβισμένος.

Ο Ανδρέας ήρθε στην καλύβα, μας πήρε με τον Κωτσή του Δούκα και πήγαμε και κρυφτήκαμε σε μια τρύπα. Σε λίγο ήρθε και ο αδελφός μου ο Στέργιος, μας έδωσε ένα μονόκαννο και μια σφαίρα και μας είπε αν ακούσουμε τα σκυλιά να ρίξουμε στον αέρα. Την άλλη μέρα ο Γιάννης με τον Ανδρέα πήγαν στο Κόντερσι και πήραν ένα ακόμη μανιχέρι (όπλο) με εκατό οκάδες καλαμπόκι. Οι κλέφτες δεν έκανα τίποτα και έφυγαν χωρίς αποτέλεσμα. Ο πατέρας μου είχε μόνο ένα αδελφό τον Γιάννη τον πατέρα του Νικόλα.

Κάποτε μετά το κάψιμο του χωριού από τους Γερμανούς, εδώ στο σπίτι μας κάθονταν πάνω σε μια γρεντιά οι παππούδες και κουβέντιαζαν, μαζί με τον πατέρα μου , τον αδελφό μου το Γιάννη και τον γείτονα το Γιάννη τον Τσιρέβελο ο οποίος πείραζε τους  παππούδες. Εκείνη την εποχή κυκλοφορούσαν πολύ στις εφημερίδες, αλλά υπήρχαν και σε πολλά σημεία γραμμένα τα αρχικά γράμματα του Κουμμουνιστκού Κόμματος. (ΚΚΕ). Τότε κάποιος από τους παππούδες ρώτησε τι σημαίνουν αυτά τα γράμματα, και ο Τσιρέβελος θέλοντας να τους πειράξει έδωσε την εξής απάντηση «ΚΚΕ θα πει Καράβια , Κοσέρβες ,Έρχονται». Ο πατέρας μου ο οποίος ήξερε γράμματα έδωσε την απάντηση. Ο παππούς ο Γιάννης ήταν άβγαλτος άνθρωπος, όπως και οι περισσότεροι στο χωριό.

Στα χρόνια της δικτατορίας (1967-1974) μου συνέβη το εξής: Εκείνη την περίοδο, ο κουνιάδος μου ο Αγοραστός ο Γκαμπούρας, μου είχε στείλει ένα ράδιο από τη Γερμανία και έπιανα πολλούς ξένους σταθμούς. Μεταξύ αυτόν τη φωνή της αλήθειας και το BBC στο οποίο εκφωνητής ήταν ο Παύλος Μπακογιάννης και συνέχεια έλεγε συνθήματα εναντίον της χούντας. Ήταν χειμώνας έξω είχε πολύ κρύο και είχα το ράδιο χωμένο μέσα στις βελέντζες και άκουγα αυτούς τους σταθμούς. Το έκρυβα να μην με ανακαλύψουν ότι άκουγα αυτούς τους σταθμούς γιατί απαγορεύονταν. Καθώς άκουγα το ράδιο ακούστηκε χτύπημα στην πόρτα, πάγωσα ολόκληρος. Κλείνω το ράδιο και περιμένω λίγο, τα χτυπήματα ξανακούστηκαν. Τότε είπα πάει μ’ έπιασαν τώρα. Εγώ μιλιά κρύβω το ράδιο βγαίνω έξω τι να δω; Ήταν ο γάτος που έμεινε έξω και προσπαθούσε να ανοίξει και χτυπούσε  την πόρτα. Έπαθα τέτοια λαχτάρα που με κόπηκε η ανάσα από το φόβο.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ