ΤΟ ΝΕΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 40
Γράφει ο Τάσος Πατούλιας
Σήμερα μεγάλη μέρα, είναι εθνική γιορτή
και το έθνος μας τιμάει , πάντοτε τη μέρα αυτή.
Τότε είπαμε το όχι στους γειτόνους Ιταλούς,
και τους κάναμε να τρέχουν πίσω πάλι σαν λαγούς.
Εσηκώθηκα νωρίς, κόντρα ξύρισμα ευθύς,
έβαλα και τα καλά μου και βεβαίως τα’ άρωμά μου.
Με την Τρίτη την καμπάνα, έμπαινα στην εκκλησία
και στις ένδεκα και δέκα πιάνω θέση στην πλατεία.
Την παρέλαση να δω και τον πρώτο εγγονό,
αφού παρελαύνει φέτος το δικό του το σχολειό.
Αρχίσανε οι μπάντες εμβατήρια χαμός,
έδιναν υπερηφάνεια και ενθουσιασμός.
Παρελάσανε οι μπάντες, νοσοκόμες και στρατός,
πυροσβέστες , αστυνόμοι, φυσικά κι’ ο εγγονός.
Καμαρώνω που τον βλέπω. Να του έθνους η ελπίδα!
και τρυπώνω να του βγάλω και καμιά φωτογραφία.
Αφού παρέλασαν όλοι και η μπάντα παίζει μόνο
φεύγω γρήγορα και εγώ, για να βρω καλό τραπέζι.
Έχει γίνει πλέον νόμος κάθε εθνική γιορτή.
να γιορτάζεται δεόντως, σε κανένα ουζερί.
Έφτασε και η παρέα και στρωνόμαστε όλοι κάτω,
να μας ζήσει η Ελλάδα! Άντε βίβα κι’ άσπρο πάτο.
Πάνε κι’ έρχονται κουνέτα που αδειάζουν στο λεπτό,
μπακαλιάρος, καραβίδες, τζατζικάκι, ψαρικό.
Κι όλο λέμε ιστορίες και γελάμε σαν παιδιά,
κι όλο έρχονται κουνέτα (γαραφάκια), που αδειάζουνε κι αυτά!
Ντερλικώνουμε αβέρτα και μας παίρνει η χαρά,
έξω άρχισε νυχτώνει και η ώρα πήγε εφτά!
Κι’ όταν όλοι συμφωνούμε, ότι φτάνει ως εδώ:
Φέρε άλλα δυο τρία και το λογαριασμό.
Όρθιοι τα τελευταία, έτσι για χαιρετισμό,
είναι ώρα για κρεβάτι και προσκέφαλο διπλό.
Μόλις φτάνω σπίτι τσούζω, τρία τέσσερα νερά
την κοιλιά μου να δροσίσω και να σβήσει η φωτιά.
Την αράζω στο κρεβάτι και ώσπου να πεις αυγό,
άρχισαν να τρίζουν τζάμια από το ροχαλητό.
Μες το ύπνο το βαθύ μου, μα τι όνειρα κι’ αυτά,
ακούω να βαρούν σειρήνες και καμπάνες κι ουρλιαχτά:
Σηκωθείτε παλικάρια των Ελλήνων τα παιδιά,
η πατρίδα μας προστάζει, πόλεμο έχουμε ξανά!
Μας αρπάζουν και μας ντύνουν, όπλα, κράνη , και σπαθιά,
για το μέτωπο τραβάμε πόλεμος για λευτεριά.
Απ’ τα Γιάννενα περνάμε και ανεβαίνουμε ψηλά,
για να δώσουμε τη μάχη στα Αλβανικά βουνά.
Ανεβαίνοντας, ποιόν βλέπω; Τον Γιαννάκο τον Καγκρί,
ν’ ανεβαίνει αγκομαχώντας με σακίδιο βαρύ.
Χαιρετιόμαστε μιλάμε, τα’ έχ’ ο σάκος τον ρωτώ;
Βάζω χέρι και τι πιάνω; Φουλ στραγάλι αλμυρό.
Να κι ο Φάνης ανεβαίνει σιωπηλός αργά -αργά.
και στη ζώνη τα παγούρια περασμένα στη σειρά.
Τι τα θες τόσα παγούρια; Τι το θες τόσο νερό;
Έχουν τσίπουρο μου λέει, Ζώκα απ’ τον πεθερό1
Πριν προλάβουμε να πούμε άμα είναι απ’ το καλό,
νάτος και ο Χαραλάμπης ξεφυσώντας με ρυθμό.
Κουρασμένος, ιδρωμένος, ροδοκόκκινος λιγάκι,
στο σακίδιο εξέχει γούλι (στόμιο) απ’ το ρετσινάκι!
Κι’ ανεβαίνοντας η παρέα, πάνω προς την κορυφή,
πίνοντας από κανένα, λες και πάμε για γιορτή.
…Και συνεχίζουμε να ανεβαίνουμε για την κορυφή, σκοντάφτοντας και βρίζοντας στο λασπωμένο μονοπάτι. « « Λες και δεν υπάρχει ‘άλλος δρόμος για να περάσει η Άνοιξη, αλλά το μόνο αυτό το λασπωμένο μονοπάτι» (Ελύτης). Κοίταξα γύρω μου και θα ήμασταν κανα διό χιλιάδες. Προχωρούσαμε μπουλούκια- μπουλούκια αργά -αργά, βυθισμένοι στις σκέψεις μας δεν ακούγαμε τίποτα, παρά καμιά κάνη, που χτυπούσε στο κράνος του μπροστινού.
Τα παγούρια του Φάνη άλλαζαν συνεχώς χέρια, ενώ το σακίδια του Κάγκουρα άρχισε να ελαφραίνει. Ο Χαράλαμπος προσπαθούσε να δροσιστεί με τα ρετσινάκια του και η κούραση όλων μας ήταν φανερή. Κατά την δέκατη πρωινή, φτάσαμε επιτέλους στην κορυφή. Ανασκουμπωθήκαμε και καθίσαμε για να ανασάνουμε. Στο απέναντι βουνό βλέπαμε καθαρά τον εχθρό, Διακρίναμε και τα πυροβόλα της μεραρχίας Αλπινιστών. Ενώ χαμηλά στο φαράγγι αναπαυόταν η μεραρχία Τζούλια. Κοίταξα προς το μέρος της δικής μας ενάτης μεραρχίας ήμασταν πολύ λιγότεροι, ίσως και οι μισοί.
Με το δάχτυλο στη σκανδάλη περιμέναμε αρκετή ώρα. Περιμέναμε το πρώτο μπάμ. ν’ αρχίσει η μάχη. Όμως η μάχη δεν άρχισε ποτέ, έτσι ήταν γραφτό. Το δεύτερο έπος του σαράντα ήταν αναίμακτο.
Μια ομάδα πράσινων οικολόγων ανέλαβε δράση. Επισκέφθηκε πρώτα το δικό μας επιτελείο και ζήτησε πάση θυσία να αποφευχθεί αυτή η μάχη και να βρεθεί μια άλλη εναλλακτική λύση. Τα επιχειρήματα των οικολόγων ήταν ακλόνητα: Θα επιβαρυνόταν το περιβάλλον με καπνούς και χημικά, θα διαταρασσόταν η ησυχία των πουλιών και των ζώων, θα προξενιούνταν πυρκαγιές και θα καιγόταν δάση, ενώ το έδαφος θα γέμιζε από μη ανακυκλώσιμα υλικά!
Τα στοιχεία ήταν αδιάσειστα και οι επιτελείς μας συμφώνησαν. Οι οικολόγοι ύψωσαν σημαία της GREEN PEACE και αποχώρησαν προς την πλευρά του εχθρού. Ο εχθρός όχι μόνο συμφώνησε με τους οικολόγους, αλλά βρήκε και την εναλλακτική λύση:
Ένας ποδοσφαιρικός αγώνας θα έκρινε τη μάχη. Η λύση έγινε αποδεκτή απ’ όλους με ανακούφιση. ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΗ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΜΟΝΟΜΑΧΗΣΕΙ ΜΕ ΡΕΤΣΙΝΑΚΙΑ.
Τα σκαπτικά φιλιά και εχθρικά ξεκίνησαν αμέσως μέσα σε διό ώρες, το γήπεδο ήταν έτοιμο.
Προπόνηση δεν χρειάστηκε, ήταν ήδη προπονημένοι. Έδωσαν χειραψίες, άλλαξαν σημαίες κι άρχισε ο αγώνας. Ξεκίνησαν με πολύ πείσμα και σκληρά φάουλ και στο εικοστό λεπτό δεχθήκαμε πρώτοι γκολ, αλλά το ανταπέδωσε ο Αρίδας στο 32. Στο δεύτερο ημήχρονο προηγηθήκαμε με τον Κλωτσαρίδη, αλλά μας ισοφάρισαν στο ογδόντα έξι.
Η αγωνία είχε φτάσει στο κατακόρυφο, όποιος έβαζε γκολ θα ήταν ο νικητής. Και να το θαύμα, στο ενενήντα από πάσα του Πασαλίδη πετιέται ο Γκολιδάκης μας και σκοράρει. Αυτό ήταν Είμαστε νικητές! Νέο έπος. Τα κανόνια ρίχνουν ασταμάτητα και πανηγυρίζουμε. Δύο Ρέο κονιάκ ξεφορτώνονται στη σέντρα και αρχίζει το πανηγύρι για εχθρούς και φίλους…
Μια αγκωνιά μου έρχεται στα δεξιά πλευρά μου,
ανοίγω τόνα μάτι μου και βλέπω την κυρά μου.
Ξύπνα μου λέει για δουλειά και κάνε παραπέρα,
Όλη τη νύχτα με κλωτσάς φωνάζοντας αέρα!
Σηκώνομαι αργά – αργά, ακόμα ζαλισμένος,
να καταλάβω προσπαθώ, που βρίσκομαι ο καημένος.
Κοιτάζω το κρεβάτι μου, δύσπιστα μ’ απορία,
πριν λίγο επολέμαγα, πάνω στην Αλβανία
Σιγά – σιγά συνέρχομαι και το μυαλό μετράει
ο πόλεμος που έζησα, όνειρο ήταν πάει!
Πάει τελείωσε ο πόλεμος, πέρασε και η φρίκη;
Αντίο Αλβανικά βουνά και πάντα με τη νίκη.