Category Archives: Φύλλο 127
ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ
Αρραβώνες
Ο Γκρίζιας Ζήσης του Κων/νου με την Άννα Γκαντόγλου από την Λάρισα
Ο Καραλιάκος Κων/νος του Ιωάννη και της Αγορίτσας μα την Φώλια Αγαθή από την Λάρισα.
Ο Μόκας Κων/νος γιος της Μαίρης Καραμπατή με την Δέσποινα Παράσχου από τον Βόλο.
Ο Μητσόπουλος Αστέριος του Θωμά και της Μαρίας με την δασκάλα Ξανθίππη Ζεστού του Ζήση και της Καλλιόπης από τα Δελέρια.
Γάμοι:
Η Παπαϊωάννου Αικατερίνη του Αποστόλου και της Δέσποινας με τον Γιώργο Τσιρά από την Βέροια.
Η Θέκλα Μπούτσικα του Νικολάου και της Ελένης με τον Δημήτρη Δημητρόπουλο από τον Πειραιά.
Η Σαλαμπάση Αγλαΐα με τον Κυριάκο ΜΠΑΚΟΥΛΗ από την Πάτρα.
Ο Αθανάσιος Ρημαγμός του Ιωάννου με την Ψύλλα Κατερίνα από τη Λάρισα
Γεννήσεις:
Η Νταμπόση Ζωή σύζυγος Νικολάου Θεοδοσίου γέννησε το πρώτο παιδί κορίτσι.
Η Αντιγόνη Βάννη- Μαντά σύζυγος Δημητρίου Μαντά του Κων/νου και Μαίρης Τσιαπλέ γέννησε το πρώτο παιδί αγόρι.
Η Χριστίνα Παπαιωάννου του Παναγιώτη και της Αμαλίας σύζυγος του Τόμας Φρανκόβσκι, γέννησε το πρώτο παιδί αγόρι.
Θάνατοι:
Ευάγγελος Γκαμπούρας ετών 80 (Θάφτηκε στην Αθήνα όπου ζει η κόρη του
Κων/νος Γκουγκουλιάς (Ντημοτζίκας) ετών 83.
Δημήτριος Καραμπατής ετών 81.
Η Μασούρα Μαρία (Μάρω) χήρα του Χρήστου, ετών 89 (θάφτηκε στον Τύρναβο όπου ζει ο γιός της Γιώργος).
Ο Παναγιώτης Τσιούγκος του Χαράλαμπου, ετών 82.
Γύφτοι στο χωριό
Καλοκαίρι. Μήνας Θέρος. Ο καιρός ζεστός κι έξω τσιντζίριαζε ο τόπος. Στο έμπα του χωριού, κοντά στην Αγία Παρασκευή, φάνηκαν δυο κάρα που τα έσερναν ισάριθμα παρδαλά και ξερακιανά άλογα. Ήταν φορτωμένα με γύφτους, γυφτούλια και το κουρελοσπιτομάζωμά τους. Εκεί σταμάτησαν. Έκαναν αναγνώριση εδάφους και τελικά «στρατοπεύδευσαν» πίσω από την εκκλησία, στο οικόπεδο δίπλα από το μύλο του Τσιακάλη και του Μασούρα. Από τα κάρα κατέβηκαν δυο μαυριδεροί γύφτοι, τριανταπεντάρηδες περίπου, ξερακιανοί, ψηλοί, άπλυτοι, σκονισμένοι και αξύριστοι. Άλλες τόσες γύφτισσες με μακριά, παρδαλά φουστάνια και τσεμπέρια στο κεφάλι. Καμιά εφτά, οχτώ γυφτούλια από δυο ως δώδεκα χρόνων απεριποίητα, ξυπόλυτα και μερικά ξεβράκωτα. Και τέλος, ένα ταλαίπωρο ζώο με καπίστρι στο κεφάλι. Ήταν μια μαϊμού που, παρόλη την κούραση από το πολύωρο ταξίδι, φαινόταν πρόσχαρη και παιχνιδιάρα. Σε λίγο έστησαν δυο μεγάλες τζιαντούρες, έδεσαν τα ζώα και τακτοποίησαν πολύ γρήγορα το «σπιτικό» τους. Ήρθαν για μεροκάματο και ζητιανιά. Για λίγα ξύλα, τυρί, ψωμί, καμιά πενταροδεκάρα και ό,τι άλλο μπορούσαν να βγάλουν.
Ο ερχομός τους μαθεύτηκε πολύ γρήγορα γιατί, στη βρύση της Αγέλης, κάμποσα παιδιά βρίσκονταν εκεί και βουτούσαν τα κεφάλια τους μέσα στην κοπάνα για δροσιά αλλά και για στοίχημα. Έριχναν χαλίκια μέσα στο νερό και στοιχημάτιζαν για το ποιος θα μπορέσει να τα βγάλει μόνο με το στόμα μέσα από τη βαθιά κουπάνα. Ο ερχομός, όμως, των γύφτων τράβηξε την προσοχή τους και σταμάτησαν το παιχνίδι. Το βλέμμα τους και η προσοχή τους στράφηκε προς τα εκεί. Εξάλλου, οι γύφτοι πάντα αποτελούσαν ξεχωριστή «διασκέδαση» και προκαλούσαν περιέργεια στα παιδιά της χωριού που σπάνια έβλεπαν τέτοιου είδους ανθρώπους. Φοβόταν όμως και να πλησιάσουν, γι’ αυτό και έτρεξαν να πουν το νέο… Σε λίγο, μερικά από αυτά, ο Λέγκος της Κανάκαινας, ο Γκουντής της Γιάνναινας και ο Γιάννης της Βασίλως, ακούστηκαν πιο πάνω να φωνάζουν. «Εεε πιδιααά, ήρθαν γύφτ’ σιακάτ’ σ’ν Αγέλ’! Έχν κι μια μαϊμού, ιλάτι να δείτιιι!». Και αυτόματα, οι διάφορες τρελοπαρέες, άρχισαν να ξετρυπώνουν από δρόμους και σοκάκια και να συγκεντρώνονται διστακτικά στη βρύση της Αγέλης για το «θέαμα».
Το από μακρόθεν θέαμα δεν κράτησε για πολύ γιατί οι γύφτοι «έπιασαν» αμέσως δουλειά. Ο καθένας στο πόστο του. Ο ένας στη γύρα με τη μαϊμού, ο άλλος στο γάνωμα και οι γύφτισσες στη ζητιανιά. Το χωριό το μοίρασαν στα τρία. Τα γυφτάκια παρέμειναν να φυλάγουν τις σκηνές και τα άλογα. Τα τελευταία, από την πείνα που είχαν, έτρωγαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, ακόμα και τα παλούκια του φράχτη που ήταν δίπλα στο μύλο. Ο πρώτος γύφτος με τη μαϊμού βρέθηκε σε λίγο εκεί στα Κατσιαουνάτικα, στον πρώτο δρόμο δεξιά. Από πίσω τους ακολουθούσαν καμιά δεκαπενταριά πιτσιρικάδες γεμάτοι περιέργεια. Από τη φασαρία και τις φωνές, όλη η γειτονιά αναστατώθηκε. Και ξαφνικά, ο γύφτος με τη μαϊμού, βρέθηκαν περιτριγυρισμένοι από ανθρώπους κάθε ηλικίας. Ο γύφτος αυτό περίμενε, να μαζευτεί κόσμος για ν’ αρχίσει την παράσταση. Χτυπούσε ένα ντέφι και η χαριτωμένη μαϊμού χόρευε. Το χτύπημα του ντεφιού συνοδευόταν και από έναν αμανέ που τραγουδούσε ο ξερακιανός και πεινασμένος γύφτος. Και κάθε φορά που τελείωνε ο χορός, το ζωντανό υπάκουε στα προστάγματα του αφεντικού του.
– Έλα μπρε Μαρικάκι μου, κάνε μπρε να δουν τα παιντιά κι οι γκέροι, πώς στολίζονται τα κορίτσια;
Και το Μαρικάκι έπαιρνε ένα καθρεφτάκι από το γύφτο, σηκωνόταν στα δύο και έκανε πως καθρεφτιζόταν.
– Κάνε τώρα Μαρικάκι μου, πώς περπατάει ο γκέρος με το γκρέα;
Και το Μαρικάκι έπαιρνε το μπαστούνι που κρατούσε ο γύφτος και καμωνόταν το γέρο με τη γριά.
Στο μεταξύ, το πλήθος κοιτούσε με μεγάλη περιέργεια, γελούσε και σχολίαζε το σπάνιο θέαμα.
– Α ρα, κι πάρου καμιά φούρκα, θα πλαλάει η γύφτους να βρει τ’ μαϊμού απάν’ σι κάνα δέντρου, ακούστηκε να λέει ο μπαρμπα-Κώστας ο καλαμπουρτζής. Α ρα, δεν τηράτι τι κώλου κόκκινου έχ’; Λέσια είνι, συμπλήρωσε.
– Α ρα, τέρα του, τέρα του του έρμου πως κάν’ τα σκέρτσα, συμπλήρωσε ο άλλος καλαμπουρτζής, ο μπαρμπα-Τόλιος. Τηράτι του γύφτου τι λουγιός είνι! Σα στιγνός μπακαλιάρους. Κι απολύκου του σκλί, δεν θα δει κατά πού θα πααίν’ κι η γύφτους κι η μαϊμού!
Στο μεταξύ τα παιδιά είχαν πλησιάσει πολύ κοντά στο δίδυμο της παράστασης και μερικά ενοχλούσαν. Η μαϊμού, κάθε φορά που τα αισθανόταν σιμά της, γύριζε προς το μέρος τους και τα φοβέριζε δείχνοντας τα δόντια της. Ο γύφτος από την άλλη, την τραβούσε από το καπίστρι και τα προέτρεπε ικετευτικά να μην την πειράζουν. Η θεια Παγώνα που παρατηρούσε τις άγριες διαθέσεις του ζώου, όταν είδε το γιο της να το πειράζει, έβαλε τις φωνές.
– Βρε παλαβέ, φέγα απού κει. Θα σι δαγκώσ’ η μαϊμού κι θα σι πλαλούμι στου γιατρό!
Σε λίγο η παράσταση έλαβε τέλος και ο γύφτος ζήτησε την πληρωμή του.
– Καλέ κεράντες, ντόστι μι λίγο ψωμί, τυρί ή ό,τι τέλετε!
Μερικές, φιλοτιμήθηκαν και πετάχτηκαν να φέρουν κάτι. Ο γύφτος τα έχωσε βιαστικά σε ένα σάκο της κακιάς ώρας και ευχαρίστησε την κάθε μια χωριστά:
– Ευκαριστώ πολύ, μπρε, κερά μου, Θεός σχωρέσ’ τα πιτ(θ)αμένα σου μπρε!
Και αφού μάζεψε όσα του έφεραν, συνέχισε για την παραπάνω γειτονιά όχι όμως μόνος του. Από πίσω ακολουθούσε το παιδομάνι και γινόταν χαμός. Η μαϊμού ενοχλούνταν πολύ από το θόρυβο και την παρουσία τους και κάθε τόσο γύριζε και έδειχνε τα δόντια της. Ο γύφτος την καθησύχαζε και προχωρούσε χτυπώντας το ντέφι και τραγουδώντας τον ίδιο αμανέ. Το σούρουπο τον βρήκε κάπου κοντά στην βρύση Τσιαγκάλω και σε λίγο πήρε το δρόμο για το τσαντίρι του. Οι τρελοπαρέες και αυτές, όλη την ημέρα από κοντά. Και μόνο, όταν ο γύφτος έφτασε στην Αγέλη, τότε αποφάσισαν και αυτές να σκορπίσουν, γιατί είχε μουργκίσει* και οι μάνες που είχαν τα παιδιά τους όλη την ημέρα χαμένα, άρχισαν να βγαίνουν και να φωνάζουν.
– Αρέ Κώτσιου, αρέ Γιάνν’, ιλάτι αγλήγουρα στου σπίτ’. Θα σας κριμάσ’ η μπαμπάς σας! Πού πλαλάτι όλ’ μέρα; Ιλάτι στου σπίτ’ κι θα σας δείξου ιγώ!
Οι απειλητικές φωνές των μανάδων χάνονταν μέσα στο σκοτάδι και όσοι από τους «παραβάτες» τις άκουγαν, έτρεχαν γρήγορα για να μην γίνουν χειρότερα τα πράγματα, όπως έγινε με τα παιδιά της κυρά Μαρίας που τα έψαχνε τώρα μέσα στο σκοτάδι.
– Βρε πιδιά, μήπους είνι ιδώ η Νάσιους μι τουν Τραντάφλου; Μήπους τα είδιτι; Τα έχου όλ’ μέρα χαμένα!
– Τα είδα ιγώ τχεια, την απάντησε ο Σησιός* της Τέγαινας* που την αναγνώρισε μέσα στο σκοτάδι. Πήγαν σιακάτ’ σ’ν Αγέλ’ να δουν τ’ς γύφτ’ κι τ’ μαϊμού!
– Καλά πιδί μ’, είπε η θεια Μαρία και μονολογώντας, συνέχισε το δρόμο της για την Αγέλη. Αχ, τουρκούλια, θα σας ξιραχιάσου! Δε χόρτασέτι όλ’ μέρα; Να δω πώς θα φέρτι τα μούτρια σας στου σπίτ’;
Σε λίγο έφτασε κοντά στα τσαντίρια και είδε τα προκομμένα της να χαζεύουν τους γύφτους που ήταν γύρω από την αναμμένη φωτιά. Τα φώναξε, και όταν πήγαν κοντά της, άρχισε τον εξάψαλμο.
– Πού είστι βρε αχαΐριφτα, πού πλαλάτι όλ’ μέρα; Να σας παραχώσου, να μην σας έχου! Ήρθι η μπαμπάς σας κι τρώει τ’ς πέτρις στου σπίτ’. Θα μι παραχώσ’ κι μένα κι σας. Πώς θα πάμι στου σπίτ’ τώρα; Βρε ξιραμέμα, βρε δαβλιασμένα, τι τζιάπια* να τουν δώσου;
Ο μπαρμπα-Στέργιος, ο άνδρας της κυρά Μαρίας, ήταν υλοτόμος και είχε γυρίσει κουρασμένος από το ρουμάνι. Ζήτησε τα παιδιά του για να τα στείλει να πάνε στη «Φτωχομάνα», στο μπακάλικο του μπαρμπ’- Αντώνη να αγοράσουν πέταλα για να πεταλώσει τα μουλάρια, αλλά όταν είχε νυχτώσει και δεν επέστρεφαν στο σπίτι, έγινε έξω φρενών. Ήταν που ήταν νευρικός, τώρα έγινε θηρίο ανήμερο, ήταν για τα σίδερα, γι’ αυτό και τα έβαλε με τη γυναίκα του. Αυτή η κακομοίρα, έτρεμε όταν τον άκουγε να φωνάζει και τον καλόπιανε μέχρι να περάσει η μπόρα. Γιατί, όταν τον «έπιανε» γινόταν τρικυμία στο σπίτι τους. Έδερνε τα παιδιά, και «κατέβαζε» καντήλια, Θεούς και Παναγίες. Τα ίδια έγιναν και αυτή την ημέρα. Νευρίασε, έβρισε Θεούς και δαίμονες και άφρισε από το κακό του. Και, χάλια ώρες, έδωσε διαταγή στη γυναίκα του: «Σύρι να τα βρεις γιατί… κι γω δεν ξέρου τι θα γέν’ απόψι!..». Γι’ αυτό και αυτή βγήκε στο χωριό για να τα ψάξει. Και τώρα που τα έφερνε στο σπίτι, σκεφτόταν τι θα γίνει. Να την έσφαζες, αίμα δεν θα έβγαζε. Καμιά φορά έφτασαν στο κονάκι τους και τσιμουδιά δεν έβγαζε κανείς. Την ώρα εκείνη ο μπαρμπα-Στέργιος ήταν χωμένος μέσα στην καλύβα και πάχνιαζε τα οικόσιτα βρίζοντας: «Να ψουφίστι μαγκούφκα! Δε μι φτάν’ η τυράγνια, έχου κι σας ψουφίμια!». Τότε και αυτή συμβούλεψε ψυθιριστά τα παιδιά να πάνε μέσα και να πέσουν γρήγορα για ύπνο, μήπως και τα λυπηθεί ο πατέρας τους και σταματήσει εδώ το κακό!
Σε μισή ώρα περίπου, ο μπαρμπα-Στέργιος είχε τελειώσει με τα ζωντανά και μπήκε στο σπίτι. Στο χαγιάτι βρήκε τη γυναίκα του να τρέμει σαν φύλλο.
– Τι έκανις μαρή, τα βρήκις; τη ρώτησε κάπως μαλακά.
– Τα βρήκα Στέργιου, απάντησε εκείνη κομπιασμένα και περίμενε με αγωνία τη συνέχεια.
– Πού ήντα; ξαναρώτησε με σηκωμένη φωνή τώρα.
– Ιά, άστα τώρα. Έπισαν να κοιμθούν. Ταχιά μι του καλό τα μαλώντς άμα θέλ’ς!
Και χωρίς να ρωτήσει ξανά, τράβηξε ίσια για το στρώμα που «κοιμούνταν» τα παιδιά. Αρπάζει τα στρώματα και φωνάζει.
– Σκουθείτι απάν βρε κιαρατάδις! Κάντι πως κοιμάστι! Θα σας δείξου τώρα ιγώ!
Και χωρίς να περιμένει, βγάζει το ζωνάρι και αρχίζει να τα δέρνει. Αυτά άρχισαν να κλαίνε και να φωνάζουν: «Αχ λελέ μανούλα μου, δε θα του ξανακάνουμι!, μη μπαμπά, δε θα ξαναφύγουμι!» κλπ. Η μάνα μπήκε στη μέση για να τα προστατέψει από την οργή του άνδρα της.
– Μη Στέργιου, μη χτυπάς τα πιδιά, δε θα του ξανακάν’!
Και όταν τα πράγματα αγρίεψαν περισσότερο, συνέχισε να ικετεύει.
– Μηηη βρε Στέργιου, κακό θα μας κάντζ, μύθου θ’ αφήκουμι στου χουριό!
Τελικά, από την άνιση μάχη, ο Τριαντάφυλλος κατόρθωσε να ξεφύγει. Δεν ξαναγύρισε στο σπίτι εκείνη τη νύχτα και ένας Θεός ξέρει σε ποια κρυψώνα κούρνιασε μέχρι να ξημερώσει. Ο Θανάσης στάθηκε πολύ άτυχος. Ο πατέρας του τον άρπαξε από το χέρι, τον έδεσε από τα πόδια με ένα σκοινί και τον κρέμασε ανάποδα από το χοντρό κλωνάρι της καρυδιάς που είχαν στην αυλή. Κατόπιν πήρε σάλομα και το άναψε κάτω από το κεφάλι του.
– Απάντα μι βρε κιαρατά, θα του ματακάντζ αυτό άλλ’ βουλά; Απάντα μι γιατί θα σι κάψου απόψι, δε μι γλιτώντζ!
– Όχ(ι) μπαμπά, δε θα του ξανακάνου, σι ουρκίζουμι, απαντούσε με λιγμούς ο Θανάσης.
Η μάνα, που παρακολουθούσε με αγωνία τη σκηνή, δεν άντεξε και ξέσπασε σε κλάματα και κατάρες.
– Αχ βρε χαλιαρά, να σι κουλαθούν τα χέρια! Απ’ να βγάλς ν-κακιά τ’ν αρρώστια! Θα μας κλείσ’ του σπίτ’ αχαΐριφτι!
Στο τέλος, ο πατέρας του τον ξεκρέμασε, τον απείλησε και πάλι και τον άφησε να πάει για «ύπνο». Η νύχτα ήταν εφιαλτική για όλους. Την άλλη μέρα, κατά το μεσημέρι, παρουσιάστηκε δειλά δειλά και ο Τριαντάφυλλος και όλα τελείωσαν εδώ. Από τότε «έβαλαν» μυαλό και πάντα συμμαζεύονταν νωρίς τα βράδια στο σπίτι.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στους γύφτους και ας δούμε τη συνέχεια της ιστορίας μας. Ο δεύτερος γύφτος, ο πιο ψηλός, φορτώθηκε τα εργαλεία του για το γάνωμα και ακολούθησε τον κεντρικό δρόμο. Από του Πανάρα το σπίτι άρχισε κιόλας να φωνάζει: «Ο γανωτζήηης, χαλκώματα γανώνωωωω, ο γανωτζήηης! Ελάτε κεράντες μου, γανώνω κουτάλια, πιρόνια, ταψιάαα και ταβάααντες!». Στο άκουσμα της φωνής του, μερικές γυναίκες βγήκαν για να δουν και να φωνάξουν.
– Αρέ μάστουρα, σταμάτα στη βρύσ’ να φέρουμι τ’ αγγειά μας!
Ο γύφτος άκουσε και σταμάτησε εκεί στη βρύση της Ντόνταινας. Ακούμπησε τα εργαλεία του δίπλα στο σπίτι της Νικόλαινας, στον ίσκιο και περίμενε. Σε λίγο κατέφτασαν εκεί καμιά δεκαριά γυναίκες. Άλλη με κουτάλια, άλλη με τον ταβά και μερικές με τις μπακράτσες. Πρώτη πήρε το λόγο η Γιάνναινα.
– Πόσου θα μι τα γανώσ’ τα κουτάλια μάστουρα;
– Μη φοβάσαι μπρε κερά μου, μόνο ντύο αβγά να μου φέρεις και λίγκο ψωμί. Άντε κερά μου, πήγαινε να τα βράσεις και φέρτα μου γιατί πεινάου πολύ. Και ως να έρτεις, θα τα έχω έτοιμα εγκώ!
Η Γιάνναινα έφυγε για να φέρει τα αβγά. Ο γύφτος άναψε ένας είδος καμινέτου και από πάνω από μια τρύπα, έριξε μερικά κομμάτια καλάι για να λιώσουν και άρχισε να τα γανώνει. Μετά από λίγο, στο τέλειωμα των κουταλιών, κατέφτασε και η Γιάνναινα με λίγο ψωμί και δυο αβγά βραστά. Ο γύφτος, παρέδωσε την παραγγελία, και χωρίς να χάσει καιρό, έσπασε ένα κομμάτι ψωμί, έχωσε μισό αβγό στο στόμα και άρχισε να τρώει λαίμαργα κάτω από τα βλέμματα των πελατών του. Αλλά δεν λησμόνησε να ευχαριστήσει και την Γιάνναινα.
– Ευκαριστώ πολύ μπρε κερά μου, Θεός σχωρέσ’ τα πετ(θ)αμένα σου! Άμα έχεις και τίποτε άλλο φέρε να πάω και στα πιντδιά μου γιατί πεινάνε!
Η Γιάνναινα έκανε πως δεν άκουσε και το λόγο πήρε τώρα η Γιώργαινα.
– Ιμένα μάστουρα, πόσου θα μι γανώσ’ τ’ μπακράτσα;
– Εσένα κερά μου, είναι μιγκάλο το αγγειό σου. Θα μου φέρεις λίγκο ψωμί, λίγκο τυρί και τρία ξύλα να ζεστάνω τα πιντιά μου!
– Ιμένα μάστουρα, μι πέρς πουλύ ακριβά. Ιμείς δεν έχουμι πρόβατα, πού θα του βρω του τυρί;
– Μπρε κερά μου, τότες φέρε μου απ’ αυτά που έχεις, ντε τα καλάσουμε το παζάρι!
Ο γανωτζής έφαγε σχεδόν όλη την ημέρα εκεί και δεν είχε τελειώσει. Η σκιά της Τσιούκλας είχε σκεπάσει τη γειτονιά της Ντόνταινας, γι’ αυτό και αυτός, κουρασμένος πλέον, μάζεψε τα εργαλεία του και ανακοίνωσε στις παραστεκάμενες ότι θα μείνουν στο χωριό για καμιά βδομάδα και να μην ανησυχούν. Θα ξαναπεράσει για να συνεχίσει. Έπειτα φορτώθηκε εργαλεία, τρόφιμα και ξύλα και κατηφόρισε για το τσαντίρι του κατευχαριστημένος. Δόξα τω Θεώ, καλά πήγε η πρώτη ημέρα. Δεν θα γκουργκουρίζουν απόψε οι κοιλιές των γύφτων και θα ζεστάνουν ψίχα το κοκαλάκι τους, που τη νύχτα, παρόλη την καλοκαιριά, ήθελαν ζεστασιά.
Οι γυναίκες που περίμεναν τη σειρά τους για να γανώσουν, άρχισαν να διαλύονται και μόνο η Μήτσαινα είπε στις υπόλοιπες.
– Γναίκις, ε γναίκις. Στου χουριό πλαλούν κι δυο γύφτσις. Μην αφήνιτι ανοιχτά τα σπίτια σας γιατί κλέβν οι παλιουμαστόρσις. Άκσα πως πήγαν στου σπίτ’ τ’ς Καλλιόπους ικεί σιαπάν στα Καστουράτκα, δεν βρήκαν κανέναν κι μπήκαν κι έκλιψαν τα παντουφλιά τ’ς μανιάς. Τα μάτια σας δικατέσσιρα!
Πραγματικά, οι δυο γύφτισσες, μόλις έφυγαν οι γύφτοι, άφησαν στα τσαντίρια τα παιδιά τους και άρχισαν τη ζητιανιά από τα πρώτα κιόλας σπίτια του χωριού. Μάζεψαν λίγα τρόφιμα και επέστρεψαν γρήγορα για να ταΐσουν τα πεινασμένα γυφτάκια που περίμεναν όπως τα μικρά χελιδόνια τις μητέρες τους. Και αφού τακτοποίησαν τη φαμίλια τους, ξεχύθηκαν πάλι μέσα στο χωριό, παίρνοντας σβάρνα τα φτωχά νοικοκυριά. Η δουλειά τους, όμως, δεν αποδείχτηκε και τόσο εύκολη. Γιατί, σε άλλα μεν σπίτια τις υποδέχονταν με καλοσύνη, σε άλλα δε, τις έδιωχναν. Και σα να μην έφταναν αυτά, είχαν να αντιμετωπίσουν και την πιτσιρικάδα που έτρεχε από κοντά τους και τις εμπόδιζε στο έργο τους.
Τη δεύτερη μέρα, λίγο πριν από το μεσημέρι, οι γύφτισσες φάνηκαν στην πάνω γειτονιά, κοντά στη βρύση του Γκαναβούρα. Ήταν έτοιμες να μπουν στην αυλή της Κώσταινας. Η Κώσταινα, όμως, τις αντιλήφθηκε και έπιασε μέσα από την πορτοξυλή της. Οι γύφτισσες από την έξω μεριά, ήθελαν ντε και καλά να μπουν, αλλά η Κώσταινα που ήταν μόνη της στο σπίτι και φοβόταν, ήταν ανένδοτη.
– Σας είπα φυγάτι, δεν έχου τίπουτα να σας δώσου!
Και βλέποντας ότι δεν καταλαβαίνουν, τις φοβέρισε με ψέματα.
– Σας είπα φυγάτι, θα φουνάξου τουν άντρα μ’, θ’ απουλύκου του σκλί κι θα σας κάν’ κουμάτια! Άι στου καλό σας απού δω!
Οι γύφτισσες φοβήθηκαν και αποφάσισαν να φύγουν, ενώ η Κώσταινα, που στο σπίτι της ούτε κότα λαλούσε ούτε σκύλο είχε ποτέ και ούτε άνθρωπο έβαζε από μέσα, καρφώθηκε εκεί στην ξύλινη εξώπορτα και δεν έλεγε να μπει μέσα, αν πρώτα δεν σιγουρευόταν για τη φυγή τους. Στο μεταξύ, καμιά εικοσαριά πιτσιρικάδες που ακολουθούσαν τις γύφτισσες, είχαν σκαρφαλώσει πάνω στη βρύση και περίμεναν. Και μόλις τις είδαν να φεύγουν, άρχισαν να πετούν πέτρες και να φωνάζουν ρυθμικά και τραγουδιστά.
Γύφτσα, γκουρμπέτσα* τα μαλλιά σου πέτσα*,
Γύφτσα, γκουρμπέτσα τα μαλλιά σου πέτσα!!!.
Τότε έγινε χαμός. Οι γύφτισσες άρχισαν να τρέχουν, και όσο αυτές έτρεχαν, άλλο τόσο και τα πιτσιρίκια έπαιρναν θάρρος και έτρεχαν από κοντά τους φωνάζοντας και πετροβολώντας. Σε λίγο πέρασαν έντρομες μπροστά από το σπίτι της κυρά Βαγγελής και βλέποντας ανοιχτή την εξώπορτα της Αποστόλαινας, χώθηκαν μέσα για να ζητήσουν βοήθεια και καταφύγιο. Η θεια Αποστόλαινα, σαν είδε να μπαίνουν τρομαγμένες οι γύφτισσες στην αυλή της, λες και ήταν γίδια που τα κυνηγούσε ο λύκος, πετάχτηκε έξω για να δει τι συμβαίνει. Και βλέποντας το παιδομάνι να φωνάζει και να κρατάει τρόχαλα στα χέρια του, τα αποπήρε.
– Άι, δεν αντρέπισέστι τουρκούλια, άι άι, τρανά, τρανά απού δω! Αφκήτι τ’ς μαστόρσις ήσυχις!
Τα παιδιά παραμέρισαν αλλά δεν απομακρύνθηκαν. Τα πιο αχαμνά και θαρραλέα από αυτά, όπως ο Λιος* της Θειας Βασίλως, ο Κίτσιος* της Αλσαβώς και ο Θωμάς της κυρά Γιώργαινας, κρατώντας ακόμα τις πέτρες στα χέρια τους, τα τράβηξαν όλα στη βρύση του Ντιλνίκου και περίμεναν… Οι γύφτισσες στο μεταξύ, βρίσκοντας σιγουριά, ξεθάρρεψαν και έπιασαν κουβέντα με τους ενοίκους, χωρίς να λησμονήσουν βέβαια και τη ζητιανιά. Σε κάτι παλιοσακίδια έβαλαν τα φαγώσιμα που τις έδωσαν και ευχαρίστησαν.
– Ευκαριστούμε μπρε κερά μου, να σχωριθούν τα πεταμένα σου μπρε! Έχουμι κι μεις πιντάκια κι πεινάνι τα καημένα. Αλλά, τώρα πώς θα φύγουμι, μπρε κυράντες μου; Για κοίτα μπρε, αυτά τα παλιόπαιντα, είναι όξω στο ντρόμο ακόμα;
Η Αποστόλαινα κοίταξε και δεν είδε παιδιά. Αυτά είχαν φύγει γιατί βαρέθηκαν να περιμένουν μια και είχε περάσει κάμποση ώρα και το «παιχνίδι» τους δεν έλεγε να κάνει εμφάνιση. Στο μεταξύ, οι γύφτισσες είχαν πιάσει κουβέντα με την κυρά Χρίσταινα, την γειτόνισσα της Αποστόλαινας που βρέθηκε εκεί γιατί πήγε να γυρέψει το κόσκινό της που το είχε δανείσει και τώρα το χρειαζόταν για να κοσκινίσει λίγο παλιό σιτάρι.
– Δε μι λέτι μαστόρσις, μήπους ξέρτι να λέτι κι του φλυτζιάν’;
Οι γύφτισσες κοιτάχτηκαν με κλεφτές ματιές, κατάλαβαν πως η «δουλειά έχει ψωμί», γιατί οι αφελείς αφθονούν στον κόσμο, και η μεγαλύτερη στην ηλικία, απάντησε στη Χρίσταινα που ήταν χήρα.
– Ναι μπρε κερά μου, και το φλυτζάνι και την απαλάμη και το μοίρα σας να σας λέω εγκώ. Ούλα τα ξέρω μπρε μάτια μου, τα έμαθα από τον παππού μου το γκύφτο και τη γκριά του. Φκιάστε αγλήγορα έναν καφέ γιατί τέλουμε να πάμε στα πιντιά μας μπρε!
Σε λίγο, δύο καφέδες αχνιστοί από κριθάρι, ήταν έτοιμοι. Τους ήπιαν στα σβέλτα οι ενδιαφερόμενες, κατόπιν έκλωσαν κι από δω κι από κει, καμιά δεκαριά γυροβολιές τα φλιτζάνια για να κάνει ο καφές πολλά παρδαλούδια, και στη συνέχεια, τα αναποδογύρισαν με θρησκευτική ευλάβεια πάνω σε μια παλιά εφημερίδα, μην τυχόν και δεν γραφτεί η τύχη τους όπως θα την ήθελαν! Η γύφτισσα, που μέσα στην κουβέντα που είχαν προηγούμενα, είχε δει και είχε «κλέψει» αυτά που ήθελε, σε λίγο πήρε στα χέρια της το φλιτζάνι της Χρίσταινας. Αφού το εξέτασε για λίγο με πολλή «προσοχή», άρχισε να λέει. «Εσύ μπρε κερά μου, μαύρη είναι η ψυχή σου, άντρωπο έχασες στο σπίτι σου, αλλά χαρά θα πάρεις μπρε, στέφανα βλέπω εντώ».
– Θα βγουν αγλήγουρα μαστόρσα; πετάχτηκε η Χρίσταινα που είχε καρφώσει τα μάτια της πάνω στο φλιτζάνι και ανυπομονούσε να μάθει για την τύχη του σπιτιού της και το ριζικό της.
– Μη βιάζεσαι μπρε κερά μου. Να, βγαίνουν, μέσα σε ένα ντέκα. Αλλά, μπρε κερά μου, έχεις να μας φέρεις καμιά κότα; Πεινάνε τα πιντιά μας!
– Πέτου ισύ του φλυτζιάν’ κι μη σι νοιάζ’, πετάχτηκε ξανά η Χρίσταινα.
– Αυτά μπρε κερά μου, δεν βλέπω άλλα. Φέρε την κότα πρώτα κι ύστερις σε λέω και το παλάμη, τζάμπα μπρε, τζάμπα!
Η Χρίσταινα, χωρίς να χάσει καιρό, πήγε τα ξεστρώντα* στο σπίτι της και έφερε γρήγορα μια μαύρη γριά κότα, από τις λιγοστές που είχε. Πού θα ξανάβρισκε ευκαιρία για να μάθει αυτά που ήξερε; Από την άλλη, η γύφτισσα, που στην απάτη και στο ψέμα δεν την έφτανε κανένας, αφού τακτοποίησε το πουλερικό, έπιασε την παλάμη του θύματός της και άρχισε πάλι τα δικά της. «Καλέ κερά μου, βαθιές γραμμές έχει το απαλάμη σου μπρε. Πολλά χρόνια θα ζήσεις και πολλά εγγόνια θα κάνεις. Το ντρόμο μπρε, είναι ντύσκολο αλλά στο τέλος ευτυχία θα έχεις!» κλπ, κλπ.
Μετά ήρθε η σειρά της Αποστόλαινας. Με αγωνία άκουσε και αυτή αυτά που γνώριζε για το σπιτικό της. Οι γύφτισσες, ικανοποιημένες από το αναπάντεχο μεροκάματο και την περιποίηση που έτυχαν, τα μάζεψαν για να φύγουν. Τελικά, σε καλό τις βγήκε το πετροβόλημα των παιδιών. Και όχι μόνο αυτό. Γρήγορα διαδόθηκε στο χωριό ότι λένε τη μοίρα και διαβάζουν το φλιτζάνι. Γι’ αυτό, πολλές αφελείς γυναικούλες, τις έμπασαν από μέσα και πλήρωσαν ακριβά «το μοίρα» τους, όπως και η κυρά Χρίσταινα. Που, κουβεντιάζοντας με τη γύφτισσα, της είπε για τα βάσανά της και τα παιδιά της. Και ύστερα της τα βρήκε όλα, ακόμα και τον άνθρωπο που έχασε, λες και η γύφτισσα δεν πρόσεξε που ήταν στα ολόμαυρα ντυμένη.
Αναχώρησαν οι γύφτισσες, πήραν τον κατήφορο προς τους Αγίους Αποστόλους και η κυρά Χρίσταινα ήταν ακόμα εκεί στης Αποστόλαινας. Το κόσκινο το είχε ξεχάσει τώρα και μόνο το μοίρα της σκεφτόταν. Το σιτάρι θα το κοσκίνιζε «απού ταχιά», όπως έλεγε και εκείνη. Και πάνω στην κουβέντα φάνηκε στην εξώπορτα ο μεγάλος γιος της, ο Νίκος. Ήρθε να τη φωνάξει γιατί, το κόσκινο την έστειλε να ζητήσει και κόσκινο έγινε.
– Άντι βρε μάνα, ιδώ είσι ακόμα; Ιγώ σι έστειλα να φέρς του κόσκινου κι όχ’ για μουχαμπέτια. Έλα στου σπίτ’ να κουσκινίσουμι του στιάρ’ να πααίνου στου μύλου να αλέσου!
– Καλά βρε πιδί μ’, βρήκα ιδώ ντυο γύφτσις κι μας είπαν του φλιτζιάν! Γι’ αυτό έκατσα.
– Αχ, μι φαίνιτι δεν έχιτι ντιπ νινιό στου κιφάλ’. Γι’ αυτό ήρθις κι πήρις τ’ λάια ν-κότα; Φτάν’ που δεν έχουμι ιμείς να φάμι, δίνιτι κι τ’ς γύφτσις! Ντιπ αϊάρια* δεν έχιτι στου κιφάλι σας! Σας κουρουδεύν οι παλιόγυφτσις κι χαμπάρ’ δεν παίρνιτι! Α ρα, άμα αυτές ήξιραν απού τέτοια, ζητιάνις θα ήταν; Θα ήταν πλούσιις. Αλλά, άμα δεν είνι οι χαζοί πώς θα ζήσν οι γνουμικοί;
Είπε και άλλα ο Νίκος στις δυο γυναίκες και τελικά πήρε τη μάνα του για να φύγουν. Την πονεμένη μάνα που ποτέ δεν την κακοκάρδισε από τότε που χάθηκε ο πατέρας του. Αυτός έμεινε τώρα στο πόδι του μακαρίτη. Αυτόν είχε στήριγμα κι εκείνη.
Μια άλλη μέρα, πολύ πρωί ξύπνησε ένας από τους γύφτους. Έριξε μια ματιά στην αλυσοδεμένη μαϊμού και ο ίδιος σκαρφάλωσε στην Τσιούκλα. Κρύφτηκε πίσω από μια μεγάλη βατσινιά για να μην φαίνεται και έκανε τα «πρωινά» του. Πολύ πρωί κατέβηκε και ο μυλωνάς ο Γιαννής που ήταν και ξυλουργός για να βάλει «μπρος» την πριονοκορδέλα αλλά και το μύλο γιατί είχαν μαζευτεί πολλά αλέσματα. Τρεις φορές την εβδομάδα άλεθε. Και ακριβώς εκείνη την ώρα που ο γύφτος είχε κρυφτεί πίσω από τη βατσινιά, έφτασε εκεί. Έριξε μια ματιά γύρω και δεν είδε κανέναν. Μόνο το Μαρικάκι, τη μαϊμού, πρόσεξε εκεί κοντά. Τότε και αυτός, σκέφτηκε να το πειράξει. Κόβει μια τσουκνίδα, και χωρίς να τον πάρει μυρουδιά, το δίνει μια στον πισινό του. Η μαϊμού τινάχτηκε από το τσούκνισμα, έκοψε τον άλσο και το έκοψε κατατρομαγμένη προς το βουνό. Ο Γιαννής, αφού γέλασε με το αστείο του, και προτού ανοίξει το μύλο, κοίταξε μήπως τον είδε κανένας γύφτος και έκανε χάζι με τη μαϊμού που έπιανε τον πισινό της και δεν έλεγε να κατεβεί από την Τσιούκλα.
Στο μεταξύ, ο γύφτος που είχε τελειώσει τη δουλειά του, επέστρεψε στο τσαντίρι του, αλλά δεν είδε τη μαϊμού. Φώναξε, έψαξε και τελικά, την πήρε το μάτι του πάνω στο βουνό. Τη φώναξε στη γλώσσα της να κατέβει, αλλά το ζώο δεν το τολμούσε. Τότε και αυτός αποφάσισε να πάει πιο κοντά και να την παρακαλέσει ικετευτικά.
– Έλα μπρε Μαρικάκι μου, έλα μπρε κοπέλα μου, κατέβα από το βουνό, τι έπαθες;
Το Μαρικάκι όμως, δεν έλεγε να υπακούσει στις παραινέσεις του αφεντικού του παρά μόνο κοιτούσε αγριεμένο και συχνά πυκνά έξυνε και έβλεπε τον πισινό του. Τελικά, μετά από κάμποση ώρα, όταν το τσούξιμο από την τσουκνίδα καταπράυνε, αποφάσισε να επιστρέψει στη γυφτοπαρέα του.
Η ζωή, όμως, δεν κρύβει απρόοπτα μόνο για τα ζώα, αλλά και για τους ανθρώπους. Όπως την έπαθε η μαϊμού, την έπαθαν και οι γύφτισσες. Κάποια απ’ αυτές τις μέρες, λοιπόν, είχαν βγει πάλι στη ζητιανιά. Ο ήλιος είχε βγει τρεις κούντες* ψηλά και οι γύφτισσες φάνηκαν στη Βρυσοπούλα. Πήγαν στη βρύση να ξεδιψάσουν και να συνεχίσουν ξεκούραστες. Όμως, δεν έχαναν και την ευκαιρία. Κάθε φορά που συναντούσαν κάποιον περαστικό, άπλωναν το χέρι και ό,τι βγάλουν! Το ίδιο έκαναν και όταν έφτασαν στη βρύση. Εκεί συνάντησαν κάποιον χωρικό που είχε το σπίτι του εκεί κοντά και συχνά πυκνά, έκανε την εμφάνισή του για νερό και χωρατά, γιατί η βρύση και ιδιαίτερα η Βρυσοπούλα, μάζευε πολλούς γείτονες εκείνα τα χρόνια. Είχε και έχει ως σήμερα, το καλύτερο και το πιο δροσερό νερό. Οι γύφτισσες, μόλις πλησίασαν, άπλωσαν πάλι τα χέρια της.
– Καλέ μπάρμπα, να ζήσουν τα πιντιά σου, Θεός σχωρέσ’ τα πεταμένα σου μπρε, πεινάνε τα πιντιά μας, ντώσε μας κάτι! Να σε πούμε και το μοίρα σου μπρε!
Ο χωρικός εκείνη τη στιγμή κάτι κρατούσε στα χέρια του και σκεφτόταν τι να σκαρώσει για τις γύφτισσες. Εξάλλου, πολλές φορές χωράτευε και σκάρωνε κασκαρίκες* σε γνωστούς και αγνώστους. Και τώρα που είχε μπροστά του τις ζητιάνες, κάτι σκέφτηκε. Και αφού οι γύφτισσες δεν ξεκολλούσαν από εκεί, όπως η μύγα απ’ το σκατό, και τον ενοχλούσαν επίμονα, βρήκε την ευκαιρία να δράσει.
– Βρε μαστόρσα, λέει στην πιο μικρή. Ιδώ στου τζιόπου μ’ έχου ντυο δικάρις, αλλά έχου τα χέρια μ’ λιρουμένα. Δεν βάζ’ του χέρι σ’ να τ’ς πάρς;
Και χωρίς να χάσει καιρό η γύφτισσα, χώνει το χέρι βαθιά στην τσέπη του αλλά δεν έπιανε τίποτε ούτε το τέρμα έβρισκε..
– Μπρε μπάρμπα, ντεν έχει πάτο η τζέπη σου; ρώτησε απορημένη η γύφτισσα.
– Βάλτου παρακάτ’ μαστόρσα, είνι βαθύς, απάντησε εκείνος.
Χώνει παρακάτω το χέρι η μαστόρισσα, αλλά ω του θαύματος! Αντί για χρήματα, πιάνει ένα μακρύ και μαλακό πράμα και αμέσως τραβάει με δύναμη το χέρι και τινάζεται σαν ελατήριο επάνω! Κατάλαβε την κασκαρίκα που έπαθε και χωρίς να πει τίποτε, πήρε σβάρνα τη συνάδελφό της, πήραν τα πόδια στον ώμο και έφυγαν για τα τσαντίρια τους και ακόμα φεύγουν. Ο χωρικός ευχαριστήθηκε το πάθημα της γύφτισσας, γι’ αυτό και έκατσε στη βρύση να το απολαύσει!
Οι γύφτοι κάθισαν μια εβδομάδα στο χωριό. Ο κοσμάκης έκανε τη δουλειά του, τα παιδιά διασκέδασαν αρκετά, και αυτοί έβγαλαν το μεροκάματό τους. Κοντολογής, έμειναν όλοι ευχαριστημένοι μα περισσότερο οι γύφτοι που φόρτωσαν πάλι τα κάρτσικλά τους και τη «σοδειά» τους, έζεψαν τα άλογά τους, φορτώθηκαν και αυτοί επάνω με το Μαρικάκι τους και χάθηκαν εκεί, στο έμπα του χωριού, κοντά στην Αγία Παρασκευή.
Λέγκος = ο Θεόδωρος
Μουργκίζει = βραδιάζει
Zησιός = ο Ζήσης
Τέγαινα = η γυναίκα του Τέγου, του Στέργιου
τζιάπια (τα) = εξηγήσεις, ειδήσεις.
γκουρμπέτσα (η) = η γυναίκα του κουρμπετιού, της αγοράς, του παζαριού.
πέτσα (η) = τα άπλυτα και κολλημένα μαλλιά.
Λιος = ο Νικολιός, ο Νίκος
Κίτσιος = ο Χρίστος
τα ξεστρώντα (επίρ.) = στα γρήγορα, χωρίς να χάσει χρόνο.
αϊάρια (τα) = τα ζύγια του κανταριού, εδώ τα μυαλά.
κούντα (η) = μακρύ και λεπτό ξύλο, περίπου τρία μέτρα μακρύ, πάνω στο οποίο κρεμούσαν το καλαμπόκι για να στεγνώσει.
κασκαρίκα (η) = η φάρσα.
Συνέντευξη με τον Ιωάννη Σιώκο (Μπένια)
Πριν από 17 χρόνια, στις 29 Αυγούστου 1991, είχαμε πάρει συνέντευξη από τον μπαρμπα-Γιάννη Σιώκο (Μπένια), μακαρίτη σήμερα. Μας είχε πει τότε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα που νομίζουμε ότι αξίζει να δημοσιευτούν. Τα δημοσιεύουμε όπως ακριβώς μας τα αφηγήθηκε.
Γεννήθηκα το 1900 στην Καλλιπεύκη. Μέχρι το 1912, τα σύνορα ήταν στην Καραβίδα. Το Ευζωνικό ήταν στον Αϊ-Θανάση. Το βουνό Βαρδακάρη ήταν στο τούρκικο και τα σύνορα ήταν στις Κρανιές, εκεί που αρχίζουν τα έλατα. Προτού μας νικήσουν οι Τούρκοι το 1897, τα σύνορα ήταν στου Κατή. Υπήρχε και τουρκικός σταθμός στην Πάδη Σπανού, ανατολικά. Και όταν μας νίκησαν, συμφωνήθηκε να μην πάρουν κτήματα μέσα στο έδαφός τους, αλλά το βουνό. Μετά από αυτά, έκτισαν διάφορους σταθμούς (φυλάκια), όπως στο Μερκέζι. Μέχρι τότε δεν υπήρχαν σταθμοί. Έγιναν μετά το 1897. Στου Κατή το ονόμασαν έτσι διότι πήγε εκεί κάποτε ένας Τούρκος κατής (δικαστής). Όπως άκουσα, αυτός πρέπει να έπασχε από φυματίωση και έμενε εκεί το καλοκαίρι, αλλά πέθανε. Άλλοι πάλι λένε ότι ονομάστηκε στου Κατή, διότι εκεί ήταν τα σύνορα και πήγαινε ο κατής να δικάσει διάφορες υποθέσεις των συνόρων. Με την απελευθέρωση, οι Τούρκοι έφευγαν και πουλούσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Όσοι είχαν χρήματα, αγόραζαν στους Γόννους και έφευγαν από εδώ. Όπως έκαναν οι Τσιουρβάδες που αγόρασαν όλη τη Ζεστή. Το Γκιτσιλέρι οι Τούρκοι το πουλούσαν στους Ζιργιώτες γιατί πήγαιναν και βοσκούσαν εκεί τα κοπάδια τους. Αλλά οι Ζιργιώτες (Καλλιπευκιώτες) δεν αγόραζαν. Τότε οι Βλάχοι μπήκαν σαν ενοικιαστές και μετά τα αγόρασαν. Από το 1881 και μέχρι το1912 τα σύνορα ήταν εδώ στο χωριό μας. Η Καρυά ήταν στο τούρκικο. Οι Τούρκοι έρχονταν εδώ και εμείς πηγαίναμε εκεί στα κρυφά από τη Σούδα του Καραγιάννη. Οι Τούρκοι έκαναν λαθρεμπόριο με τη Ζάχαρη και πέρα στο Γκουνταμάνι, στο Αλάπορνο που είναι τα χωράφια των Κατσιουλάδων ήταν τουρκικό τελωνείο
Η λίμνη Ασκουρίς ανοίγονταν από το 1907 μέχρι το 1911 διότι προμηνύονταν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι το 1912. Στη λίμνη είχαν φτιάξει τρεις χάντακες. Η μία έβγαινε σε μια γκαγκατζιά στη θέση Μεριάδες. Η δεύτερη έβγαινε στου Γκρίζια το μπαχτσέ και η Τρίτη στην Περιστεριά, στο Γκζιούνα κοντά. Σ’ αυτές τις χάντακες έκλειναν το νερό για να δουλεύουν οι εργάτες και το Σάββατο το βράδυ αμολούσαν το νερό και έφευγε. Ήμουνα τότε μικρό παιδί και πήγαινα στη γαλαρία και περνούσα πολλές φορές από τη μια άκρη στην άλλη. Η γαλαρία είναι ψηλή αφού χωράει όρθιο άνθρωπο και κατηφορική. Ο δάσκαλος ο Παρίσης μας είχε πάει όλο το σχολείο για να δούμε τα έργα και την αποθήκη που έβαζαν τα εργαλεία. Τον πατέρα του Μήτσιου του Δουλαπτσή, τον Αποστόλη, τον είχαν και κουβαλούσε πέτρες με το κάρο για να κτίσουν από μέσα τα τοιχώματα στην είσοδο της γαλαρίας.
Από εκκλησίες ήταν οι Δώδεκα Απόστολοι αλλά, αρχαία εκκλησία είναι η Αγία Παρασκευή η οποία βρισκόταν μέσα στο χώμα όπως και σήμερα. Τότε το χωριό ήταν στους Μπαχτσέδες, στη Νιχτιάνω. Η Αγία Παρασκευή είχε πολλές αγιογραφίες, όπως το μυλωνά που έκλεβε το αλεύρι, με μια πέτρα στο λαιμό. Είχε το χάρο με την κοσά και πολλές άλλες. Εκεί που είναι σήμερα οι Άγιοι Απόστολοι ήταν το νεκροταφείο μέχρι το 1978 και παλιά είχε έλατα. Ο πρώτος που θάφτηκε στην Αγία Παρασκευή το 1978, είναι ο Απόστολος Καραμπατής (Μπατζγιώρης). Αλλά και πιο παλιά ακόμη, το νεκροταφείο ήταν στην Αγία Παρασκευή, αλλά επειδή δεν αναλούσαν οι νεκροί, το πήγαν στους Αγίους Αποστόλους. Στο μέρος αυτό (στους Αγίους Αποστόλους) παρουσιάστηκε μια αναμμένη καντήλα και έτσι οι παππούδες έκτισαν την εκκλησία. Ο Θεόδωρος Λιμπρίτης, υπουργός τότε, προσφέρθηκε να κτίσει μία εκκλησία στο χωριό. Οι παππούδες είπαν ότι θα την έκαναν από μόνοι τους αλλά ο Λυμπρίτης επέμενε και έκτισε τον Άγιο Θεόδωρο. Επίσης είχε κτίσει και άλλες δύο εκκλησίες, μία στο Μακρυχώρι και μία στον Αμπελώνα. Για να γίνει ο Άγιος Θεόδωρος πήραν πέτρα από την Καταβόθρα και οι μάστορες ήρθαν από τα Γιάννενα. Τους Αγίους Αποστόλους τους έκαψαν οι Τούρκοι το 1897 και άρχισαν να τους ξανακτίζουν το 1903. Και αυτή η εκκλησία είχε πολλές αγιογραφίες. Παλιά το χωριό μας είχε και δεσπότη. Πρόλαβα επίσης τον πλακόστρωτο δρόμο από την Αγία Παρασκευή μέχρι τη Νιχτιάνω. Ερχόταν ο Νιχτιάνης στην εκκλησία καβάλα στο άλογό του και ήταν πρόεδρος.
Όλοι οι παππούδες τότε φορούσαν σοκάρδια, αντιριά και κοντόσια. Τα αντιριά ήταν άσπρα και φαρδιά που έφταναν ως το γόνατο. Τα κοντόσια ήταν σαν επανωφόρια και ήταν μάλλινα.
Επί Τουρκοκρατίας δεν άφηναν οι Τούρκοι να μαθαίνουν γράμματα οι Έλληνες και όσοι μάθαιναν, τα μάθαιναν στην εκκλησία. Όπως ο Γεώργιος Γκουντουβάς ή Βλαχογιάννης και οι Παπακωσταίοι. Όλοι αυτοί έψελναν στην εκκλησία. Τότε γραμματέα δεν είχαμε δικό μας. Ερχόταν ένας Βλαχοστέργιος από τη Ραψάνη. Αυτός οδήγησε τον Ιωάννη Καρπούζα και έγινε γραμματέας. Πιο παλιό πρόεδρο θυμάμαι τον Κολιό (Νίκο) τον Τσιούγκο. Αυτός είχε παιδιά τον Γιάννη, τον πατέρα του Παύλου και τον Πούλιο τον Τσιούγκο. Έκανε πολλά χρόνια πρόεδρος, αλλά επειδή δεν είχε ενημερώσει τα Μητρώα για ένα παιδί του Σπύρου Παπαγιαννούλη που είχε πεθάνει και το είχαν καλέσει στον πόλεμο το 1912, τον έβγαλαν από πρόεδρο και τον φυλάκισαν για ένα χρόνο. Ο Τσιούγκος ήξερε γράμματα και έκανε πρόεδρος πριν και μετά από το 1912. Άλλος πρόεδρος ήταν ο Αστέριος Γκουντουβάς ή Τσιαμαντάνας. Έκανε πολλά χρόνια πρόεδρος μπροστά από το 1940 και μετά. Αυτός είχε παντρευτεί ένα κορίτσι του Γιώργου Καραμπατή (Μπατζγιώρη) και επειδή ήταν μεγάλο σόι (κούδα), όλοι οι ψήφοι πήγαιναν σ’ αυτόν. Πρόεδρος επίσης έκανε ο Κωσταντής Παπαϊωάννου (Γκουντέλας), αλλά έδωσε γρήγορα παραίτηση. Επίσης έκανε πρόεδρος ο μπάρμπας μου ο Αναστάσης Σιώκος. Τον έλεγαν και Μίλιο. Αυτός έκανε έργα στο χωριό αλλά τον έφερναν δυσκολίες οι αντίπαλοι στο κοινοτικό συμβούλιο και τον έβαζαν να πληρώνει από την τσέπη του. Τότε εγώ τον έβαλα και υπέβαλε παραίτηση. Αυτοί έχουν σκοπό να σε πουλήσουν και τα κεραμίδια από το σπίτι και συ κάθεσαι πρόεδρος, του είπα. Και το ταχιά έδωσε παραίτηση. Οι αντίπαλοί του στην κοινότητα τον έβαλαν να φτιάξει το γεφύρι στ’ Αλώνια και δεν είχε να πληρώσει τους Μαστόρους. Τότε και αυτός, για να τους πληρώσει, πούλησε δύο μουλάρια δικά του. Έκανε πρόεδρος μετά το 1912, δεν θυμάμαι πότε.
Οι βουλευτές εδώ ήταν καλοί και μας πρόσεχαν, ιδιαίτερα ο Λυμπρίτης. Ήταν Κρητικός αλλά είχε γυναίκα από τον Τύρναβο. Είχε σκοπό να σηκώσει το χωριό και να το πάει στην Αγυά. Εκεί θα μας έδιναν από 200 στρέμματα χωράφια, αλλά οι χωριανοί μας δεν κουνιούνταν από εδώ. Τα σπίτια τότε ήταν μεγάλα και συνδέονταν το ένα με το άλλο όπως τα Μαντάτικα και τα Αντωνάτικα. Τα είχαν έτσι γιατί έρχονταν οι Τούρκοι και βίαζαν τις γυναίκες. Τα περισσότερα ήταν ανωγειαστά. Δηλ. με δύο ορόφους. Ήταν παλιά και όχι τόσο περιποιημένα.
Στο γάμο έφτιαχναν το φλάμπουρο στο οποίο κάρφωναν τρία μήλα και ήταν όπως η ρόκα. Τότε στεφανώνονταν πολλοί και στα σπίτια επειδή άλλοι ήταν χήροι, ακοινώνητοι ή φτωχοί. Όπως ο Ντάλης (Τριαντάφυλλος) ο Τσιολάκης. Αυτός είχε γυναίκα από τους Μαντάδες και πέθανε. Και αφού δεν άφησε παιδιά, παντρεύτηκε πάλι και πήρε την κόρη του πρόεδρου Νικολάου Τσιούγκου και στεφανώθηκε στο σπίτι. Στους γάμους χόρευαν όλοι στην πλατεία. Θυμάμαι τον Σπύρο τον Καστόρη (Πλεύρα) και το Μήτσιο τον Τσιολάκη που έπαιζαν στους γάμους. Ο Σπύρος έπαιζε κλαρίνο και ο Τσιολάκης βιολί. Στους γάμους τραγουδούσαν όλοι οι Ζιργιώτες. Τραγουδούσαν καλά και δεν ξεχώριζε κανένας.
Εγώ πήγα στο πόλεμο της Μ. ασίας το 1922. Πήγα με την ηλικία του 1920 και βρήκα και κληρωτούς του 1910. Ήταν επίσης και πολλοί δικοί μας στη Μ. Ασία. Σκοτώθηκαν σ’ εκείνο τον πόλεμο ο Μήτσιος ο Καραγιάννης (πρώτος απ’ όλους), έπειτα ο Μήτσιος Μιχαήλ (Γιργουλής), που ήταν με κάποιον Καρατζιολίτη (από το Καρατζιόλι, σημερινό Αργυροπούλι Τυρνάβου). Ο Καρατζιολίτης, όμως, γλίτωσε και ερχόταν στο χωριό μας.
Πρακτικοί γιατροί στο χωριό μας ήμουν εγώ και ιδιαίτερα ο Νικόλας Θεοδοσίου. Είχαμε μάθει λίγα πράγματα στο στρατό γιατί ήμασταν νοσοκόμοι. Είχαμε σώσει πολλούς χωριανούς και έρχονταν και μας έπαιρναν από τα χωράφια. Τότε έκαναν και μάγια στο χωριό μας. Τα έκαναν μερικές γριές όπως η μάκω η Κ…, μια μάκω Γ……….. και η Μπέντα. Μπέντα ήταν το παρατσούκλι και δεν θέλω να πω ονόματα. Αυτές «κατέβαζαν» το φεγγάρι και ήταν όλα ψεύτικα. Τότε, περνώντας από το Δερλί για να πάμε στο Γκιτσιλέρι, τις έπιασε ο αστυνόμος. Τις έβαλε να κατεβάσουν το φεγγάρι, αλλά επειδή είχαν ίσκιο τα πλατάνια, δεν μπορούσαν να το κατεβάσουν. Τότε ο αστυνόμος τις είπε: «Φύγετε από εδώ και μη φοβίζεται το χωριό γιατί θα σας σκοτώσω». Την άλλη βραδιά πήγαν πάλι στους Γόννους και στο μύλο του Κουλούσιου κατέβασαν το φεγγάρι. Εκεί είχε νερό και δεν είχε πλατάνια. Έτσι το φεγγάρι γυάλιζε μέσα στο νερό και «κατέβηκε». Και τότε τις ξανάπιασε ο αστυνόμος.
Οι κάτοικοι της Καλλιπεύκης κατάγονται από τα μέρη της Φούρκας. Οι Γκουγκουλιάδες λένε πως ήρθαν από το χωριό Ντέτσικο και ότι ήταν Βλάχοι. Κάτω στη Δουριανή είχε γουρούνια ο παππούς ο Τσιακάλης και ο Κώστας ο Μητσιόπουλος. Εκεί ξεχειμώνιαζαν και έσκαβαν για να τρώνε τα γουρούνια ρίζες. Όταν γεννιούνταν τα παιδιά φώναζαν τις μαμές. Είχαμε μαμές την Κατερίνα την Πατούλαινα και τη γιαγιά μου τη Μίλαινα.
Κάποτε μια μαμή Ζεργιώτισσα πήγε στη Ραψάνη. Ήταν αδερφή του μπάρμπα μου του Μίλιου. Εκεί παντρεύτηκε. Είχε έναν αδερφό άκληρο στην Αμερική. Τον έγραψε να στείλει τα παιδιά της στην Αμερική για να ζήσουν καλύτερα. Αλλά αυτός της έγραψε να την στείλει χρήματα για να σπουδάσουν τα παιδιά της στην Ελλάδα. Αυτά σπούδασαν και το ένα έγινε γραμματέας στην τράπεζα της Πτολεμαΐδας. Το άλλο έγινε δάσκαλος. Και ο γραμματέας είπε στους κατοίκους: «Θέλετε να σας φέρω για δάσκαλο τον αδερφό μου και να είμαστε μαζί;». Τότε όλοι χάρηκαν πολύ. Πέρασαν 8 μέρες και πήγε ο δάσκαλος και τον έβαλαν στο σχολείο. Στη Ραψάνη ο παππούς είχε πεθάνει και η γριά, η θεία μου, πούλησε το σπίτι. Πήγαινα κι εγώ σαν μουσαφίρης και τους έβλεπα.
Στα παζάρια πήγαινα πολύ. Έκανα εμπόριο με βόδια και μουλάρια. Και τώρα να σου πω μια ιστορία. Στο παζάρι της Κατερίνης μέθυσαν οι γύφτοι και οι γύφτισσες τους πλάκωσαν στο ξύλο γιατί ξόδευαν τους παράδες. Αναστατώθηκε όλο το παζάρι. Οι γύφτισσες πήγαν να φύγουν αλλά τις πρόλαβε η αστυνομία και τις έκλεισε μέσα. Οι Νιζιριώτες φοβήθηκαν με αποτέλεσμα να φύγουν και να χάσουν το παζάρι.
Στην Κατοχή οι Γερμανοί είχαν δώσει στο χωριό μας πολλές πήχες ύφασμα δωρεά, για να ντυθούν. Το ύφασμα αυτό το φόρτωσαν από τη Λάρισα σε τρία μουλάρια ο ξάδερφός μου Ιωάννης Σιώκος και δυο άλλοι, δεν τους θυμάμαι, το έφεραν στο χωριό και από το χωριό το πήγαν στην Κατερίνη για να το ράψουν ρούχα. Από εκεί και πέρα τι έγιναν τα υφάσματα δεν ξέρω. Οι Παπαγιαννουλαίοι πήγαν στην Κατερίνη πριν από το 1940. Γνώριζαν τον βουλευτή Ζαρντινίδη από τη Θεσσαλονίκη. Αυτός ερχόταν μικρός στο χωριό και είχαν φιλίες. Τους βοήθησε και έκαναν μαγαζιά που πουλούσαν ποτά. Είχαν κάρα και πουλούσαν και στα χωριά. Μαζί τους είχαν και το Θωμά τον Τσιάτσιο ο οποίος πήγε στην Κατερίνη μετά το 1960. Τον έδωσαν ένα άλογο με κάρο. Στην Κατερίνη οι Παπαγιαννουλαίοι άνοιξαν δύο οινοπωλεία τα οποία έχουν μέχρι σήμερα (1991) τα παιδιά τους.
Τα μαντέμια στην Πατωμένη τα άνοιξε κάποιος από την Αθήνα μετά το 1912, γιατί θυμάμαι που η Μακεδονία ήταν ελεύθερη. Το μαντέμι το κουβαλούσαν με τα μουλάρια Καλλιπευκιώτες, Λεπτοκαρίτες, Σκοτινιώτες και άλλοι. Το ξεφόρτωναν στη Λεπτοκαρυά και από εκεί με πλοία ή με τρένα το μετέφεραν στην Αγγλία ή στη Γαλλία.
Παλιά στο χωριό μας ήταν σαμαράδες οι Δεδικουσαίοι οι οποίοι κατόπιν εγκαταστάθηκαν στους Γόννους. Χαλκιάδες έρχονταν από τη Ραψάνη. Τους κλέφτες Τζιατζιά και Μπαμπάνη το κράτος ήθελε να τους σκοτώσει γιατί το ξεφτίλιζαν. Εγώ, ο Χρίστος Γκουθώνας και ο Μήτρος ο Τσιολάκης δουλεύαμε στ’ αμπέλια στη Μπαλαμούτη (Ιτιά). Από εκεί πέρασαν τρία αποσπάσματα από φαντάρους και χωροφύλακες. Πήγαιναν στο Κισερλί (Συκούριο). Το Τζιατζιά και την παρέα του τους είχαν στήσει καρτέρι στο σύρραχο στο Συκούριο όπου τους φίλευαν οι κουμπάροι τους. Και όταν έφευγαν τους σκότωσαν. Ο Τζιατζιάς ήταν από την Κρανιά και ο Μπαμπάνης από την Κοζάνη. Ήταν και ένας κλέφτης Μόκας που τον σκότωσαν οι Γοννιώτες.
Τη Γκορτσιά του Αντωνούλη τη θυμάμαι από τότε που γεννήθηκα. Μάλωναν οι Αντωνάδες και οι Μιχαντάδες για το σύνορο. Οι Μιχαντάδες το ήθελαν στη γκορτσιά, αλλά όχι και οι Αντωνάδες. Οι βάρκες ψάρευαν στη λίμνη και είχαν τη γκορτσιά για σημάδι. Εκεί έβγαζαν τα ψάρια και όλη νύχτα τα πήγαιναν στη Λάρισα για να μην χαλάσουν και τα πουλούσαν. Η Καραβίδα είχε μπάρες με καραβίδες.
Από εδώ πέρασε και ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Εκεί στην Αγία Παρασκευή υπήρχε ένα καβάκι. Ο Άγιος ανέβηκε επάνω και δίδασκε στον κόσμο. Και είπε ο Κοσμάς: «Μια γυναίκα δεν ήρθε». Η γυναίκα αυτή ήταν λεχώνα και δεν πήγε. Και τότε πήγαν οι παππούδες και την έφεραν και ας ήταν λεχώνα. Ο Κοσμάς τη δέχτηκε και κάποια στιγμή είπε; «Αν το καβάκι πέσει προς τη δύση, η Ελλάδα θα δει καλά. Αν πέσει προς την ανατολή, θα είναι άσχημα». Όμως έπεσε προς τη δύση και ήρθε η λευτεριά.
Τότε παίζαμε κι εμείς «κόλιντα» και «σούρβα» και σε όσα σπίτια δεν άνοιγαν λέγαμε το τραγούδι: «Κυρά μου το σπιτάκι σου να γεμώσει καλιακούδια». Μας έδιναν μια κουλούρα βρίζινη. Γνωρίζαμε ποιοι είχαν καθάριο αλεύρι και πηγαίναμε σ’ αυτούς. Από παιχνίδια παίζαμε το «λιθάρι». Πηδούσαμε στις «τρεις» και στα «κουνιάρικα», δηλ. ποιος θα βγει πρώτος. Στο λιθάρι δε μου έφτανε κανένας. Ήταν μια στρόγγυλη πέτρα και την πιάναμε με το ένα χέρι. Ζύγιζε δύο με τρεις οκάδες.
Εγώ παντρεύτηκα το 1929 με προξενιά. Με την έκανε η μαμή Κατερίκα Πατούλια που ήταν θεία μου. Τη γυναίκα μου την είχαν φέρει από τις Σέρρες μπιλιτζίκια αλλά ο θείος μου ο Μίλιος τα έκοψε και τα μοίρασε και σε άλλα κορίτσια. Τότε νοικοκυραίοι στο χωριό ήταν οι Γκουγκουλιάδες και οι Μαντάδες και κάποιος Κουτσιαρής είχε πάει σώγαμπρος σε έναν Μητσιόπουλο. Όταν πήγε εκεί, επειδή βρήκε ένα τραπεζικό χρέος 300 δραχ. αυτοκτόνησε με την καραμπίνα μέσα στο μπαχτσέ.
Κάτω στη Σπάρτη είχε πάει ένας Τσιλιμένης (Ταφίλης). Πήγε φαντάρος και παντρεύτηκε εκεί. Είχε πάρει προίκα 40 στρέμματα πορτοκαλιές και λεμονιές. Μετά πήγε εκεί και ο αδερφός του ο Γιάννης ο οποίος παντρεύτηκε και αυτός εκεί. Εγώ με τον Γιάννη δουλεύαμε μαζί στις Σέρρες και η γυναίκα του από τη Σπάρτη τον έγραψε ότι δυστυχεί μαζί με τα παιδιά τους: «Πήγα στη μικρότερη αδερφή να μου δώσει το βασταγό (γάιδαρο) να πάω για τσάκνα και δεν μου τον έδωσε. Και τότε πήγα, φορτώθηκα, έψησα το ψωμί και τάισα τα παιδιά για να μη μείνουν νηστικά». Αυτά του έγραψε. Και τότε λέω στο Γιάννη να γράψει στη γυναίκα του ότι δέκα μέρες ακόμη έχουμε θέρο, ότι παίρνουμε πολλές παράδες και να κάνει υπομονή. Ό,τι του είπα τα έγραψε στη γυναίκα του και αυτή του απάντησε: «Αυτό το γράμμα που μ’ έστειλες, ποιος σε οδήγησε και το έγραψες;». Στη Σπάρτη είχε πάει και ο Στέργιος Τσιμόπουλος. Αυτός δούλευε στα καπνά που τα είχε η αμερικάνικη εταιρία Στάντερ και έπαιρνε 80 δραχ. μεροκάματο. Οι καπνεργάτες εκεί έκαναν στάση και ζήτησαν αύξηση. Τότε ο Αμερικάνος δ/ντής αναγκάστηκε και τους έδωσε 120 δραχ. μεροκάματο. Αυτά γίνονταν μετά το 1940. Ο Τσιμόπουλος κατόπιν πήγε στη Θεσ/νίκη, παντρεύτηκε εκεί και η γυναίκα του τον έφαγε όλα τα λεφτά. Τελικά, πέθανε εκεί.
Υπήρχαν στο χωριό και κεραμιδαριά. Έρχονταν οι Κοκκινοπουλαίοι, αυτοί που ήρθαν από την Αλβανία, και έφτιαχναν κεραμίδια αλλά ήταν άγριο το χώμα και δεν έκανε για κεραμίδια. Τα κεραμιδαριά ήταν στην Καραβίδα εκεί όπου είναι σήμερα το γήπεδο και το εικονοστάσι.
* Ο Ιωάννης Σιώκος πέθενε σε ηλικία 95 ετών.
ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΩΡΑΙΟΙ ΩΣ ΕΛΛΗΝΕΣ
Το παρακάτω κείμενο έφτασε και σε μένα μέσο διαδικτύου. Έχει το ενδιαφέρον του ή τουλάχιστον έχει «γέλιο», γιατί εκτός από «ωραίοι ως Έλληνες», μπορεί κι έτσι να ξεγελιόμαστε ή μπορεί με αυτοσαρκασμό η καθημερινότητά μας να φαίνεται πιο ευχάριστη ή να δηλώνει (δυστυχώς;) και μια πραγματικότητα.
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
-Γιατί έχουμε θάλασσα να την πιεις στο ποτήρι.
-Γιατί μπροστά στο ρεβανί τι να μας πει το μιλφέιγ.
-Γιατί το καρπούζι το αγοράζουμε ολόκληρο και όχι σε φέτες.
-Γιατί «καμάκι» και «σουβλάκι» είναι το πρώτο ποίημα που μαθαίνουμε.
-Γιατί τους μεζέδες που συνοδεύουν το τσιπουράκι δεν τους φτάνει κανένα «ορντέβρ».
-Γιατί στην Ελλάδα κάθε νύχτα τελειώνει το επόμενο πρωί.
-Γιατί «λουλουδοπόλεμος» δεν υπάρχει σε καμιά άλλη χώρα.
-Γιατί πίνουμε κι ένα ποτηράκι παραπάνω χωρίς να μας πίνει.
-Γιατί μπορούμε να απολαύσουμε τον καφέ μας με τσιγάρο. Όχι να τον πιούμε σφηνάκι και να πάμε να καπνίσουμε κρυφά στο σπίτι μας.
-Γιατί το φλερτ είναι το εθνικό μας χόμπι.
-Γιατί στην Ελλάδα όλοι βρίζουμε το Δημόσιο και ταυτόχρονα. σκοτωνόμαστε για μια θέση εκεί.
-Γιατί έχουμε δεν έχουμε λεφτά, ένα μπουζουκάκι θα το πάμε.
-Γιατί έχουμε νοοτροπία «και αύριο μέρα είναι».
-Γιατί όταν μπαίνουμε σε λεωφορείο κάνουμε τα πάντα για να βρούμε θέση να καθίσουμε.
-Γιατί δεν το παίζουμε ψευτοπουριτανοί. Τις «λαδιές» μας τις κάνουμε με θράσος.
-Γιατί είμαστε πρώτοι στο φανάρι και κορνάρουμε τον εαυτό μας από συνήθεια.
-Γιατί ξέρουμε καλύτερα να ξοδεύουμε παρά να αποταμιεύουμε.
-Γιατί δε μοιραζόμαστε τη βενζίνη στο αυτοκίνητό μας με αυτούς που βάζουμε μέσα
-Γιατί δεν κάνουμε ποτέ επίσκεψη «με άδεια χέρια».
-Γιατί η λέξη «κερνάω» υπάρχει στο λεξιλόγιό μας.
-Γιατί άντε να εξηγήσεις στον ξένο τι σημαίνει «καψούρα».
-Γιατί βράζει το αίμα μας.
-Γιατί στην Ελλάδα η οικογένεια έχει ακόμα αξία.
-Γιατί κατά βάθος… είμαστε καλά παιδιά.
-Γιατί τα καταφέρνουμε πάντα… έστω και την τελευταία στιγμή.
-Γιατί δε «μασάμε» από 400 χρόνια σκλαβιάς.
-Γιατί για τα μάτια μιας γυναίκας κάναμε 10 χρόνια πόλεμο.
-Γιατί όταν οι ξένοι δεν έβρισκαν λέξεις έκλεβαν τις δικές μας.
-Γιατί η λέξη φιλότιμο δεν υπάρχει σε καμία άλλη γλώσσα.
-Γιατί καλή η κιθάρα και το όμποε αλλά το μπουζούκι βγάζει άλλο ήχο
-Γιατί το «Αι γενεαί πάσαι» της Μεγάλης Παρασκευής μας σηκώνει την τρίχα κάγκελο.
-Γιατί όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, Έλληνες θα βρεις από κάτω.
-Γιατί ερωτευόμαστε και μισούμε με πάθος.
-Γιατί τις δύσκολες στιγμές τις περνάμε με φίλους χωρίς να χρειαζόμαστε ψυχίατρο.
-Γιατί ο Σωκράτης, ο Αριστοτέλης και ο Περικλής ήταν Έλληνες.
-Γιατί η Μερκούρη, ο Χατζιδάκις και ο Ελύτης ήταν Έλληνες.
-Γιατί η συνταγή «αλά ελληνικά» είναι η πιο πετυχημένη.
-Γιατί η τρέλα δεν πάει στα βουνά, πάει στις παραλίες!
-Γιατί οι καλοκαιρινές διακοπές είναι κοντά και πού να τρέχουμε τώρα!
-Γιατί όταν οι άλλοι ανακάλυπταν το κρέας εμείς είχαμε ήδη χοληστερίνη.
-Γιατί όταν εμείς φτιάχναμε τον Παρθενώνα οι άλλοι κοιμόντουσαν πάνω στα δέντρα.
-Γιατί εμείς δώσαμε τα φώτα σε όλους αυτούς που το παίζουνε ηγέτες και οδηγούν στην ειρήνη κάνοντας πολέμους.
-Γιατί η φέτα και το ελαιόλαδο μεταφράστηκαν σε ελληνικό ταμπεραμέντο.
-Γιατί «Έναν γλυκό χωρίς»! Και όλοι καταλαβαίνουν πως πρόκειται για φραπέ.
-Γιατί μπορούμε να παρατήσουμε τα πάντα για έναν μεγάλο έρωτα!
-Γιατί στη γλώσσα μας διακρίνουμε μεταξύ έρωτα και αγάπης… ξέρουμε όμως να ζούμε με πάθος και τα δυο!
-Γιατί αλλάζουμε κινητό κάθε χρόνο, αυτοκίνητο κάθε τρία χρόνια και ερωτικό σύντροφο κάθε τρεις και λίγο.
-Γιατί όταν οι άλλοι φορούσαν προβιές λύκων εμείς υφαίναμε αραχνοΰφαντους χιτώνες.
-Γιατί οι Έλληνες δεν πολεμούν σαν ήρωες αλλά οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες (Winston Churchill – 1941).
-Γιατί δε βάζουμε κέτσαπ στο φαγητό μας. Έχει από μόνο του υπέροχη γεύση.
-Γιατί όταν πονάμε ξέρουμε να κλαίμε και να χορεύουμε τη ζεμπεκιά με περηφάνια.
-Γιατί ο Έρωτας ήταν Έλληνας Θεός. Γι αυτό ξέρουμε και να αγαπάμε.
-Γιατί μπορεί να είμαστε οξύθυμοι αλλά ποτέ δεν κρατάμε κακία.
-Γιατί κανένας άλλος δεν χαίρεται για την καταγωγή του όσο εμείς.
-Γιατί παρόλο που γνωρίζουμε τον κίνδυνο τολμάμε.
-Γιατί η τρέλα στην Ελλάδα πάει με χίλια… Γι αυτό όλοι τρέχουν στο δρόμο.
-Γιατί το 95% των αστεριών και των πλανητών έχουν ελληνική ονομασία.
-Γιατί δουλεύουμε για να ζούμε και δε ζούμε για να δουλεύουμε.
-Γιατί έχουμε του κόσμου τα ελαττώματα και παρόλα αυτά είμαστε ακαταμάχητοι.
-Γιατί η ζωή μας είναι στο «δυνατό» ενώ των ξένων στο «αθόρυβο».
-Γιατί αν η χώρα μας δεν ήταν η ομορφότερη του κόσμου, θα τη διάλεγαν για σπίτι τους οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου;
-Γιατί όταν φωνάζουμε «αδελφέ» στο δρόμο, όλοι γυρνάνε.
-Γιατί κάνουμε τις περισσότερες καταχρήσεις κι όμως ζούμε περισσότερο.
-Γιατί ακόμα κι ο Αϊνστάιν παραδέχτηκε ότι οφείλει πολλά σε έναν Έλληνα (Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή, 1873-1950).
-Γιατί όταν συζητάμε για δίαιτα είμαστε πάντα στο τραπέζι και τρώμε.
-Γιατί κάποτε «φωτίσαμε» ολόκληρο τον κόσμο.
-Γιατί μιλάμε δυνατά και γελάμε με την καρδιά μας.
-Γιατί είμαστε οι μόνοι που ξεκινάμε το μεσημέρι για καφεδάκι και καταλήγουμε να πίνουμε ούζο μέχρι πρωίας.
-Γιατί μπροστά στο Μετσοβόνε τύφλα να χει το Έμενταλ.
-Γιατί με μια φλόγα καταφέραμε να ενώσουμε ολόκληρο τον κόσμο.
-Γιατί ξέρουμε να εκφράζουμε το σ’ αγαπώ με κάθε πιθανό τρόπο.
-Γιατί τα πιο απίστευτα είναι κι ελληνικά.
-Γιατί κυκλοφορούμε στο δρόμο στις δύο το βράδυ και δε νιώθουμε ότι είμαστε σε στοιχειωμένη πόλη.
-Γιατί σουβλάκι, σουτζουκάκι και λοιπές ελαφριές γεύσεις είναι η αδυναμία μας.
-Γιατί είμαστε περήφανοι για το παρελθόν μας.
-Γιατί δεν πάμε για ύπνο με τις κότες αλλά το ξημερώνουνε διασκεδάζοντας.
-Γιατί ακόμη και το πιο μικρό ξωκλήσι μας λούζεται από φως. Δεν πιάνεται η ψυχή μας απ’ τη σκοτίδα του βιτρώ.
-Γιατί τα λέμε έξω απ΄ τα δόντια.
-Γιατί ξέρουμε να «κλέβουμε» αλλά και να μην «καρφώνουμε» αυτόν που «κλέβει» στις εξετάσεις.
-Γιατί έχουμε πάντα μια λύση – έστω και πλάγια – σε όλα.
-Γιατί οι γονείς μας δεν ξεχνάνε ότι υπάρχουμε μόλις κλείσουμε τα δεκαοκτώ.
-Γιατί είμαστε των άκρων.
-Γιατί την κάθε δυσκολία την αντιμετωπίζουμε για χιούμορ.
-Γιατί το αντιπροσωπευτικότερο ελληνικό σύνθημα είναι: «Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο!».
-Γιατί οι Ολυμπιακοί Αγώνες γεννήθηκαν εδώ.
-Γιατί όταν θέλουμε να λιαστούμε, έχουμε αμμουδιά και θάλασσα. Δεν ξεχυνόμαστε στα γρασίδια ούτε βουτάμε στα σιντριβάνια.
-Γιατί βλέπουμε τον ουρανό γαλάζιο κι όχι μολυβί.
-Γιατί εδώ που ζούμε όλο το χρόνο, ο ξένος το έχει σκοπό ζωής να έρθει μία εβδομάδα.
-Γιατί η Ελλάδα είναι η πιο φτωχή χώρα με τους πιο πλούσιους κατοίκους.
-Γιατί είχαμε μάγκες προγόνους.
-Γιατί ξέρουμε τι θα πει κέφι.
-Γιατί μιλάμε καλά τις ξένες γλώσσες… αλλά ποιοι μιλούν καλά τα ελληνικά;
-Γιατί πίνουμε και καπνίζουμε περισσότερο από όλους και ζούμε περισσότερο από όλους.
-Γιατί εμείς γράφουμε την Ιλιάδα, και οι ξένοι την κάνουν έργο χιλιάδες χρόνια μετά.
-Γιατί το τζατζίκι, το σουβλάκι, η μαγκιά και το φιλότιμο είναι ελληνικά.
-Γιατί μας αρέσει τα λεφτά και τα ψάρια να τα τρώμε πάντα φρέσκα.
-Γιατί ενώ έχουμε μικρή χώρα, έχουμε μεγάλη καρδιά.
-Γιατί το δικό μας μοντέλο ζωής έχει πολλές καμπύλες.
-Γιατί η μάνα μου κάθε Αύγουστο απλώνει τραχανά. Οι άλλοι τι απλώνουν;
-Γιατί όταν φοράμε πέδιλα, δεν τα φοράμε με κάλτσες.
-Γιατί το σύνθημα Ελευθερία ή Θάνατος ήταν ελληνικό.
-Γιατί πληρωνόμαστε Παρασκευή και Κυριακή πρωί δεν έχουμε λεφτά ούτε για τσιγάρα.
-Γιατί μόνο στην Ελλάδα ο σουβλατζής ρωτάει κατάμουτρα: «ΤΙ ΝΑ ΣΟΥ ΒΑΛΩ ΜΕΣΑ ΚΟΠΕΛΙΑ», και όχι μόνο δεν παρεξηγείται, αλλά του λέει με θράσος: «ΑΠ’ ΟΛΑ ΒΑΛΕ ΜΟΥ» και τον ευχαριστεί και από πάνω.
Από δίμηνο σε δίμηνο
Σχολιάζει ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Τηλ.: 2331020867 – 6972446533
Για την ιστορία… και σχετικά με το «Σπίτι του Παραμυθά»:
Η πρόταση της κ. T. Τσιλιμένη, αγαπητέ Πρόεδρε του Δ.Σ. του Μ.Ε.Σ.Α.Κ. -πρέπει να το θυμάσαι- απορρίφτηκε εμμέσως πλην σαφώς και από την προηγούμενη δημοτική αρχή, (γιατί δεν συζητήθηκε). Βλέπε και το φύλλο 119 της «ΩΡΑΙΑΣ ΚΑΛΛΙΠΕΥΚΗΣ» (Απρίλιος, Μάιος, Ιούνιος 2006 – από δίμηνο σε δίμηνο).
Άγιος Θεόδωρος: Η «κορνίζα» από τον τρούλο είναι έτοιμη να πέσει (αν δεν έπεσε μέχρι που διαβάζετε αυτές τις γραμμές) και μάλλον ο τρούλος ή ο ναός στο σύνολό του χρειάζεται συντήρηση. Ίσως είναι καιρός να φύγει από το καμπαναριό και η «γάστρα». Το τσιμεντένιο καπέλο που εδώ και τόσα χρόνια ασχημαίνει τον υπέροχο κατά τα άλλα πετρόκτιστο ναό.
Ο φακός τα «συνέλαβε» όλα μαζί μπροστά στο σχολείο τη Μ. Πέμπτη. Πώς αν μη χαίρεσαι αυτά τα (14) παιδιά και σε τέτοιες στιγμές!!!
Το έθιμο της Μ. Παρασκευής θέλει να ασπάζονται (χαιρετούν) οι πιστοί τον «επιτάφιο» (το σώμα του Χριστού) πριν την περιφορά. Αυτό ετοιμάζεται να κάνει και ο εκφραστικότατος αυτός μικρούλης με τη βοήθεια αλλά και τις συμβουλές της γιαγιάς του.
Στην Ανάσταση συνηθίζεται όλοι να φοράμε τα «καλά» μας. Οι κυρίες με ότι καλύτερο και πιο καινούριο και οι κύριοι με …γραβάτα (λαιμοδέτης στα ελληνικά). Έλα, όμως, που δεν είμαστε συνηθισμένοι σε τέτοια! Κανένα πρόβλημα. Πάντα θα υπάρχει κάποιος να βοηθήσει στο δύσκολο «δέσιμό» της, έστω και λίγο πριν χτυπήσει η καμπάνα. Στη φωτογραφία ο Χρήστος (πιο έμπειρος) βοηθάει τον κατά πολύ νεώτερο Γιώργο.
Χωρίς τηλέφωνα μας «άφησε» η Cosmote την Κυριακή του Πάσχα. Από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Στη φωτογραφία της οθόνης του τηλεφώνου φαίνεται δεν υπάρχει «γραμμή» σήματος (αριστερά). Κρίμα!!!
Αυτή είναι η πιο καθαρή πινακίδα που υπάρχει στο χωριό μας και βρίσκεται στην είσοδο του χωριού (δίπλα στο σπίτι του Σιώκου). Η αμέσως κατώτερη βρίσκεται στην άλλη είσοδο του χωριού και «βοηθάει» κάποιους που μαθαίνουν σημάδι!!! Οι άλλες δυστυχώς έχουν τα χάλια τους.
Πρωτομαγιά! Γέμισε η Πατωμένη, το Τρίγωνο της Καραβίδας και η πλατεία κόσμο! Πολύ κόσμος πράγματι αλλά λιγότερος από το 2002 π.χ. που είχε φτάσει μέχρι το δρόμο προς την Αγία Τριάδα. Γιατί άραγε όλο και λιγοστεύουν οι επισκέπτες;
Το κρατήσαμε και φέτος το έθιμο. Το έθιμο της «περδίκας». Το κύλισμα και σπάσιμο του χρωματιστού – ζωγραφιστού αυγού ή κόκκινου έξω από τον Άγιο Αθανάσιο και μετά το σχόλασμα της λειτουργίας (2 Μάιου). Έθιμο που έχει τις ρίζες του στα βάθη των αιώνων και συμβολίζει τη γονιμότητα, την αναγέννηση της φύσης, την Άνοιξη.
Ράμπα για καροτσάκια και για αναπηρικά αμαξίδια!!! Θερμά συγχαρητήρια στο Δήμο, στο Δημοτικό και στο Τοπικό Συμβούλιο.
Καλές οι «παιδικές χαρές» και τα παρκάκια αλλά να έχουν και την περιποίηση που τους πρέπει… κι όχι τα χόρτα μισό μέτρο!!! Καθώς διαβάζετε τις γραμμές αυτές τα χόρτα έχουν κοπεί αλλά με την ευκαιρία: Πόσο δύσκολο είναι για το Δήμο μας (έστω μέσα από κάποιο πρόγραμμα) να προσλάβει έναν Καλλιπευκιώτη να ποντίζει γενικά παρκάκια, παιδικές χαρές και κεντρικούς δρόμους; Προσελήφθη και απελύθη στο παρελθόν μετά από δυο μέρες ο πατριώτης … (το όνομα υπάρχει) και γιατί;
Συνεχίζονται οι εργασίες στην Πατωμένη. Στη φωτογραφία φαίνονται τα «καινούρια» αποχωρητήρια (πέτρα και σκεπή με κεραμίδι) και μάλλον μέχρι να φτάσει η εφημερίδα στα χέρια σας θα έχουν τοποθετηθεί και τα πλακίδια και τα υδραυλικά. Η διαμόρφωση της Πατωμένης είναι ένα έργο που το ξεκίνησε πέρσι ο Δήμος και ευχόμαστε να το τελειώσει το συντομότερο.
κ. Αντώνη Δάσιο, πρόεδρε, της γειτονικής κοινότητας Καρυάς, γιατί δεν μεταφέρεις το δρόμο λίγο πιο αριστερά για να μην εμποδίζει την περίφραξη του καινούριου σπιτιού (έγινε πέρσι – απέναντι και μερικά μέτρα πιο χαμηλά από το υπέροχο ξύλινο). Δεν είναι κρίμα να έχουμε στο μέλλον καμιά «κατεβασιά» και να χαλάσει ο φράχτης που είναι μέσα στο χαντάκι;
Emails, μηνύματα που λάβαμε
Emails, μηνύματα που λάβαμε στην ηλεκτρονική μας διεύθυνση kallipefki@site.gr
«Διαβάζει» – σχολιάζει ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Από τον Ταμπάκα Ανδρέα, Φοιτητή Οικονομικού Τμήματος Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Στην έκδοση Ιανουαρίου – Μαρτίου του 2008 της εφημερίδας του Μ.Ε.Σ.Α.Κ. (Μορφωτικός Εκπολιτιστικός Σύλλογος Απανταχού Καλλιπευκιωτών) διάβασα την επιστολή της κ. Τσιλιμένη Τασούλας (επίκουρος καθηγήτρια Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και πρόεδρος του Φεστιβάλ Ολύμπου) σχετικά με την απόρριψη από το Δήμο, της πρότασης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας για τη διαμόρφωση του χώρου του σχολείου ώστε να χρησιμοποιηθεί για τη προαγωγή της ακαδημαϊκής έρευνας μέσω διοργάνωσης επιστημονικών συνεδρίων και ημερίδων καθώς και την δημιουργία ενός χώρου, με την ονομασία «Το σπίτι του παραμυθά».
Μετά λύπης μου διαπιστώνω πως οι προτεραιότητες ενός δημοτικού συμβουλίου περιορίζονται στην εξυπηρέτηση μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων και επιδεικτικά «γυρίζουν την πλάτη» στη πρόοδο και την εξέλιξη της τοπικής κοινωνίας. Η επιλογή τους αυτή να αγνοήσουν έναν τόσο σημαντικό φορέα, σκοπός του οποίου είναι η προαγωγή της βαθύτερης γνώσης της διδασκαλίας των παραμυθιών, τα οποία εκτός του ότι αποτελούν ισχυρή πολιτισμική ταυτότητα της περιοχής συμβάλουν και στον εμπλουτισμό των γνώσεων που έχουμε γύρω από την παιδαγωγική επιστήμη, αποδεικνύουν τον βαθμό της αδαημοσύνης τους όσον αφορά τις πολιτικές που πρέπει να ακολουθήσει μια μικρή τοπική κοινωνία για να πετύχει βιώσιμη ανάπτυξη στο μέλλον.
Πιο συγκεκριμένα, οι διεθνής εξελίξεις υποδεικνύουν τον δρόμο σε μικρές κοινωνίες, με παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτά της Καλλιπεύκης, πως η εξειδίκευση σε έναν πολύ συγκεκριμένο και καινοτόμο τομέα (όπως αυτός του συνεδριακού τουρισμού) μπορεί να «βγάλει» από την αφάνεια τέτοιες περιοχές και να τις καταστήσει ως σημαντικούς περιφερειακούς τουριστικούς προορισμούς. Συνέπεια των οποίων είναι να αυξηθούν οι επενδύσεις στην περιοχή άρα και τα εισοδήματα των κατοίκων, χωρίς να επωμίζονται τα κόστη του παραδοσιακού τουρισμού (όπως για παράδειγμα απαξίωση του περιβάλλοντος, πληθώρα τουριστών, άναρχη δόμηση κλπ). Άλλωστε είναι μονόδρομος για τις μικρές κοινωνίες η «επένδυση» στην κοινωνία της γνώσης και η ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών τουρισμού.
Οι διεθνείς τάσεις αλλάζουν και πολύ γρήγορα μάλιστα. Υποχρέωση μας είναι να λαμβάνουμε τα ερεθίσματα και να μην διακατεχόμαστε από ξενοφοβικά συμπλέγματα, τα οποία θα μας οδηγήσουν στο να κλειστούμε στον εαυτό μας και να χάσουμε την ευκαιρία για αύξηση της ευημερίας των πολιτών μας.
Σ’ ευχαριστούμε, Ανδρέα, να είσαι καλά και καλή συνέχεια στις σπουδές σου. Είναι θετικό νέοι άνθρωποι να εκφράζονται και μάλιστα δημόσια. Προσωπικά το χαίρομαι ιδιαίτερα και σε συγχαίρω! Για το συγκεκριμένο θέμα το Δ.Σ. εξέφρασε τις απόψεις του. Ένα μικρό σχόλιο μπορείς να δεις και στο «Από δίμηνο σε δίμηνο».
Σημείωση: Η ίδια επιστολή δημοσιεύθηκε και στην «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ».
Από τη Νικολέτα Μασούρα (Αγγλία)
Η Νικολέτα, εύχεται σε όλους να είναι καλά, ευχαριστεί το Σύλλογο για την ενημέρωση, και εκφράζει τη λύπη της για το ημερολόγιο από την Καλλιπεύκη του 2008 που δεν έλαβε.
Δεν υπήρχε δυστυχώς, Νικολέτα, του χρόνου ίσως.
Από τον Απόστολο Γκουγκουλιά
«Αυτούς τους δυο θα τους αναζητήσουμε πολύ σύντομα»
Πρόκειται για ένα δίδυμο που θα το ψάξουν πολλοί, τόσο στον δήμο Γόννων όσο και στην τοπική κοινωνία της Καλλιπεύκης.
Σ’ ευχαριστούμε, Απόστολε, για τη φωτογραφία και το σχόλιο. Περιμένουμε τις απόψεις σου, που πάντα έχουν ενδιαφέρον. Μη ξεχνάς πως έχεις καιρό να γράψεις!
Από την Μπούτσικα Θέκλα
Αξιότιμε κ. Πρόεδρε,
Πρώτα από όλα θα ήθελα να συγχαρώ εσάς και τα υπόλοιπα μέλη του συλλόγου σας για το πολιτιστικό και επιμορφωτικό έργο σας. Πράγματι η προσπάθεια που καταβάλλετε στο να φέρετε κοντά τους Καλλιπευκιώτες της Ελλάδος και του εξωτερικού, αλλά και η ανάδειξη της όμορφης Καλλιπεύκης σε ξένους είναι αξιέπαινη. Ιδιαίτερα θετικό είναι το γεγονός ότι προς το στόχο αυτό κάνατε από πολύ νωρίς χρήση της τεχνολογίας του διαδικτύου.
Παρόλο όμως που χαιρετίζω αυτή σας την προσπάθεια και ιδιαίτερα την εφημερίδα σας και παρόλο που ξέρω ότι δεν είστε δημοσιογράφοι, θεωρώ ότι είναι χρέος σας να προχωρείτε σε διασταύρωση των πληροφοριών σας πριν τις δημοσιεύσετε, ιδιαίτερα όταν αυτές αφορούν την προσωπική ζωή των άλλων. Και αυτό το σχόλιο το κάνω επειδή προς μεγάλη μου έκπληξη διάβασα πρόσφατα στο τελευταίο τεύχος της εφημερίδας σας την δημοσίευση του αρραβώνα μου με κάποιον κύριο που μου είναι παντελώς άγνωστος. Δεν ξέρω ποιες ήταν οι πηγές σας για αυτήν την πληροφορία, αλλά δεν έγινε διασταύρωσή της με εμένα ούτε με κάποιο μέλος της οικογένειάς μου. Επειδή λοιπόν αυτή η δημοσίευση προκάλεσε θλίψη σε μένα και αμηχανία στην οικογένειά μου θα σας παρακαλούσα θερμά στο επόμενο τεύχος να προχωρήσετε σε διάψευση αυτής της πληροφορίας και στο μέλλον να είστε πιο προσεκτικοί.
Με τιμή
Μπούτσικα Θέκλα
Αγαπητή, Θέκλα,
Ευχαριστούμε για τα καλά σου λόγια και σε συγχαίρουμε για το άριστο γράψιμο. Σου ζητούμε συγνώμη τόσο για τη θλίψη που προκαλέσαμε σε σένα όσο και για την αμηχανία που ένιωσε η οικογένειά σου. Η πηγή της πληροφορίας φαίνεται πως δεν ήταν αξιόπιστη. Έπρεπε να το είχαμε διασταυρώσει.
Αν μας επιτρέπεις, παρεμπιπτόντως, γιατί «του Συλλόγου σας»; Δεν θεωρείς πως ο Σύλλογος είναι όλων και μάλιστα «των Απανταχού Καλλιπευκιωτών»; Και πάλι συγνώμη. Σου ευχόμαστε το καλύτερο και να είσαι σίγουρη πως η διάψευση θα υπάρχει στο επόμενο φύλλο.
Το Δ.Σ.
Τα αίτια των περσινών πυρκαγιών από την έκθεση του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου
-Η προτεινόμενη αναθεώρηση του άρθρου 24 θεωρείται ότι ενθάρρυνε τα σχέδια των εμπρηστών.
-Η ελληνική κυβέρνηση ευθύνεται για την μη κατάρτιση του εθνικού κτηματολογίου.
-Ανυπαρξία προληπτικών διαδικασιών και επιχειρησιακών σχεδίων.
-Περιορισμένα κονδύλια για τον καθαρισμό των δασών.
-Μειώθηκαν τα παρατηρητήρια στα δάση ενώ υπήρχε παντελής πρόσβαση σε δορυφορικές εικόνες.
-Η Δασική Υπηρεσία υποφέρει από έλλειψη κονδυλίων και από πρόσληψη προσωπικού.
-Η Πυροσβεστική Υπηρεσία έχει μικρή γνώση της αντιμετώπισης δασικών πυρκαγιών.
-Η προτεραιότητα στη χρήση των εναερίων μέσων υπήρξε προβληματική.
Οι ελληνικές υπηρεσίες αμφισβητούν την ευρωπαϊκή έκθεση και την μελετούν για να απαντήσουν ανάλογα.
Σημείωση: Η έκθεση του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου δεν είναι πολύ μακριά από τις απόψεις του πατριώτη μας, Αποστόλη Γκουγκουλιά, που δημοσιεύτηκαν στο φύλλο 124 .
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ 25-5-2008, σελίδα Α42 – 78
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Πρακτικά του 3ου Φεστιβάλ Αφήγησης Ολύμπου
Στις 24 Ιουνίου 2008, ημέρα γενικής συνέλευσης του ΠΟΦΑ, που έγινε στο Βόλο (από την Καλλιπεύκη παραβρέθηκαν οι: Τσιαπλές Θ. και Π. Παπαϊωάννου), ήταν έτοιμο και το βιβλίο με τα πρακτικά του 3ου Φεστιβάλ Αφήγησης Ολύμπου, που διανεμήθηκε στους συμμετέχοντες. Μια έκδοση, 90 σελίδων σε μικρό σχήμα, του Εργαστηρίου Λόγου και Πολιτισμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, σε επιμέλεια Τασούλας Τσιλιμένη και με τίτλο: Προφορικός και Γραπτός Λόγος – Τόποι και Σημεία Συνάντησης.