Category Archives: Φύλλο 135

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ

ΚΑΛΛΙΠΕΥΚΗ_ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ

 

1 Τσιακάλης Κων/νος του Δημητρίου                                  20 Ευρώ

2 Μαντάς Στέργιος                                                                100 δολάρια Καναδά

3 Παπαδούλης Απόστολος                                                100       »            »

4 Κυλινδρης Θεόπιστος                                                        100     »

5 Σαλαμπάσης Νικόλαος                                                     100     »

6 Γκουντουβάς Ιωάννης                                                        50        »

7 Μουστακά Βασιλική                                                           50        »

8 Παπαδόντα Παρασκευή                                                    20 Ευρώ

9 Παπαδάντα Μαρίκα                                                           15 Ευρώ

10 Καλαμίδας Γεώργιος                                                      10 Ευρώ

11 Τουφεξής Νικόλαος                                                         30 Ευρώ

12 Κούσιου Αλεξάκη Ευαγγεία                                            20 Ευρώ

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ – ΤΗΛΕΦΩΝΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΜΑΣ

 

Δήμαρχος: Κωνσταντίννος Κολλάτος         24953-50408

Δημοτική Ενότητα Μακρυχωρίου                 24953-50400

Δημοτική Ενότητα Γόννων                            24953-50100

Δημοτική Ενότητα Κάτω Ολύμπου               24953-50300

Δημοτική Ενότητα Νέσσωνος                       24953-50500

Δημοτική Ενότητα Αμπελακίων                    24950-93349

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

ΓΕΛΙΟ

Ένα ζευγάρι από την Ελλάδα αποφάσισε να πάει διακοπές στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στη Γερμανία για να ξεφύγουν λίγο. Είχαν κανονίσει  να μείνουν στο ίδιο ξενοδοχείο που πέρασαν το μήνα του μέλιτος. Επειδή και οι δύο είχαν δουλειές, φύγανε διαφορετικές μέρες ο άντρας την Τετάρτη και η γυναίκα την Πέμπτη.

Ο άντρας  φτάνει λοιπόν στο ξενοδοχείο, πάει στο δωμάτιο και βλέπει πως πλέον υπάρχει laptop με σύνδεση στο intrnet. Αποφασίζει να στείλει e-mail στη γυναίκα του. Κατά λάθος ξεχνάει ένα γράμμα από την ηλεκτρονική διεύθυνση και το στέλνει χωρίς να το καταλάβει τι έκανε σε μια χήρα.

Αυτή μόλις έχει γυρίσει από την κηδεία του άντρα της και τσεκάρει για mail από φίλους και συγγενείς. Μόλις διαβάζει το πρώτο λιποθυμάει. Ο γιος της μπαίνει στο δωμάτιο, βρίσκει τη μητέρα στο πάτωμα και κοιτάει την οθόνη του υπολογιστή.

Το μήνυμα έγραφε:

Προς: την αγαπημένη μου γυναίκα.

Θέμα: Έφτασα

Ξέρω πως εκπλήσσεσαι που παίρνεις mail από μένα.

Έχουν πλέον laptop πλέον εδώ και μπορείς να στείλεις όπου θέλεις.

Μόλις έφτασα και μπήκα μέσα.

Όλα είναι έτοιμα για σένα που θάρθεις αύριο. Ανυπομονώ να σε δω.

Ελπίζω να έχεις το ίδιο καλό ταξίδι με μένα .

Υ.Γ.

ΠΟΛΥ ΖΕΣΤΗ ΕΔΩ ΚΑΤΩ!

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΠΟΥ ΛΑΒΑΜΕ

Κύριε αντιδήμαρχε και πρόεδρε του ΜΕΣΑΚ, Θωμά Τσιαπλέ,

Ο λόγος που σας γράφω είναι να εκφράσω τα παρακάτω παράπονά μου.

Κάθε χρόνο η οικογένειά μου και εγώ κάνουμε Απόκριες στο χωριό μας την Καλλιπεύκη. Έτσι και φέτος αποφασίσαμε να πάμε στο χωριό μας για Απόκριες. Πριν όμως ανέβουμε έκανα μερικά τηλέφωνα σε χωριανούς μου για να μάθω αν ο δρόμος Πλαταμώνα-Καλλιπεύκη είναι ανοιχτός. Με πληροφορήσανε ότι δεν περνάει γιατί έχει χιόνι και δεν καθαρίστηκε. Έτσι αποφάσισα να πάω από μπροστά, δηλαδή από τους  Γόννους. Όταν έφτασα στο χωριό έμεινα έκπληκτος βλέποντας ότι δεν είχε χιόνι και ρωτώντας τους χωριανούς μου είπανε ότι μέσα στο δάσος προς Πλαταμώνα έχει περίπου 40 πόντους χιόνι και δεν καθάρισε κανείς το δρόμο από τους υπεύθυνους του  Δήμου Τεμπών και της πρώην νομαρχίας.

Εδώ και 18 χρόνια που μένω στη Θεσσαλονίκη σπάνια αυτόν τον δρόμο τον βρήκα κλειστό, μόνο όταν είχε πάρα πολύ χιόνι και άστατο καιρό. Αυτό το πρόβλημα με την διαδρομή το αντιμετώπισαν  άλλες τρεις οικογένειες Καλλιπευκιωτών που μένουν Θεσσαλονίκη και η μεγαλύτερη αγανάκτηση μας ήταν τα διόδια που επιβαρυνθήκαμε πηγαίνοντας από τους Γόννους και συνάμα ο επιπλέον  χρόνος διαδρομής.

Τελικά που είναι το ενδιαφέρον αυτόν των ανθρώπων που πρόσφατα εκλέχτηκαν  για το χωριό μας;

Την Καθαρά Δευτέρα αναγκασμένοι να περάσουμε πάλι από  τους Γόννους συνάντησα τον Αντιδήμαρχο Θωμά Τσιαπλέ και τον ρώτησα γιατί δεν καθαρίστηκε ο δρόμος Καλλιπεύκης –Πλαταμώνα. Η απάντησή του ήταν ότι δεν υπάρχουν χρήματα και ότι το μηχάνημα της πρώην Νομαρχίας απαγορεύεται να καθαρίζει δασικούς δρόμους. Δηλαδή κύριε Αντιδήμαρχε τα προηγούμενα χρόνια και ειδικά πέρυσι ήταν εθνικός  δρόμος με το πρόβλημα των Τεμπών και φέτος άλλαξε;

Θα ήθελα να μάθω εφόσον δεν υπάρχουν χρήματα, το εκχιονιστικό μηχάνημα του πρώην Δήμου Γόννων πού  είναι για να ανοίγει τους δρόμους; Εάν συνέβαινε κάτι στην διαδρομή Καλλιπεύκης-Γόννων, δηλαδή αν έπεφτε ένας βράχος και έκλεινε το δρόμο θα τον αφήνατε κλειστό λόγο έλλειψης  χρημάτων;

Κάποτε διάβαζα στην εφημερίδα του Συλλόγου μας ιδέες και προτάσεις για την πρόοδο του χωριού μας, δηλαδή να έχουμε ανοιχτούς δρόμους το χειμώνα, καθαρό χωριό για να έρχονται επισκέπτες και όχι μόνο αλλά να κρατάμε τις παραδόσεις και τα έθιμα  του χωριού μας . Πού  πήγαν αυτοί οι αρθρογράφοι και οι φωτογράφοι; Μόνο τις γούρνες των δρόμων μετρούσαν;

Τα παιδιά πάλι φέτος τις Απόκριες κάνανε το καθήκον τους και κράτησαν το έθιμο της φωτιάς και του καρναβαλιού και τιμή τους για αυτό. Γιατί φέτος τους ξέχασε ο φωτογράφος;

Εδώ νομίζω ότι ταιριάζει η παρακάτω παροιμία για όλους μας.

«Έξω από το χορό πολλά τραγούδια λέμε,

Μόλις μπούμε μέσα, πόσα;»

Παρακαλώ να δημοσιευτεί το e-mail μου άμεσα στο επόμενη έκδοση της εφημερίδας.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

 

 

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΩΝ ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ

Από τον Κ. Καλούση, Συνταξιούχο / Εκπαιδευτικό, Πρόεδρο του Συλλόγου Θεσσαλών Αργολίδας.

Στις 12 Φεβρουαρίου 2011, μέρα Σάββατο βράδυ, πραγματοποιήθηκε στο κέντρο ROYAL PANTASIS, στη Δαλαμανάρα, λίγο έξω από το Άργος και επί του δρόμου Άργους – Ναυπλίου, ο ετήσιος χορός των Θεσσαλών Αργολίδας.
Ο χορός των Θεσσαλών διοργανώθηκε φυσικά με πρωτοβουλία του 7/μελούς Δ. Σ. στο οποίο ανήκει και ο Κώστας Καλούσης, ως Πρόεδρος.
Ο Κ. Καλούσης είναι πατριώτης μας, έφυγε όμως πολύ μικρός σε ηλικία, μόλις 7 χρονών, από το χωριό και γι’ αυτό ίσως δεν τον γνωρίζουν οι περισσότεροι και ιδιαίτερα οι πολύ μικρότεροί του.
Ο Κ. Καλούσης είναι σήμερα Συνταξιούχος Εκπαιδευτικός και ζει με την οικογένειά του στο Άργος.
Αυτή τη φορά ο Κ. Καλούσης επωφελήθηκε από την ιδιότητα του Προέδρου και κάλεσε τον αγαπητό του ανιψιό, το γνωστό σε όλους μας Καλλιτέχνη – τραγουδιστή, Θανάση Καλούση του Αστερίου με το δημοτικό και λαϊκό συγκρότημά του, για να λαμπρύνει με την παρουσία του και το πλούσιο ρεπερτόριό του την καθ’ όλα εξαιρετική εκδήλωση του χορού των θεσσαλών Αργολίδας.
Η όλη εκδήλωση, μπορούμε να πούμε ότι στέφθηκε από επιτυχία.Ο κόσμος, στην πλειοψηφία του τουλάχιστον, έμεινε ευχαριστημένος, κυρίως σε ό,τι αφορά την οργάνωση, το μενού (φαγητό) και τη διασκέδαση.
Σχεδόν όλοι τους είχαν να πουν ένα καλό λόγο, καθώς αποχωρούσαν, για την ωραία βραδιά που πέρασαν μαζί μας και μας καληνυχτούσαν με τα καλύτερα λόγια και τις καλύτερες ευχές…!
Στην επιτυχία της εκδήλωσης συνέβαλε τα μέγιστα ασφαλώς και η παρουσία του δημοτικού και λαϊκού συγκροτήματος, του οποίου επι κεφαλής ήταν ο καθ’ όλα αγαπητός μου και γνωστός σ’ όλους τους Καλλιπευκιώτες, ανιψιός μου Θανάσης Καλούσης, γιος του μεγαλύτερου αδελφού μου Στέργιου και αδελφός του αλησμόνητου και αδικοχαμένου Τάσου.
Τον ανιψιό μου πλαισίωναν ο πασίγνωστος Κ. Καρακώστας με το κλαρίνο, η Δέσποινα Σωτηρουλη στο Λαϊκό κυρίως και δημοτικό τραγούδι, ο Μ. Δόυλκας με το μπουζούκι και ο Βαγγέλης Αετόπουλος στο αρμόνιο. Όλοι μαζί αποτελούσαν ένα αρμονικό σύνολο και φρόντισαν να δώσουν τον καλλίτερο εαυτό τους, προκειμένου να ευχαριστήσουν και να διασκεδάσουν τον κόσμο, αλλά και να δικαιώσουν την επιλογή μου να τους καλέσω για να μας διασκεδάσουν.
Κατά γενική ομολογία του κόσμου, που παραβρέθηκε στην εκδήλωση, η ορχήστρα ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις τους και τους χάρισε μια αξέχαστη βραδιά.
Οφείλω να εκθειάσω την παρουσία του ανιψιού μου Θανάση ο οποίος, ειδικά αυτή τη βραδιά και για χάρη μου, έδωσε τον καλύτερό του εαυτό, για να μην πω τα ρέστα του, προκειμένου να ικανοποιήσει τις επιθυμίες και τις απαιτήσεις όλων ανεξαιρέτως…!
Από την εκδήλωση αυτή του χορού των Θεσσαλών δε θα μπορούσε ασφαλώς ν’ απουσιάσει ο έτερος των ανιψιών μου και πρώτος ξάδελφος του Θανάση, ο γνωστός σ’ όλους τους Νιζεριώτες Γιώργος Καραμπατής, με την παρέα του.      Ως είθισται, ο Γιώργος Καραμπατής ανέλαβε δράση μετά τις δύο τα μεσάνυχτα, αφού αποχώρησαν οι υπόλοιποι, εκτός από την παρέα του, την οικογένειά μου και τ’ αδέλφια μου, την Κατίνα με τον Πολύζο και το Χρίστο. Η παράσταση έλαβε τέλος κατά τις έξι το πρωί της Κυριακής…!
Ο Θανάσης, ακάματος, έκανε επίδειξη των ικανοτήτων του ως τραγουδιστής, αλλά και των αποθεμάτων του σε αντοχή, σωματική και ψυχική!
Συμπερασματικά, η βραδιά αυτή των Θεσσαλών της Αργολίδας ήταν μια άκρως επιτυχημένη και αλησμόνητη βραδιά για όσους παραβρέθηκαν..!
Εύχομαι και του χρόνου να έχουμε υγεία για να μπορέσουμε να ζήσουμε, πάλι με το Θανάση, μια εξίσου φανταστική βραδιά..!!
Με φιλικούς και πατριωτικούς χαιρετισμούς!

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΜΑΣ

Από το παρόν φύλλο και εφόσον υπάρχει η δυνατότητα του χώρου, θα δημοσιεύουμε παραδοσιακά παραμύθια από την Καλλιπεύκη. Τα παραμύθια γαλούχησαν γενιές και γενιές και είναι διδακτικά. Μας μεταφέρουν σε άλλους κόσμους που θα θέλαμε ίσως να ζήσουμε όχι μόνον οι μικροί αλλά και οι μεγάλοι. Και επειδή τα τελευταία χρόνια οι παππούδες παράτησαν το παραμύθι και έπιασαν την τηλεόραση, γι’ αυτό κι εμείς θα καθιερώσουμε μία στήλη με παραμύθια. Καλό είναι πάντως, οι γονείς και ιδιαίτερα οι παππούδες και οι γιαγιάδες να ξαναπιάσουν τα παραμύθια και με αυτά να μεγαλώνουν τα εγγόνια τους. Και μέσα από αυτά, να μιλήσουν στα παιδιά για ήρωες ανθρώπους και όχι για ήρωες της κατευθυνόμενης και αηδιαστικής τηλεόρασης.

 

Ο Γυφτος με τη φτέρη.

 

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας Γύφτος που δεν είχε δουλειά. Πήγε τότε σ’ έναν τσοπάνο και ζήτησε δουλειά κι αυτός τον πήρε στη δούλεψή του.

– Θα σι πάρου, είπε ο τσοπάνος στο Γύφτο, αλλά θ’ ακούς ό,τι θα σι λέου. Θα μι βουηθάς κι θα μαζέβς ξύλα ν’ ανάβουμι φουτιά, γιατί του βράδ’ κάν’ κρύου.

– Σύμφωνος, είπε ο Γύφτος. Θα κάνω ό,τι μου λες.

Μια μέρα, στο τέλος του φθινοπώρου, έκανε κρύο και ο τσοπάνος είπε στο Γύφτο να μαζέψει νωρίς νωρίς ξύλα, για ν’ ανάψουν φωτιά. Ο γύφτος, που ήταν τεμπέλης, αντί να μαζέψει προσανάμματα και ξύλα χοντρά, μάζεψε μπόλικη ξερή φτέρη. Και σαν ήρθε η ώρα για ν’ ανάψουν φωτιά και ο τσοπάνος τον ρώτησε πού είναι τα ξύλα, αυτός του έδειξε το σωρό με τη φτέρη. Τότε θύμωσε και του είπε ότι θα ανάψουν ο καθένας χωριστή φωτιά για να ζεσταθούν. Γι’ αυτό και πήγε να μαζέψει ξύλα για τη δική του φωτιά.

Όταν σιγούρεψαν το κοπάδι, άναψε ο καθένας τη δική του φωτιά. Του τσοπάνου η φωτιά αργούσε ν’ ανάψει, καθώς τα ξύλα ήταν χοντρά, ενώ του Γύφτου άναψε γρήγορα για τα καλά και η φλόγα έφτανε ως απάνω. Βλέποντας ο Γύφτος τη δική του φωτιά με τη μεγάλη φλόγα, χοροπηδούσε γύρω απ’ αυτή και κορόιδευε τη φωτιά του τσοπάνου.

– Εγώ φωτιά, εσύ κωλοφωτιά, εγώ φωτιά, εσύ κωλοφωτιά…

Ο τσοπάνος χαμογελούσε κάτω από τα μουστάκια του και ήταν σα να έλεγε: «Χοροπήδα εσύ τώρα. Στο τέλος να δούμε ποιος θα γελάει!».

Σε λίγο η φωτιά του τσοπάνου άναψε για τα καλά, και έριξε και άλλα χοντρά ξύλα για να κάνει κάρβουνα. Του Γύφτου, από την άλλη, όσο πήγαινε και μίκραινε, ώσπου κάηκε όλη η φτέρη και η φωτιά έσβησε. Ο Γύφτος άρχισε να τρέμει από το κρύο και χτυπούσε τα δόντια. Όμως, δεν τολμούσε να πάει να ζεσταθεί στη φωτιά του τσοπάνου επειδή είχε «λερωμένη τη φωλιά του».

Ο τσοπάνος, ευχαριστημένος από το πάθημα του Γύφτου, τυλίχτηκε με την κάπα, ξάπλωσε δίπλα στη φωτιά, έχοντας μαζί του και την γκλίτσα και έκανε πως κοιμόταν. Ο Γύφτος, που έτρεμε από το κρύο, πλησίασε σιγά σιγά στη φωτιά, για να ζεσταθεί. Σε λίγο άκουσε τον τσοπάνο να χουιάζει: «Τσαπ, τσαπ παλιό(γ)ιδα, φέγα απού δω ψουρόιδου», ενώ συγχρόνως έπιασε την γκλίτσα και έδωσε ένα χτύπημα.

– Μη χτυπάς μπρε αφεντικό. Δεν είναι η γίδα, εγώ είμαι μπρε, είπε ο Γύφτος.

– Τσαπ, τσαπ! φώναξε πάλι ο τσοπάνος και ξαναχτύπησε το Γύφτο.

– Αμάν, μπρε αφεντικό, εγώ είμαι, δεν είναι η γίδα, ξανάπε.

Κατάλαβε τότε ότι τον χτυπούσε επίτηδες, για να μην πάει στη φωτιά, γι’ αυτό πήγε λίγο παράμερα μήπως και κοιμηθεί ο τσοπάνος. Δυστυχώς, όμως, όταν ξαναπλησίασε στη φωτιά, επαναλήφθηκαν τα ίδια. Τότε αναγκάστηκε να βρει αλλού καταφύγιο για να περάσει την κρύα αυτή βραδιά. Έψαξε εκεί κοντά και  βρήκε μια μικρή σπηλιά κάτω από μια πέτρα. Εκεί πήγε να περάσει τη νύχτα. Μέσα, όμως, στη μικρή αυτή σπηλιά, βρήκε και άλλο συγκάτοικο. Ήταν η σκύλα που είχε γεννήσει πριν από λίγες μέρες. Πολύ ενοχλήθηκε το ζώο από την παρουσία του Γύφτου και άρχισε να γρυλίζει: «γρρρ…γρρρ…». Ο Γύφτος, βλέποντας πως το ζώο έχει άγριες διαθέσεις, προσπάθησε να το καθησυχάσει.

– Σώπα, σκυλίτσα μου, χωράει κι εμένα, χωράει κι εσένα, χωράει και τα σκυλάκια σου. Σώπα, σκυλίτσα μου, χωράει κι εμένα, χωράει κι εσένα, χωράει και τα κουτάβια σου.

Βλέποντας ο Γύφτος τα πράγματα να αγριεύουν, εγκατέλειψε τη μικρή σπηλιά και πήγε αλλού για να βρει κατάλυμα. Έψαξε πάλι εκεί κοντά και βρήκε ένα κουφαλιασμένο δέντρο. Χώθηκε λοιπόν στην κουφάλα του και προσπάθησε να ζεστάνει το κρύο κορμί του. Ο τσοπάνος, όμως, που τον παρακολουθούσε, πήρε το φτσέλι1 με το νερό και ανέβηκε πάνω στο δέντρο. Η κουφάλα έφτανε ως επάνω. Από εκεί άρχισε να βρέχει το Γύφτο. Το νερό έπεφτε «γκουργκουρίζοντας» και τον πάγωνε. Εκείνος, νομίζοντας πως ήταν βροχή, απορούσε. Πώς ήταν δυνατόν να γίνεται αυτό αφού ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια και το ολόγιομο φεγγάρι έφεγγε σαν ημέρα! Τουρτουρίζοντας τώρα ακόμα πιο πολύ από το κρύο και από τη «βροχή» μονολογούσε. «Άααχ, άααχ, φεγγάρι σαν αλώνι, άστριο σαν δαμάλι, τι έχει και γκουργκουρίζει! Άααχ, άααχ, φεγγάρι σαν αλώνι, άστριο σαν δαμάλι, τι έχει και γκουργκουρίζει!». Επειδή, όμως, η «βροχή» συνεχιζόταν, αναγκάστηκε να βγει από την κουφάλα του δέντρου και να πάρει το δρόμο για τα γύφτικα τσαντίρια. Από τότε κανένας Γύφτος δεν ξαναπήγε να γίνει τσοπάνος. Από τότε έμεινε και ο μύθος που λέει: «Έπαθε σαν το γύφτο με τη φτέρη».

 

  1. φτσέλι = κυλινδρικό βαρελάκι μέσα στο οποίο οι τσοπάνοι βάζουν νερό.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΕΑ ΓΕΡΟΣΤΕΡΓΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ

Ο καλλιπευκιώτης ιερέας Γεροστέργιος Κωνστα­ντίνος ζει μόνιμα στη Λάρισα. Από το 2009 είναι συνταξιούχος και κάθε καλοκαίρι παραθερίζει στην Καλλιπεύκη. Το σπίτι του είναι αυτό του μπάρμπα-Νίκου του Σκέτου και της θείας του Πα­γώνας, που κληρονόμησε μετά το θάνατο τους και βρίσκεται πολύ κοντά στο υδραγωγείο.

Την Τρίτη 31 Αυγούστου του 2010 τον επισκεφτήκαμε στο σπίτι του στην Καλλιπεύκη και τον παρακαλέσαμε να μας δώσει ζωντανές μαρτυρίες από τη ζωή του, πράγμα που έκανε με μεγάλη ευχαρίστηση γι’ αυ­τό και τον ευχαριστούμε θερμά. Τις ζωντανές μαρτυρίες κατέ­γραψε ο Ζήσης Κατσιούλας.

 

 

«Γεννήθηκα στις 10 Αυγού­στου 1938, ημέρα Τετάρτη και ώρα 12 το μεσημέρι, εδώ στην Καλλιπεύκη. Γονείς μου ήταν ο Ιωάννης Γεροστέργιος του Κων/νου και της Στεργιάνως και η μητέρα μου ήταν από τους Γόννους, το γένος Ιωάννη Γκού-θα. Ο πατέρας μου ήταν 4 αδέλ­φια. Πρώτος ήταν ο πατέρας μου, δεύτερος ο Στέργιος, ο ο­ποίος ζούσε σε αυτό το σπίτι που βρισκόμαστε τώρα και μιλά­με και το είχε κτίσει το 1945. Τρίτος ο Βασίλης, ο οποίος πέ­θανε όταν υπηρετούσε στο στρατό. Αυτός ήταν καλλιτέ­χνης. Δούλευε μαραγκός και ζωγράφιζε. Έκανε καλλιτεχνήματα πάνω στο ξύλο, αλλά δεν τον πρόλαβα και δεν τον έζησα κα­θόλου. Το εικονοστάσι που έ­χουμε εδώ στο σπίτι, είναι φτιαγμένο από τα χέρια του. Τέ­ταρτος ήταν ο Δημήτρης, ο ο­ποίος πέθανε μικρό παιδάκι.

Ο θείος μου ο Στέργιος είχε παντρευτεί τη θεία μου την Πα­γώνα, η οποία ήταν αδελφή του Γιάννη του Μουσουλή και είχαν γεννήσει δυο παιδιά, το Βασίλη και τον Κώστα, αλλά πέθαναν σε ηλικία τεσσάρων ετών. Όταν η θεία μου, έμεινε χήρα, πα­ντρεύτηκε με τον Νίκο το Σκέτο από τη Ραψάνη και φυσικά δεν έκαναν παιδιά. Έμεναν σ’ αυτό εδώ το σπίτι.

Οι γονείς μου πρέπει να πα­ντρεύτηκαν το 1922. Η μάνα μου δεν γεννούσε παιδιά. Μετά από 16 χρόνια, σε ηλικία 40 ετών, γέννησε εμένα το μοναδικό τους παιδί. Ίσως είμαι καρπός προσευχής. Και το συμπέρασμα αυτό το βγάζω από το γεγονός αυτό το βγάζω από το γεγονός ότι όταν γεννήθηκα, έδωσε υπό­σχεση να με αφιερώσει στο Θεό. Και μάλιστα είπε, ότι «όταν μεγαλώσεις θα υπηρετή­σεις την εκκλησία ως νεωκό­ρος», πράγμα που έγινε όταν τε­λείωσα το δημοτικό σχολείο.

Υπηρέτησα την εκκλησία έξι μήνες εδώ στον Άγιο Θεόδωρο, την εποχή που ήταν ιερείς ο πα­πα-Γιάννης Λαμπίρης και ο πα­πα-Δημήτρης Χριστοδούλου. Την εποχή εκείνη όλοι θρήσκευαν και ο πατέρας μου ήταν ευλαβής άνθρωπος. Εξομολογού­νταν και οι δυο και κοινωνού­σαν. Μάλιστα τις Κυριακές έλε­γε ο πατέρας μου στη μάνα μου: «Πήγαινε εσύ να βοσκήσεις τα ζώα κι εγώ να πάω στην εκκλη­σία». Και τα τελευταία χρόνια που ήμασταν στη Λάρισα ήταν πολύ κοντά στο Θεό.

Εφτά χρονών πήγα στην πρώτη τάξη Δημοτικού. Σχολείο δεν είχαμε, γιατί το είχαν κάψει οι Γερμανοί και κάναμε μάθημα στο γυναικωνίτη του Αγίου Θεο­δώρου και ένα διάστημα στους Αγίους Αποστόλους. Δασκάλα είχαμε την Πανάρα Κατίνα από τους Γόννους. Αυτό γινόταν το 1946. Το 1947 δεν είχαμε σχο­λείο γιατί ξεκίνησε ο Εμφύλιος. Αφού φύγαμε από το χωριό λό­γω καταστάσεως, πήγαμε στους Γόνννους, όπου και συνέχισα το σχολείο. Το Φθινόπωρο του 1947 πήγα Δευτέρα τάξη, το 1948 στηνΤρίτη και το 1949 Τετάρτη. Το 1950 χάσαμε πάλι μια τάξη, γιατί από τις 29 Αυγούστου του που τελείωσε ο Εμφύλιος και μέχρι την άνοιξη του 1950, όσο να στρώσουν τα πράγματα και να επαναπατριστούμε, δε λειτούργησαν τα σχολεία. Πρώ­τα, την άνοιξη του 1947, ξεσή­κωσαν τα χωριά Καρυά, Πουλιάνα και Σκαμνιά. Μετά, την άνοι­ξη επίσης, ακολούθησε η Καλλι­πεύκη. Πρώτοι εγκατέλειψαν το χωριό, μαζί με τις οικογένειες τους αυτοί που είχαν όπλα, οι λεγόμενοι ΜΑΥδες, γιατί φοβούνταν τους αντάρτες και το Φθινόπωρο που έφυγε το υπό­λοιπο χωριό. Οι περισσότεροι πήγαν στους Γόννους, κυρίως αυτοί που είχαν ζώα. Άλλοι πή­γαν στη Λάρισα και όπου έβρι­σκε ο καθένας.

Από την άνοιξη που έφυγαν οι ΜΑΥδες και μέχρι το Φθινό­πωρο που φύγανε οι υπόλοιποι, ήμασταν υποχρεωμένοι να θερί­σουμε και να αλωνίσουμε τα χω­ράφια των ΜΑΥδων. Η εντολή για να εγκαταλείψουμε όλοι την Καλλιπεύκη, δόθηκε τον Οκτώ­βριο του 1947. Ο καθένας μετέ­φερε μαζί του ό,τι μπορούσε α­φού όλοι είχαμε ζώα. Η δική μου οικογένεια πήγε στους Γόννους όπου μείναμε τρία χρόνια. Εκεί συνέχισα και το σχολείο. Το Μάιο του 1950 η δική μου οικο­γένεια βγήκε στο χωριό, αλλά βρήκαμε το σπίτι μας καμένο.

Το 1943, όταν οι Γερμανοί έ­καψαν το χωριό, όλοι οι Καλλιπευκιώτες είχαμε βγει σε διά­φορα μέρη μέσα στο δάσος για να κρυφτούμε. Εμείς πήγαμε και κάναμε καλύβες στον Έλατο. Αλλά επειδή φοβηθήκαμε πήγα­με στη Ντουριανή. Μάλιστα ο θείος μου ο Στέργιος είχε μια μαύρη φοράδα που την είχε φορτωμένη με σιτάρι. Πήγαινε για τη Δουριανή και όταν έφτα­σε στην Αγία Τριάδα, πάνω στο ύψωμα, φτάσανε από πίσω οι Γερμανοί. Του φώναξαν να στα­ματήσει, αλλά επειδή φοβήθη­κε, παράτησε το ζώο και έφυγε. Τον πυροβόλησαν, αλλά φαίνε­ται έριξαν στον αέρα. Αν ήθε­λαν, θα τον είχαν σκοτώσει.

Τότε οι Γερμανοί πήγαν στη φοράδα και έσκισαν με τα ξίφη τα σακιά. Το σιτάρι χύθηκε όλο κάτω. Πήραμε μετά τη φοράδα και μείναμε ένα μικρό διάστημα στη Ντουριανή.

Από τους Γερμανούς δε θυ­μάμαι πολλά πράγματα, γιατί ή­μουν πολύ μικρός. Το μόνο που θυμάμαι είναι το γεγονός που ήρθαν οι Γερμανοί και πήραν πολλούς Καλλιπευκιώτες για τη Ραψάνη. Μεταξύ αυτών ήταν και οι ιερείς του χωριού.

Αφού έφυγαν οι Γερμανοί, ήρθαμε πάλι στο χωριό και ο πα­τέρας μου βρήκε μέσα στο σπίτι μας μία γίδα, που είχαμε. Τα είχε εγκαταλείψει ο γιδάρης τα γίδια. Η γίδα βρήκε κριθάρι, έ­φαγε πολύ, φούσκωσε και ο πα­τέρας μου ήθελε να τη σφάξει. Αλλά είπε: «Ας πεταχτώ λίγο μέ­χρι την πλατεία και μετά τη σφάζω». Ώσπου να γυρίσει, κά­ποιος γείτονας είχε βάλει φωτιά στο σπίτι μας. Το σπίτι είχε καεί και από τους Γερμανούς και από τους αντάρτες.

Ήταν μεγάλο σπίτι. Είχε 4 δωμάτια επάνω και άλλα τόσα κάτω. Πίσω καθόταν ο θείος μου ο Στέργιος και μπροστά εμείς. Και αφού κάηκε το σπίτι, ο θείος μου ήρθε και έκτισε αυτό εδώ το σπίτι. Το πατρικό μου το πουλή­σαμε. Σήμερα είναι ερείπια. Βρί­σκεται ανάμεσα από τα σπίτια του Γιάννη του Τσιάτσιου και του Μήτσιου Αντωνίου, κοντά στη Βρυσοπούλα.

Αφού επαναπατριστήκαμε, το κράτος έδωσε βοήθεια για να ξανακτιστούν τα σπίτια που κάη­καν. Σε όσους έπαθαν μόνο ζη­μιές, τους έδωσαν λιγότερα χρήματα για επισκευές. Πολλοί από τους χωριανούς που έπια­ναν τα χέρια τους, έγιναν κτί­στες. Όταν είχαμε βγει στην Καλλιπεύκη το 1950, το χωριό ή­ταν αγνώριστο από τα χόρτα. Δεν μπορούσαμε να περάσουμε από τους δρόμους.

Το Φθινόπωρο του 1950 άρ­χισε να λειτουργεί και το σχο­λείο. Στο προαύλιο του το κράτος είχε εγκαταστήσει κορδέλες που έβγαζαν ξυλεία για την ανοικοδόμηση του χωριού. Τους κορμούς των δέντρων τους έφερναν πίσω από τη θέση Πηγάδια που είχε καεί το δάσος επί Γερμανών. Τα δέντρα δεν είχαν καεί εντελώς, αλλά ήταν μόνο καψαλισμένα. Και μάλιστα προϊστάμενος εκεί στις κορδέλες στο σχολείο ήταν ο Στέρος ο Γκουρμπαλής, που πέθανε τώρα νωρίς και έχει τη βίλα πέρα στη Νταμίλη. Τότε ήταν πολύ νέο παιδί. Και αφού τον Οτώβριο άνοιξε το σχολείο, πήγαμε στου Καζάνα το σπίτι, πε­ρίπου 200 παιδιά.

Το κανονικό σχολείο ήταν και αυτό καταστραμμένο. Εκεί έβλεπες μεγάλης ηλικίας παιδιά να είναι Πρώτη, Δευτέρα, Τρίτη τάξη. Τον άλλο χρόνο πήγαμε στου Οικονόμου το σπίτι αυτό που έχει σήμερα ο Αποστόλης Παπαϊωάννου. Εγώ πήγα Πέμπτη τάξη στου Καζάνα και Έκτη στου Οικονόμου απ’ όπου
και τέλειωσα.

Ο πατέρας μου και η μάνα μου επειδή ήταν αγράμματοι, ή­θελαν να μου μάθουν γράμματα, πράγμα που ήθελα κι εγώ. Όμως δεν υπήρχαν τα χρήματα και οι δυνατότητες για να μου στεί­λουν στο γυμνάσιο στη Λάρισα και έτσι αναγκαστικά, έμεινα ε­δώ στο χωριό μέχρι το 1955. Το δημοτικό το τελείωσα σε ηλικία 16 ετών με άριστα. Δασκάλους είχαμε τον Κώστα τον Παπαστεργίου και την Αθηνά Μασούρα, την οποία παντρεύτηκε αρ­γότερα. Μάθαμε γράμματα και είμαι πολύ ευχαριστημένος, αλ­λά βιβλία δεν είχαμε ούτε εδώ στους Γόννους. Από βιβλία είχαμε μόνο αναγνωστικό. Εδώ μας έγραφε στον πίνακα ο δάσκαλος, ενώ στην Τετάρτη τάξη στους Γόννους, ο πατέρας μου με είχε πάρει κάτι βιβλία, θρησκευτικά και γεωγραφία τα οποία διατηρώ ακόμα. Γράφαμε στα τετράδια τα οποία μας είχε δώσει το κράτος. Ακόμη έχω ένα τετράδιο από τότε που έγραφα εκθέσεις και άλλα μαθήματα. Στην πρώτη τάξη γράφαμε στην πλάκα με το κοντύλι. Από τη μια πλευρά γράφαμε ανάγνωση κι από την άλλη αριθμητική. Μου είχε δώσει κι ένα βιβλίο θρησκευτικών ο δάσκαλος ο Παπαστεργίου, που το επέστρεψα όταν τέλειωσα. Με την Ελένη Αντωνίου πηγαίναμε στην ίδια τάξη, την είχε πάρει κι αυτή βιβλία ο πατέρας της, όπως φυσική κι ερχόταν στο σπίτι και διαβάζαμε και με βοηθούσε.

Αφού, λοιπόν, δεν υπήρχαν τα μέσα για να συνεχίσω τις σπουδές, πήγα ένα διάστημα για να μάθω μαραγκός στους α­δερφούς Ζαφείρη (Καψαλάδες). Κάθισα σ’ αυτούς ένα χρόνο πε­ρίπου και έμαθα μερικά πράγμα­τα. Με την προϋπόθεση αυτή, φεύγω στη Λάρισα μόνος μου το 1955. Στη Λάρισα αγοράσαμε τότε ένα οικόπεδο 3.000 δραχ­μές και δώσαμε τις 2.800. Τις υπόλοιπες 200 δραχμές θα τις δίναμε όταν θα πουλούσαμε τα φασόλια. Με βοήθησε τότε πά­ρα πολύ ο μακαρίτης ο Βαγγέ­λης ο Γκαμπούρας και όλη αυτή η οικογένεια.

Ο πατέρας του ο Χρήστος μου είπε: «Κώστα, έχω έξι παι­διά και ένας εσύ, εφτά. Έλα και θα σε βοηθήσουμε εμείς». Και με βοήθησαν πολύ. Ήμουν ο πρώτος που είχα φύγει από το χωριό το 1955. Είχαν φύγει επί­σης ο Μήτσιος ο Μουστάκας και η Κούλα του παπα-Λαμπίρη που είχε άνδρα τον Κώστα τον Γκουγκουλιά και έμεινε χήρα. Ο πατέρας του τον Μήτσιο, όταν παντρεύτηκε δεν τον είχε δώσει τίποτε και κατέβηκε στη Λάρισα και αγόρασε και αυτός ένα οικό­πεδο. Τα οικόπεδα μας ήταν μα­ζί στο τέρμα Καραγάτσι. Κάνα­με εκεί από μια παράγκα και μείναμε.

Εγώ κατέβηκα στη Λάρισα με σκοπό να πάω οπωσδήποτε σε σχολείο αφού είχα ζήλο με­γάλο. Τότε, ο Κώστας ο Γκα­μπούρας πήγαινε στη νυχτερινή εμπορική σχολή. Το 1956 έδωσακι εγώ εξετάσεις στην εμπορική και φοίτησα εκεί επί εφτά χρό­νια. Επειδή ήταν νυκτερινή η σχολή και είχε πολλά μαθήματα, οικονομικά κυρίως, είχε εφτά τάξεις. Και δόξα το Θεό, δεν απουσίασα καθόλου και τελείωσα τη σχολή κανονικά, σε ηλικία 25 ετών.

Όμως θα έπρεπε να πάω και στρατιώτης ενώ ακόμη ήμουν στη σχολή. Αλλά ο Θεός βοήθη­σε και από αυτή την πλευρά. Α­παλλάχτηκα από το στρατό, για­τί ο πατέρας μου ήταν μεγάλος και ανίκανος για κάθε εργασία. Βέβαια, μας βοήθησαν κάποιοι άνθρωποι για να απαλλαγώ. Διαφορετικά έπρεπε να υπηρε­τήσω ένα χρόνο ως προστάτης. Όμως τότε καταργήθηκε το υπο­χρεωτικό για τους προστάτες και πλήρωσα τη θητεία μου με χίλιες περίπου δραχμές.

Άλλα παιδιά που πηγαίναμε μαζί, διέκοψαν για να πάνε στο στρατό. Κι ενώ πήγαινα στη σχο­λή, την ημέρα δούλευα. Δούλευα σε πολλές δουλειές. Πρώτα δού­λεψα στο μαραγκάδικο του Σαμακίδη, που ήταν απέναντι από το Μύλο του Παπά και ήταν πολύ μεγάλο εργοστάσιο για εκείνη την εποχή και είχε πολλούς ερ­γάτες. Ήταν το μοναδικό φημι­σμένο εργοστάσιο της Λάρισας. Εκεί έμεινα για λίγο διάστημα, γιατί ήμουν άνθρωπος του «έ­ξω». Κατόπιν δούλεψα σε μανά­βικο τρία χρόνια και από εκεί έγι­να οικοδόμος αφού με βοήθησε ένας πολύ καλός άνθρωπος, κά­ποιος Σακελλαρίου που ήταν μη­χανικός. Αυτή η δουλειά ήταν το 1958, 1959 κι 1960.

Αφού πήρα το πτυχίο, εργά­στηκα στο γραφείο, σε εμπορικό υφασμάτων του Τζαβάρα. Μετά εργάστηκα σε ένα κατάστημα που πουλούσε μηχανάκια Ζούνταπ. Γκοργκόλης λεγόταν αυ­τός και ήταν από τα Τρίκαλα. Πήγα και σε άλλες δουλειές, αλ­λά ο σκοπός ήταν ένας: Να τε­λειώσω τη σχολή και να δουλέ­ψω σε κάποιο γραφείο ή υπηρε­σία που να μην έχει χειρονακτι­κή εργασία.

Μετά τη σχολή, ανοίξαμε την επιχείρηση που έχει σήμερα ο Ηλίας ο Κώτσιος. Είμαστε κουμπαριό. Στην αρχή πήραμε κορδέλα και κόβαμε ξύλα. Μετά πήραμε μηχανές και κόβαμε τσι­μεντόλιθους. Αλλά ούτε εκεί κά­θισα και πήγα και δούλεψα στο λογιστήριο στο Συνεταιρισμό Μεταλλοτεχνουργών για μικρό χρονικό διάστημα. Εκεί στη Λά­ρισα ο Αποστόλης ο Γκουγκουλιάς είχε μπακάλικο. Ήξερε που γνώριζα λογιστικά και με σύστη­σε στην εταιρία «Νάσης», που πουλούσε επαγγελματικά ψυ­γεία. Πήγα εκεί αλλά ήμασταν 5 υποψήφιοι. Μετά από διαγωνι­σμό, πήραν εμένα και έμεινα ε­κεί ενάμισι χρόνο. Στο μεταξύ, σ’ αυτό το διάστημα παντρεύτη­κα κιόλας. Παντρεύτηκα με τη Μαρία Γκουντρή από το Βλαχογιάννι της Ελασσόνας στις 9 Μαΐου 1965, την Κυριακή των Μυροφόρων. Την προξενιά την έκανε ο Σωτηρόπουλος Θανάσης από τους Γόννους. Ήταν πρώτος ξάδερφος μου και τρο­φοδοτούσε τον πεθερό μου με τρόφιμα. Ο πεθερός μου ήταν μπακάλης αλλά εμπορευόταν και κουκούλια μεταξοσκώληκα. Ήταν επίσης μεσίτης καπνών και ήταν πολύ ευκατάστατος. Τότε κάνα­με και το πρώτο παιδί μας τη Στέλλα. Τότε ακριβώς και ενώ ή­μουν σ’ αυτή τη δουλειά, μου έπε­σε ο κλήρος να γίνω ιερέας.

 

 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

ΚΑΛΛΙΠΕΥΚΙΩΤΙΚΗ ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑ

Aπό το βιβλίο του Ζήση Κατσιούλα οι «Ρίζες μας»

 

Η Μανιά η Παγούνου κι η μανιά η Λιφτιρία κάθουνταν κουντά στου φούρνου παναθιώ σι κατ’ κουτσαρέλια κι ζμπόρζαν1. Είχαν στα χέρια κλούτσις2  κι έπλιγαν τσιρέπια. Αλλά δεν γκαλιούρζαν καλά, γι αυτό μια σειρά έπλιγαν, ντυό χαλνούσαν κι τα τσιρέπια δεν έσουναν ιδώ κι τρεις μήνις τώρα. Η παππούς η Ζησιός, η άντρας τα  Παγούνους, είχι βαριά γιράματα κι ντυμένους μι τα τσιαμαντάνια κι τς φουστανέλες τς άπλιτις, κάθουνταν στου πιζούλ’, καταή απ’ του μπαλκόν’,  παναθιώ σι ντρίμις3 ? Δεν ίγλιπι η έρμους  κι όπ’ τουν έβαζαν να κάτσ’, εκεί τουν ίβρισκαν. Τουν έτρουγαν οι μύγις κι αυτός ούτι τα χέρια δεν μπουρούσι να κουνήσ’. Κι αφού δεν μπουρούσι  να κάν’ τα’ιπουτας, κάθι τόσου φώναζι τ’ μάκου τ’.

– Μάκου μουρή, μουρή μάκου, που είσι βρε παλιουτόμαρου, γιατί δεν κρέντζ; Φέριμι λίγου νιρό να πιώ! ‘Ελα να μι σαλαίσ’ λίγου, μι πιάσκαν τα πουδάρια. Βάλιμι κι μια πιτσέτα στου κιφάλ’ για να έχου ίσκιου?

Η μανιά η Παγούνου τουν είχι βαριθεί, γιατί δεν τ’ν άφηνι να ησυχάσ’ για να κάν’ κάνα χουσμέτ’ κι απόύ ταύτου τουν έκρινι νιβριασμένα.

– Βρε τουρκουπάπι, βρέ χαλιαρά, βρε δαυλιασμένι, βρε καρδουφάη, τι θέλς πάλι; Τώρα δεν σ’ ίφιρα φαρμάκ’ νιρό; ΄Αι κάτσι φρόινιμα κι άφκιμι να κάνου καμιά δλειά! Αμάν πια , μ’ έφαγες του σκώτ’, απ’ να σι μασ’ του φουκάλ’….?

Αλλά η Ζησιός δεν  παρέδουνι τα όπλα τ’ς εξουσίας. Απαντούσι κι αυτός.

– Αχ βρε ζαγάρ’, τι να σι κάνου, δε γλέπου ντίπ αλλιώς….θα σι ίλιγα ιγώ! Βρέ βρουμόσκλου έλα αγλήγουρα!

Η μάκου, τι να κάν’ κι αυτή, ματασκώθκι κι αυτή τη φουρά, έκανι τα καθέκαστα για τουν παππού κι αφού τ’ς απαράτσι λίγου ήσυχις, συνέχ’σαν του πλέξιμου κι του ζμπόρσμα. Κι κει που έπλιγαν κι τα ίλιγαν, του μάτ’ τ’ς Λιφτιρίας έπισι κατά τουν παππού κι λέει  στ’ μ –Παγούνου.

Μουρή Ζήσινα, τι είνι αυτό του πράγμα στα πουδάρια τ’ παππού; ‘Εχ ‘ τόσ’ ώρα ικεί. Τηράει κι η Ζήσινα κι λέει τ’ς Λιφτιρίας.

– Δε γλέπου καλά αλλά μι φαίνιτι πως είνι του γατί.

– Κι τι κάν’ ικεί του τσιμπλουγάτ’, ξαναρώτσι η μανιά η Λιφτέρου.

– Ξέρου κι γώ; Θα μι πήρι κάνα κουβάρ’ κι παίζ’.

– Μαρή, δεν μι φαίνιτι για κουβαρ’, τίπουτας άλλου θα είνι. Αυτό αμπδάει πχάτ’ τα σκέλια τ’ παππού. Τι χαλεύ  ικεί: Δεν του χουνεύου Παγούνου, θα….. πααίνου να δώ!

Σικώνιτι η μανιά η Λιφτιρία κι πααίν’ ζάκατα ζούκατα για να δει τι κάν’ του γατί. Βάζ’ τα κουλαμένα4   τ’ς στ’ μέσ’ κι σκύβ’ να δει. Τηράει, τηράει δεν μπουρεί να δει καλά. Βαζ’ τα δάχλα στα γκαβά τς, τα τρίβ΄λίγου, τα γκουρλών’, ξανατηράει κι τι να δεί, απ’ λέτι, η δαυλούσα η μανιά! Η παππούς ήταν μόνι μι τ’ φουστανέλα κι απού κατ’ δεν είχι βρακί κι κρέμουνταν τα καρκαντζέλια τ’ που ήταν σαν διρμάτ’ ξιφούσκουτου, σαν παραγινουμένα σύκα κι σαν στιγνός μπακαλιάρους κι είχαν χρώμα σκούρου σαν γκαβανά5  τα’ κουβάρια. Κι του γατί τα είδι που κρέμουνταν κι έπιζι μι αυτά! Κι αφού τα είδι κι η μανιά, αναγούλιασι κι πιπιργιάσκι7.  Ύστιρα σούφρουσι τα τσιαόλια τς, έφτισι μια φουρά καταή κι γύρσι σ’ μ- Παγούνου κι τ’ λέει.

– Μι του συμπάθιου Ζήσινα, δεν αντρέπισι λίγου, τι αϊάρια είνι αυτά; Δεν τουν έχ’ς τμάν’8 τουν παππού σ’; Μαρή, κρέμουντι τα τέτοια  τ’ κι του γατί παίζ’ μι αυτά. Κυνήγα του μουρή μην τα γρατσανίσ’ κι έχ’ς κι άλλα…..

– Μαρή , αλήθεια λες; Ου απ’ να ξιπατουθεί του μαγκούφκου του γατί? Μαρή δεν ακούει η δαυλουπάππους. Πλυμένα τ’ς  τάχου ούλα αλλά , άμα πααίνου να τουν αλλάξου,  μι κηνυγάει μι τ’ βέργα ! « Μάκου άι  στου διάλου απού δω «μι λέει. « Ιγώ θέλου να παίρνου αέρα, άι  ξιπατώσ’ κι φέγα απουύ μρουστά  μ’!».  Μαρί Λιφτιρία ,τι να τουν κάνου; Ούτι αλλάζ’ ούτι πλένιτι, ούτι βρακί βάζ’! Ριζίλ’ μι φκιάν’ . Θα νουμίζ’ κι κόσμους ‘οτ’ δεν τουν τηράου:

– Μουρή Ζήσινα, δεν είνι μόνι  η δικός σ’ έτσ’. Τουν δικό μ’ να δεις τι φκιάν’! Μαρή βαριέτι να πααίν’  σιαπέρα στου χαλέ κι τα κάν’ παναθιώ τ’.  Ντούνα, μαρή σι λέου, ντούνα9  μι του φκιάν’ του σπίτ’ κι ύστιρα μι φουνάζ’ να τουν καθαρίσου!

– Καλά μαρή,  κι νύφη  σ’ ντίπ δε σι αβουθάει;

– Δε θα είσι μι τα καλά σ’ μι φαίνιτι! Μαρή αυτή δεν αδειάζ’ απ’ τα φουρνίσματα κι τα πλυσίματα. Δικουχτώ σκυλουψώμια κι δέκα καρβέλια για μας ζ’ μών’ μέρα παρά μέρα. Χώρια που έχ’ να πλύν’ κι ένα σουρώ κουλπάνια10  απ’ τα βρέχα11 Που να αδειάσ’ κι αυτή η μαύρ’; Δώδικα νουμάτ’ είμαστι, δώδικα στόματα καρτιρούν από έναν άνθρουπο, χώρια τα σκλιά! Άντι, άντι τώρα. Να πααίνου κι ιγώ γιατί θα μι αραδάει κι η δικός μ’ η προυκουμένους. Ύστιρα όπ’ να ‘νι , θα χτυπήσ’ κι η καμπάνα για δειλνό. Άντι καλουβράδ’ κι τα ματαλέμι ταχιά.

 

1 ζμπόρζαν= κουβέντιαζαν

2 κλούτσες= βελόνες πλεξίματος

3 Ντρίμις= τακλαδιά του ελάτου

4 κουλαμένα= τα χέρια

5 γκαβά= τα μάτια

6 γκαβανός= σκούρος

7 πιπιργιάσκι= κοκκίνησε από ντροπή

8 τμάν’= σώβρακο

9 ντούνα= χάλια

10 κουλπάνια= κολοπάνια του μωρού

11 βρέχα= βρέφη

 

 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

ΑΙΜΟΔΟΣΙΑ

ΚΑΛΛΙΠΕΥΚΙΩΤΗ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΠΕΥΚΙΩΤΙΣΑ, με τη συμμετοχή σου όλα αυτά τα χρόνια στις αιμοδοσίες του  Συλλόγου που πραγματοποιήθηκαν στο Αγροτικό γραφείο του Συλλόγου απέδειξες, ότι η εθελοντική αιμοδοσία έγινε θεσμός  για το χωριό μας.

Οι ανάγκες αίματος είναι μεγάλες και πολλοί πατριώτες χρειάστηκαν αίμα τη χρονιά που πέρασε. Ας συνεχίσουμε με τον ίδιο ζήλο να συμμετέχουμε στην εθελοντική αιμοδοσία. Γι αυτό έλα και εσύ  στο αγροτικό ιατρείο του χωριού μας την Τετάρτη 8 Αυγούστου  να δώσεις αίμα. Παρακίνησε και  άλλους πατριώτες. Οι οποίοι είναι υγιείς  και διστάζουν να πάρουν την απόφαση  να έλθουν και αυτοί να γίνουν αιμοδότες.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

ΕΝΤΥΠΑ ΠΟΥ ΛΑΒΑΜΕ

ΕΝΤΥΠΑ ΠΟΥ ΛΑΒΑΜΕ

ΚΑΛΛΙΠΕΥΚΗ_ΓΙΟΡΤΗ_ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ

Μια καλαίσθητη δίγλωσση (ελληνικά – αγγλικά) έκδοση και συλλεκτική – Λεύκωμα  του Κέντρου Μελέτης και Διάδοσης Μύθων και Παραμυθιών με τίτλο:
7 Γιορτές Παραμυθιών – 7 Folktale Festivals
Κέα, το νησί των Μύθων και των Παραδόσεων – Kea, the island of Myths and Legends,

έφτασε επίσης στα χέρια μας (ταχυδρομικά).
Το πρώτο μέρος του Λευκώματος περιλαμβάνει κείμενα των Άννα Αγγελοπούλου, Μιράντα Τερζοπούλου, Ελευθερίου Αλεξάκη και Γιώργου Ευγενικού.

Το δεύτερο μέρος τα δύο ανέκδοτα παραμύθια ο «Εφτάσκεπος» και οι «Εφτά πηγές», καταγραφές της Άννας Αγγελοπούλου και του Γιώργου Ευγενικού αντίστοιχα, καθώς και επιλεγμένες  φωτογραφίες  από τα δρώμενα των εφτά Γιορτών.

Στο τρίτο μέρος του Λευκώματος, παρουσιάζεται ένα μέρος από τις αναρίθμητες αναφορές που έχουν γίνει για το εφτά σε γραπτό και προφορικό λόγο από αρχής του κόσμου ως σήμερα.

Και στο τέταρτο και τελευταίο παρουσιάζονται οι αφίσες των εφτά Γιορτών Παραμυθιού με τα εικαστικά τους, όπου αναγράφονται όλοι οι συντελεστές και συμμετέχοντες. Τα εικαστικά των Γιορτών έχουν φιλοτεχνηθεί από τους Αλέκο Φασιανό (2η, 4η, 6η Γιορτή), Γεώργιο Κορασίδη (1η Γιορτή), Γεώργιο Χιονάτο (3η Γιορτή), Eva Green (5η Γιορτή) και το εικαστικό της 7ης είναι του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ.

Ο αριθμός εφτά θεωρείται, από την αρχαιότητα ως σήμερα, ένας αριθμός συμβολικός και τυχερός. Κλείνει μέσα του μια δύναμη μυστηριακή, έχει αποτελέσει αφορμή έμπνευσης για να γραφτούν βιβλία και έχει γίνει αφορμή συζητήσεων για την επίδρασή του στην καθημερινή ζωή.

Η έκδοση πραγματοποιήθηκε με τη χορηγία του Δήμου Κέας.

 

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ