Νιζιριώτ’κα χουρατά κι μασλάτια 

Γράφει ο Ζ.Α.Κ.

Στα 1967 – 68 είχαμι πααίν’ Πουλλά πιδιά άπου του χουριό στου Ντιρλί κι στ’ Λάρσα για να μουρφουθούμι… Ιγώ πήγα στ’ Λάρσα μαζί μι άλλα ουχτώ. Του Νίκου τσ’ Αγγιλικώς, του Γιάνν’ τ’ς Σαμαρούς, του Στέργιου τ’ς Σταμούλους, του Νάσιου τ’ς Παρασκι-βώς, του Νίκου τ’ Γιάνν’ τ’ς Μπαρμπαλί-νινας, του Στέργιου τ’ Στιργιάνους, του Γιάνν’ τ’ς Μαρούσιους κι του Νάσιου τ’ς Μαρίας. Εμινάμι στρυ οικουτρουφείου τ’ς Μητρόπολης ικεί στα Νταμπάικα κι θε’ς σχουρέστουν του Δισπότ’ του Θιουλόγρυ, μας πιριποιούνταν πουλύ κα­λά. Μόνι που δεν είχαμι πουλλή ιλιφτιρία κι αυτό μας δυσκόλιβι πουλύ.

Τέλους πάντουν, ικεί εβαλάμι κιλά γιατί ήμασταν χειρότιροι απ’ τ’ς Αλβα­νοί. Κι μια μέρα μας πήγαν ούλα τα πι­διά στου νουσουκουμείου για να μας δουν οι γιατροί. Κι καμπόσα άπου ‘μας τα βρήκαν αδινουπάθεια. Κι έκατσαν λίγις μέρις ικεί.Ένα απ’ αυτά, όνουμα κι μη χουριό, Ζιριώτ’ς ήταν, ήταν πουλύ ιρουτιβμένους μι ένα κουρίτσ’ που κάθουνταν ικεί κουντά στου νουσουκου­μείου κι ιγώ του ήξιρα κι του σπίτ’ κι του κουρίτσ’. Κι τ΄Κυριακή πήγα στου νουσουκουμείου να δω τουν άρρουστου που έπασχι άπου ντυο αρρώστχις. Απου αδινουπάθεια οπούς είπαμι κι άπου έρουτα. Του έχι αυτό του χούι άπου γινητσιάρκους (από τη γέννηση) κι δεν ξε­ρού αν του άφ’σι ακόμα. Μάλλουν του έχ’ ως τώρα. Πήγα, απ’ λέτι, να τουν δω κι αφού σμπόρσαμι για λίγου, έβγαλι απού του σουκόρφ’ ένα γράμμα κι μι λέ­ει: «Πάρτου κι τράβα του ικεί, ξέρ’ς ισύ. Φώναξι κι θα βγει του κουρίτσ’ να του πάρ’». Του πέρου κι γω η χλιάρας κι πααίνου. Αμ, δε ρώτσα η δαβλιασμένους κι γω αν του κουρίτσ’ κάθουνταν μι οικουγένεια ή μοναχό τ’! Ούτι του γράμμα άνοιξα να δω τι έγραφι η βακουφκιασμένους ή άρρουστους. Κι για να μην τα μακρυσκοινώ, έφτασα καμιά βούλα στου σπίτ’ κι φώναξα: «Ου ου Τέτοια, ου Πά­ντοια» κι σι λίγου άνοιξι μια χαμπλή πόρτα. Κι βγήκι ένας μαντράχαλους που ήταν σαν γκίντρουλας τρανός, ως ικεί άπαν. Κι ιπειδή η πόρτα δεν τουν χουρούσι, έσκιψι για να βγει. Κι μόλις μι είδι, μι ρώτσι:
— Τι θέλ’ς, ποιον αράδας;
— θέλου Ντέτοια, είνι ιδώ;
— Τι τ’ θέλ’ς, μι ξαναρουτάει.
— Να, θέλου να τ’ δώσου αυτό του γράμμα.
— Φερτού ιδώ, μι ματαλέει.

Κι γω η χλιάρας τουν δίνου του γράμ­μα, που να καεί η μπουμπούνα μ’, του ανοίγ’ κι αρχινάει να του διαβάζ’! Διάβασι πουλύ λίγις αράδις κι κατάλαβι… Τότι κουκίντζι σαν ντουμάς, μι κοίταξι, μι έκανι μι του χέρ’, να πααίνου κουντά τ’ κι μι λέει: «Έλα ιδώ». Πήγα κι γω κι χουρίς να μι πει τίπουτα μι ζγιάζ’ ένα κέφαλου που βούιξι του κιφάλι μ’. Μι ήρθι αντράλα κι δεν ήξιρα τι να κάνου.Ύστιρα μι λέει: «Σήκου φέγα κι μη σι ξανα­δώ, ακούς;». Τ’ν ώρα που έφυγνα βγήκι κι του κουρίτσ’ ζ’ μπόρτα κατακόκκινου σαν πιρπιρούνα κι σιατζμένου. Τι γίγκι ύστιρα δεν άκ’σα, αλλά ιγώ ακόμα φέγου κι άμα πιρνώ άπου κει ακόμα θυμούμι τουν κέφαλου αν κι πέρασαν άπου τοτε 35 ουλόκληρα χρόνια.

Αλλ’ μια βούλα, όταν ήαν πέντι μι ιφτά χρουνώ, ίστα 1964 παν’ – κατ’, άρμιξάμι τα πρόβατα σιαπέρα στουν ’μμου στου στάλου (της) Τζικατάρινας κι έβγαλάμι ουχτώ κιλά ούλου κι ούλου. Δε θυμάμι να έβγαζάμι κι παραπάν’ καμιά φουρά. Τότι η ξάδιρφός μ’ η Νίκους μι φουρτών’ του γάλα στουν Κανούτου κι μι λέει: «Τ’ν ώρα που θα σι μιτράει η γαλατάς του γάλα να κοιτάς ικεί κι να τουν ρουτήσ’ πόσου είνι. Κατάλαβις;». Κατάλα­βα τουν είπα κι ξικίντζα για του χουριό. Στου δρόμου πήγινα αγλήγουρα κι χτυ­πούσα του γουμάρ’ μι μια βίτσα. Ικεί στα Τρόχαλα τ’ Κατσιούλα ανταμώθκα μι έ­ναν παππού που πήγινι στου χουράφ’ κι ήταν καβάλα σι μια γουμάρα. Τότι τι να τουν κάνου τουν Κανούτου! Πού να τουν αζαπώσου!
Αρχίντζι ν’ αγγαρίζ’, να κλαν’ κι να χυμάει στ’ γουμάρα. Τρόμαξα να τουν ξιτσακώσου. Κόντιψι να μι γκριμίσ’ κι μένα κι του γάλα. Πιρπάτσα λίγου ακό­μα κι έφτασα στ’ Κότρικα. Ιδώ να δείτι τι έπαθα. Μια λαγόμδα (αλογόμυγα) πήγι στου γουμάρ’ κι αυτός η σακαής φαγώθκι να χών’ του κιφάλ’ κατ’ απ’ τ’ αχα­μνά τ’ κι να δαγκώνιτι του ψουφίμ’. Μία άπου δω,;μία απού κει, πού να στηριχτώ η έρμους! Μι γκρέμσι καταή του ψουφίμ, κι αρχίντζι να γκιλιέτι. Καμιά φουρά του σήκουσα, φόρτουσα του γάλα που ιφτυχώς δε χύθ’κι, του έριξα τ’ς χρουνιάς κι ξαναξικίντσα.
Ύστιρα άπου καμιά ώρα έφτασα στου γαλατάτκου, ξιφόρτουσα του γάλα κι του πήγα να του γαλουμιτρήσου κουντά σι ένα τρανό καζάν’. Η γαλατάς έριξι του γάλα στου μέτρου κι του κοιτούσι να δει πόσου είνι! Τότι κι γω έκανα οπούς μι παρήγγειλι η ξάδιρφός μ’ κι τουν ρώτσα: «Πόσου είνι θείου του γάλα;». Αμ’ τι του ήθιλα κι του ίλιγα; Μι ζγιάζ’ έναν κέφαλου που βούιξι του κιφάλι μ’. Μι ήρθι η ουρανός σφουντήλ’, σκουτείδιασι η τόπους, μι ήρθι αντράλα κι κόντιψα να μπω μέσα στου καζάν’. Κι ινώ μι έριχνι τουν κέφαλου μι ίλιγι κιόλας:
— Τι; Πόσου είνι; Να, κουπέλ’ τ’ κιρατά για να μάθ’ς.
Αυτά έπαθα απ’ λέτι κι ακόμα δεν κα­τάλαβα ούτι έμαθα γιατί έφαγα τουν κέ­φαλου. Αλλά ποιος να μιλήσ’ τότι; Δεν κουτούσι κανένας. Η Θιός όμους κανέ­ναν δε χαν’. Δόζα τ’ όνουμά Τ’. Να μας εχ’ καλά να θυμούμαστι αυτά που πέρασάμι, να τα λέμι κι να γιλάμι. Αλλά, ντυο πράγματα δεν ξιχνιούντι στη ζουή μπρε πιδιά. Η πρώτ’ αγάπ’ κι ποιος άλλους; Η Κέφαλους. Έτσ’ δεν είνι! ’ιντι, γεια σας, κι τ’ν άλλ’ βούλα τα ματαλέμι πάλι.

κέφαλος = σφαλιάρα στο κεφάλι
σμπάρος = η κουβέντα, σμπουρίζω = κουβεντιάζω
σουκόρφι = το εσωκόρφιο, εσωτερι­κή τσέπη
γκίντρουλας = μεγάλη ρόδα
μπουμπούνα = το κεφάλι
σιατζμένου = σαστισμένο

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ